Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wenn sie alles zusammenrechnen, dann sparen sie gut und gerne 10,000 dollar. | Συνυπολόγισε την οικονομία στην βενζίνη, στην ασφάλεια, στους φόρους και θα δης ότι κερδίζεις και από επάνω $10,000. Übersetzung nicht bestätigt |
Lass mich das eben für dich zusammenrechnen. | Κάτσε να σου βγάλω τη σούμα. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn wir das Wasser zusammenrechnen, das für die Pflanzen und den Graben verwendet wird, ergibt das etwa 42,6 Kubikmeter pro Jahr. | Αν προσθέσουμε όλο το νερό που χρησιμοποιείται στην άρδευση των φυτών και στο γέμισμα των αυλακιών δεν ξεπερνάμε τα 42,6 κυβικά. Übersetzung nicht bestätigt |
Du willst die Lügen zusammenrechnen, Allison? | Θες να πιάσουμε τα ψέματα, 'λισον; Übersetzung nicht bestätigt |
Das Mutterunternehmen einer nach der Richtlinie 2004/39/EG zugelassenen Wertpapierfirma muss ihre Beteiligungen nicht gemäß den Artikeln 9 und 10 mit den Beteiligungen zusammenrechnen, die die betreffende Wertpapierfirma auf Einzelkundenbasis im Sinne des Artikels 4 Absatz 1 Nummer 9 der Richtlinie 2004/39/EG verwaltet, sofern | Δεν απαιτείται από τη μητρική επιχείρηση εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ να αθροίζει τις συμμετοχές της δυνάμει των άρθρων 9 και 10 με τις συμμετοχές που διαχειρίζεται η εταιρεία επενδύσεων σε ανά πελάτη βάση κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 9 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι: Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Plus nehmen |
zusammenzählen |
zusammenrechnen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rechne zusammen | ||
du | rechnest zusammen | |||
er, sie, es | rechnet zusammen | |||
Präteritum | ich | rechnete zusammen | ||
Konjunktiv II | ich | rechnete zusammen | ||
Imperativ | Singular | rechne zusammen! | ||
Plural | rechnet zusammen! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zusammengerechnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zusammenrechnen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | υπολογίζω | υπολογίζουμε, υπολογίζομε | υπολογίζομαι | υπολογιζόμαστε |
υπολογίζεις | υπολογίζετε | υπολογίζεσαι | υπολογίζεστε, υπολογιζόσαστε | ||
υπολογίζει | υπολογίζουν(ε) | υπολογίζεται | υπολογίζονται | ||
Imper fekt | υπολόγιζα | υπολογίζαμε | υπολογιζόμουν(α) | υπολογιζόμαστε, υπολογιζόμασταν | |
υπολόγιζες | υπολογίζατε | υπολογιζόσουν(α) | υπολογιζόσαστε, υπολογιζόσασταν | ||
υπολόγιζε | υπολόγιζαν, υπολογίζαν(ε) | υπολογιζόταν(ε) | υπολογίζονταν, υπολογιζόντανε, υπολογιζόντουσαν | ||
Aorist | υπολόγισα | υπολογίσαμε | υπολογίστηκα | υπολογιστήκαμε | |
υπολόγισες | υπολογίσατε | υπολογίστηκες | υπολογιστήκατε | ||
υπολόγισε | υπολόγισαν, υπολογίσαν(ε) | υπολογίστηκε | υπολογίστηκαν, υπολογιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω υπολογίσει έχω υπολογισμένο | έχουμε υπολογίσει έχουμε υπολογισμένο | έχω υπολογιστεί είμαι υπολογισμένος, -η | έχουμε υπολογιστεί είμαστε υπολογισμένοι, -ες | |
έχεις υπολογίσει έχεις υπολογισμένο | έχετε υπολογίσει έχετε υπολογισμένο | έχεις υπολογιστεί είσαι υπολογισμένος, -η | έχετε υπολογιστεί είστε υπολογισμένοι, -ες | ||
έχει υπολογίσει έχει υπολογισμένο | έχουν υπολογίσει έχουν υπολογισμένο | έχει υπολογιστεί είναι υπολογισμένος, -η, -ο | έχουν υπολογιστεί είναι υπολογισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα υπολογίσει είχα υπολογισμένο | είχαμε υπολογίσει είχαμε υπολογισμένο | είχα υπολογιστεί ήμουν υπολογισμένος, -η | είχαμε υπολογιστεί ήμαστε υπολογισμένοι, -ες | |
είχες υπολογίσει είχες υπολογισμένο | είχατε υπολογίσει είχατε υπολογισμένο | είχες υπολογιστεί ήσουν υπολογισμένος, -η | είχατε υπολογιστεί ήσαστε υπολογισμένοι, -ες | ||
είχε υπολογίσει είχε υπολογισμένο | είχαν υπολογίσει είχαν υπολογισμένο | είχε υπολογιστεί ήταν υπολογισμένος, -η, -ο | είχαν υπολογιστεί ήταν υπολογισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα υπολογίζω | θα υπολογίζουμε, | θα υπολογίζομαι | θα υπολογιζόμαστε | |
θα υπολογίζεις | θα υπολογίζετε | θα υπολογίζεσαι | θα υπολογίζεστε, | ||
θα υπολογίζει | θα υπολογίζουν(ε) | θα υπολογίζεται | θα υπολογίζονται | ||
Fut ur | θα υπολογίσω | θα υπολογίσουμε, | θα υπολογιστώ | θα υπολογιστούμε | |
θα υπολογίσεις | θα υπολογίσετε | θα υπολογιστείς | θα υπολογιστείτε | ||
θα υπολογίσει | θα υπολογίσουν(ε) | θα υπολογιστεί | θα υπολογιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να υπολογίζω | να υπολογίζουμε, | να υπολογίζομαι | να υπολογιζόμαστε |
να υπολογίζεις | να υπολογίζετε | να υπολογίζεσαι | να υπολογίζεστε, | ||
να υπολογίζει | να υπολογίζουν(ε) | να υπολογίζεται | να υπολογίζονται | ||
Aorist | να υπολογίσω | να υπολογίσουμε, | να υπολογιστώ | να υπολογιστούμε | |
να υπολογίσεις | να υπολογίσετε | να υπολογιστείς | να υπολογιστείτε | ||
να υπολογίσει | να υπολογίσουν(ε) | να υπολογιστεί | να υπολογιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω υπολογίσει | να έχουμε υπολογίσει | να έχω υπολογιστεί | να έχουμε υπολογιστεί | |
να έχεις υπολογίσει | να έχετε υπολογίσει | να έχεις υπολογιστεί | να έχετε υπολογιστεί | ||
να έχει υπολογίσει | να έχουν υπολογίσει | να έχει υπολογιστεί | να έχουν υπολογιστεί | ||
Imper ativ | Pres | υπολόγιζε | υπολογίζετε | υπολογίζεστε | |
Aorist | υπολόγισε | υπολογίστε | υπολογίσου | υπολογιστείτε | |
Part izip | Pres | υπολογίζοντας | υπολογιζόμενος | ||
Perf | έχοντας υπολογίσει, έχοντας υπολογισμένο | υπολογισμένος, -η, -ο | υπολογισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | υπολογίσει | υπολογιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.