Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich weiß nicht, ob sie im Namen ihrer Partei, des Parlaments oder in ihrem eigenen Namen gesprochen hat, aber ich kann ihre Bemerkungen nur von ganzem Herzen ablehnen, zurückweisen und verurteilen, und ich freue mich, daß ich hiermit die Möglichkeit habe, mich öffentlich davon zu distanzieren. | Δεν ξέρω εάν μιλούσε εκ μέρους του κόμματος της ή του Κοινοβουλίου ή εάν εξέφρασε προσωπικές της απόψεις, αλλά απορρίπτω εντελώς, αρνούμαι και καταδικάζω τα σχόλιά της και χαίρομαι που μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία να διαχωρίσω δημοσίως τη θέση μου από αυτά. Übersetzung bestätigt |
Herr Präsident! Im Namen der Fraktion der Sozialdemokratischen Partei Europas möchte ich die Worte von Herrn Fischler das heißt, seine Vorschläge zurückweisen und die Unterstützung für den Entschließungsentwurf, der von verschiedenen Fraktionen mit fast einhelliger Zustimmung dieses Parlaments vorgelegt wurde, zum Ausdruck bringen. | Κύριε Πρόεδρε, εξ ονόματος της Ομάδας του Κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, θέλω να δηλώσω ότι απορρίπτω όσα είπε ο κ. Fischler στις προτάσεις που έκανε και υποστηρίζω την πρόταση ψηφίσματος που παρουσίασαν διάφορες κοινοβουλευτικές Ομάδες, με τη σχεδόν ομόφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte eingangs jedoch die Ansicht von Herrn Belder zurückweisen, derzufolge die EU über keine gemeinsame Handelspolitik verfügt und derzufolge die Mitgliedstaaten so gespalten sind, dass wir keine gemeinsame Politik, beispielsweise im Bereich Textilien, verfolgen können. | Ωστόσο, απορρίπτω ευθύς εξαρχής την άποψη του κ. Belder ότι δεν διαθέτουμε κοινή εμπορική πολιτική στην ΕΕ και ότι τα κράτη μέλη διέπονται από τόσο μεγάλη διάσταση απόψεων ώστε να μην μπορούμε να επιχειρήσουμε να εφαρμόσουμε μια πολιτική, για παράδειγμα, στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας. Übersetzung bestätigt |
Als Mitglied der FDP möchte ich das hier eindeutig zurückweisen. | Ως μέλος του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος, απορρίπτω κατηγορηματικά αυτόν τον ισχυρισμό. Übersetzung bestätigt |
Herr Präsident! Zuerst an meinen Kollegen Lambsdorff: Ich muss Ihren Vorwurf zurückweisen! | (DE) Κύριε Πρόεδρε, θέλω καταρχάς να πω στον κ. Lambsdorff ότι απορρίπτω την κατηγορία που μας αποδώσατε. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
außer Kraft setzen |
zurückweisen |
entkräften |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | weise zurück | ||
du | weist zurück | |||
er, sie, es | weist zurück | |||
Präteritum | ich | wies zurück | ||
Konjunktiv II | ich | wiese zurück | ||
Imperativ | Singular | weise zurück! | ||
Plural | weist zurück! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zurückgewiesen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zurückweisen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αποκρούω | αποκρούουμε, αποκρούομε | αποκρούομαι | αποκρουόμαστε |
αποκρούεις | αποκρούετε | αποκρούεσαι | αποκρούεστε, αποκρουόσαστε | ||
αποκρούει | αποκρούουν(ε) | αποκρούεται | αποκρούονται | ||
Imper fekt | απέκρουα | αποκρούαμε | αποκρουόμουν(α) | αποκρουόμαστε | |
απέκρουες | αποκρούατε | αποκρουόσουν(α) | αποκρουόσαστε | ||
απέκρουε | απέκρουαν, αποκρούαν(ε) | αποκρουόταν(ε) | αποκρούονταν | ||
Aorist | απέκρουσα, απόκρουσα | αποκρούσαμε | αποκρούστηκα | αποκρουστήκαμε | |
απέκρουσες, απόκρουσες | αποκρούσατε | αποκρούστηκες | αποκρουστήκατε | ||
απέκρουσε, απόκρουσε | απέκρουσαν, αποκρούσαν(ε) | αποκρούστηκε | αποκρούστηκαν, αποκρουστήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα αποκρούω | θα αποκρούουμε, θα αποκρούομε | θα αποκρούομαι | θα αποκρουόμαστε | |
θα αποκρούεις | θα αποκρούετε | θα αποκρούεσαι | θα αποκρούεστε | ||
θα αποκρούει | θα αποκρούουν(ε) | θα αποκρούεται | θα αποκρούονται | ||
Fut ur | θα αποκρούσω | θα αποκρούσουμε, θα αποκρούσομε | θα αποκρουστώ | θα αποκρουστούμε | |
θα αποκρούσεις | θα αποκρούσετε | θα αποκρουστείς | θα αποκρουστείτε | ||
θα αποκρούσει | θα αποκρούσουν(ε) | θα αποκρουστεί | θα αποκρουστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αποκρούω | να αποκρούουμε, | να αποκρούομαι | να αποκρουόμαστε |
να αποκρούεις | να αποκρούετε | να αποκρούεσαι | να αποκρούεστε, | ||
να αποκρούει | να αποκρούουν(ε) | να αποκρούεται | να αποκρούονται | ||
Aorist | να αποκρούσω | να αποκρούσουμε, | να αποκρουστώ | να αποκρουστούμε | |
να αποκρούσεις | να αποκρούσετε | να αποκρουστείς | να αποκρουστείτε | ||
να αποκρούσει | να αποκρούσουν(ε) | να αποκρουστεί | να αποκρουστούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις αποκρούσει | να έχετε αποκρούσει | να έχεις αποκρουστεί | να έχετε αποκρουστεί | ||
να έχει αποκρούσει | να έχουν αποκρούσει | να έχει αποκρουστεί | να έχουν αποκρουστεί | ||
Imper ativ | Pres | απόκρουε | αποκρούετε | αποκρούεστε | |
Aorist | απόκρουσε | αποκρούσετε, αποκρούστε | αποκρούσου | αποκρουστείτε | |
Part izip | Pres | αποκρούοντας | |||
Perf | έχοντας αποκρούσει | αποκρουσμένος, -η, -ο | αποκρουσμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αποκρούσει | αποκρουστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.