weiterleiten
 Verb

παραπέμπω Verb
(0)
προωθώ Verb
(0)
μεταδίδω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wohin darf ich Ihren Anruf weiterleiten?Πώς μπορώ να εξυπηρετήσω;

Übersetzung nicht bestätigt

würden Sie sie weiterleiten?-...θα μας το στείλετε σ'αυτήν τη διεύθυνση;

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn Sie ihnen ihre Mission erklären, könnten sie sie an ihre Völker weiterleiten.Ισως να μπορούσατε να εξηγήσεις την αποστολή σας σ' αυτούς... Και εκείνοι στον υπόλοιπο κόσμο.

Übersetzung nicht bestätigt

Und in der Hoffnung, dass er ihn zu sehen bekommt, übergebe ich Ihnen hiermit diesen offiziellen Brief, damit Sie ihn an Seine Hoheit den Shogun weiterleiten, in dem ich ihn respektvoll ersuche, meine Position als Konsul zu bestätigen.Κι ελπίζω ότι αντανακλά στα μάτια τους... Σας παραδίδω μια επίσημη επιστολή... για να την μεταβιβάσετε στην αυτού μεγαλειότητα του, τον Σογκούν... ζητώντας με σεβασμό, να επιβεβαιωθεί η θέση μου μου ως πρόξενος.

Übersetzung nicht bestätigt

Die Kinder werden in Sian empfangen, und der Leiter der Gesellschaft, Dr. Robinson, wird sie weiterleiten."αυτά τα παιδιά θα τα συναντήσει στο Σιάν, και θα τα πάρει για το υπόλοιπο της διαδρομής ο επικεφαλής της Ιεραποστολής, Δρ Ρόμπινσον. "

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταδίδωμεταδίδουμε, μεταδίδομεμεταδίδομαιμεταδιδόμαστε
μεταδίδειςμεταδίδετεμεταδίδεσαιμεταδίδεστε, μεταδιδόσαστε
μεταδίδειμεταδίδουν(ε)μεταδίδεταιμεταδίδονται
Imper
fekt
μετέδιδαμεταδίδαμεμεταδιδόμουν(α)μεταδιδόμαστε
μετέδιδεςμεταδίδατεμεταδιδόσουν(α)μεταδιδόσαστε
μετέδιδεμετέδιδαν, μεταδίδαν(ε)μεταδιδόταν(ε)μεταδίδονταν
Aoristμετέδωσα, μετάδωσαμεταδώσαμεμεταδόθηκαμεταδοθήκαμε
μετέδωσες, μετάδωσεςμεταδώσατεμεταδόθηκεςμεταδοθήκατε
μετέδωσε, μετάδωσεμετέδωσαν, μεταδώσαν(ε)μεταδόθηκεμεταδόθηκαν, μεταδοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταδώσειέχουμε μεταδώσειέχω μεταδοθεί
(είμαι μεταδομένος, -η)
έχουμε μεταδοθεί
(είμαστε μεταδομένοι, -ες)
έχεις μεταδώσειέχετε μεταδώσειέχεις μεταδοθεί
(είσαι μεταδομένος, -η)
έχετε μεταδοθεί
(είστε μεταδομένοι, -ες)
έχει μεταδώσειέχουν μεταδώσειέχει μεταδοθεί
(είναι μεταδομένος, -η, -ο)
έχουν μεταδοθεί
(είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα μεταδώσειείχαμε μεταδώσειείχα μεταδοθεί
(ήμουν μεταδομένος, -η)
είχαμε μεταδοθεί
(ήμαστε μεταδομένος, -η)
είχες μεταδώσειείχατε μεταδώσειείχες μεταδοθεί
(ήσουν μεταδομένος, -η)
είχατε μεταδοθεί
(ήσαστε μεταδομένος, -η)
είχε μεταδώσειείχαν μεταδώσειείχε μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένος, -η, -ο)
είχαν μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταδίδωθα μεταδίδουμε, θα μεταδίδομεθα μεταδίδομαιθα μεταδιδόμαστε
θα μεταδίδειςθα μεταδίδετεθα μεταδίδεσαιθα μεταδίδεστε, θα μεταδιδόσαστε
θα μεταδίδειθα μεταδίδουν(ε)θα μεταδίδεταιθα μεταδίδονται
Fut
ur
θα μεταδώσωθα μεταδώσουμε, θα μεταδώσομεθα μεταδοθώθα μεταδοθούμε
θα μεταδώσειςθα μεταδώσετεθα μεταδοθείςθα μεταδοθείτε
θα μεταδώσειθα μεταδώσουν(ε)θα μεταδοθείθα μεταδοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταδώσειθα έχουμε μεταδώσειθα έχω μεταδοθεί
(θα είμαι μεταδομένος, -η)
θα έχουμε μεταδοθεί
(θα είμαστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχεις μεταδώσειθα έχετε μεταδώσειθα έχεις μεταδοθεί
(θα είσαι μεταδομένος, -η)
θα έχετε μεταδοθεί
(θα είστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχει μεταδώσειθα έχουν μεταδώσειθα έχει μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένος, -η, -ο)
θα έχουν μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταδίδωνα μεταδίδουμε, να μεταδίδομενα μεταδίδομαινα μεταδιδόμαστε
να μεταδίδειςνα μεταδίδετενα μεταδίδεσαινα μεταδίδεστε, να μεταδιδόσαστε
να μεταδίδεινα μεταδίδουν(ε)να μεταδίδεταινα μεταδίδονται
Aoristνα μεταδώσωνα μεταδώσουμε, να μεταδώσομενα μεταδοθώνα μεταδοθούμε
να μεταδώσειςνα μεταδώσετενα μεταδοθείςνα μεταδοθείτε
να μεταδώσεινα μεταδώσουν(ε)να μεταδοθείνα μεταδοθούν(ε)
Perfνα έχω μεταδώσεινα έχουμε μεταδώσεινα έχω μεταδοθεί
(να είμαι μεταδομένος, -η)
να έχουμε μεταδοθεί
(να είμαστε μεταδομένοι, -ες)
να έχεις μεταδώσεινα έχετε μεταδώσεινα έχεις μεταδοθεί
(να είσαι μεταδομένος, -η)
να έχετε μεταδοθεί
(να είστε μεταδομένοι, -ες)
να έχει μεταδώσεινα έχουν μεταδώσεινα έχει μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένος, -η, -ο)
να έχουν μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presμετάδιδεμεταδίδετεμεταδίδεστε
Aoristμετάδωσεμεταδώστε, μεταδώσετεμεταδώσουμεταδοθείτε
Part
izip
Presμεταδίδονταςμεταδιδόμενος
Perfέχοντας μεταδώσειμεταδομένος, -η, -ομεταδομένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταδώσειμεταδοθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback