weinen
 Verb

κλαίω Verb
(192)
δακρύζω Verb
(1)
DeutschGriechisch
[Erzähl heute Abend Geschichten, wie der Krieg verschwand, und wiederhole sie hundert Mal, ich werde jedes Mal weinen.][Έλα απόψε και αφηγήσου μας ιστορίες που να λένε ότι ο πόλεμος τελείωσε, ιστορίες που και εκατό φορές να τις αφηγηθείς, κάθε φορά θα κλαίω.]

Übersetzung bestätigt

Benvolio Nein, coz ich nicht weinen.BENVOLIO Όχι, coz, εγώ μάλλον κλαίω.

Übersetzung nicht bestätigt

Die Trauerfeier, die ich für dich halten, Nacht ist es, die dein Grab streuen und zu weinen.Η κηδεία που έχω για σένα θα κρατήσει, Διανυκτέρευσης πρέπει να είναι να σκορπίσει τάφο σου και κλαίω.

Übersetzung nicht bestätigt

Und sie war davon fasziniert und begann zu weinen, ich begann zu weinen, und ihr Vater auch. Jetzt weinten wir alle.Και αυτό την συνέρπασε, και άρχισε να κλαίει, και άρχισα κι εγώ να κλαίω, και ο πατέρας της άρχισε να κλαίει, και τώρα κλαίμε όλοι μαζί.

Übersetzung nicht bestätigt

Bong Joon Gu! <i> Du hast mich durch die Sraßen geführt, die ich genommen habe. <i> Bitte lass mich die Richtung, die Geschwindigkeit <i> und den Standort wissen. <i> Wenn es zu hart wird und ich anfange zu weinen, <i> Bitte, halt mich fest. <i> Wenn ich müde werde und falle, <i> Bitte, strecke deine Hand nach meinen aus und halte sie fest. <i> Ich liebe dich, ich liebe dich, du bist diejeninge , die ich liebe, ich liebe dich! <i> Meine Navigation des Lebens.Μπον Τζουν Γκου! <i> Mε καθοδηγείς στο δρόμο που πρέπει να πάρω. <i>Σε παρακαλώ άσε με να μάθω για τη κατεύθυνση της ζωής, την ταχύτητα <i> και τις τοποθεσίες. <i>Αν μου είναι δύσκολο και αρχίσω και κλαίω, <i>σε παρακαλώ Κράτα με σφιχτά. <i>Αν κουραστώ και πέσω, <i>Σε παρακαλώ έλα κοντά μου και πιάσε μου το χέρι. <i>Σ'αγαπώ, σ'αγαπώ, είσαι η μόνη που αγαπώ, σ'αγαπώ! <i>Της ζωής μου ο πλοηγός.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
weinen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivMiddle
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλαίωκλαίμεklaigomai">κλαίγομαικλαιγόμαστε
κλαιςκλαίτεκλαίγεσαικλαίγεστε, κλαιγόσαστε
κλαίεικλαίνε, κλαινκλαίγεταικλαίγονται
Imper
fekt
έκλαιγακλαίγαμεκλαιγόμουν(α)κλαιγόμαστε, κλαιγόμασταν
έκλαιγεςκλαίγατεκλαιγόσουν(α)κλαιγόσαστε, κλαιγόσασταν
έκλαιγεέκλαιγαν, κλαίγαν(ε)κλαιγόταν(ε)κλαίγονταν, κλαιγόντανε, κλαιγόντουσαν
Aoristέκλαψακλάψαμεκλαύτηκακλαυτήκλαμε
έκλαψεςκλάψατεκλαύτηκεςκλαυτήκατε
έκλαψεέκλαψαν, κλάψαν(ε)κλαύτηκεκλαύτηκαν, κλαυτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλάψει
έχω κλαμένο
έχουμε κλάψει
έχουμε κλαμένο
έχω κλαυτεί
είμαι κλαμένος, -η
έχουμε κλαυτεί
είμαστε κλαμένοι, -ες
έχεις κλάψει
έχεις κλαμένο
έχετε κλάψει
έχετε κλαμένο
έχεις κλαυτεί
είσαι κλαμένος, -η
έχετε κλαυτεί
είστε κλαμένοι, -ες
έχει κλάψει
έχει κλαμένο
έχουν κλάψει
έχουν κλαμένο
έχει κλαυτεί
είναι κλαμένος, -η, -ο
έχουν κλαυτεί
είναι κλαμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κλάψει
είχα κλαμένο
είχαμε κλάψει
είχαμε κλαμένο
είχα κλαυτεί
ήμουν κλαμένος, -η
είχαμε κλαυτεί
ήμαστε κλαμένοι, -ες
είχες κλάψει
είχες κλαμένο
είχατε κλάψει
είχατε κλαμένο
είχες κλαυτεί
ήσουν κλαμένος, -η
είχατε κλαυτεί
ήσαστε κλαμένοι, -ες
είχε κλάψει
είχε κλαμένο
είχαν κλάψει
είχαν κλαμένο
είχε κλαυτεί
ήταν κλαμένος, -η, -ο
είχαν κλαυτεί
ήταν κλαμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλαίωθα κλαίμεθα κλαίγομαιθα κλαιγόμαστε
θα κλαιςθα κλαίτεθα κλαίγεσαιθα κλαίγεστε, θα κλαιγόσαστε
θα κλαίειθα κλαίνεθα κλαίγεταιθα κλαίγονται
Fut
ur
θα κλάψωθα κλάψουμε, θα κλάψομεθα κλαυτώθα κλαυτούμε
θα κλάψειςθα κλάψετεθα κλαυτείςθα κλαυτείτε
θα κλάψειθα κλάψουν(ε)θα κλαυτείθα κλαυτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλάψει
θα έχω κλαμένο
θα έχουμε κλάψει
θα έχουμε κλαμένο
θα έχω κλαυτεί
θα είμαι κλαμένος, -η
θα έχουμε κλαυτεί
θα είμαστε κλαμένοι, -ες
θα έχεις κλάψει
θα έχεις κλαμένο
θα έχετε κλάψει
θα έχετε κλαμένο
θα έχεις κλαυτεί
θα είσαι κλαμένος, -η
θα έχετε κλαυτεί
θα είστε κλαμένοι, -ες
θα έχει κλάψει
θα έχει κλαμένο
θα έχουν κλάψει
θα έχουν κλαμένο
θα έχει κλαυτεί
θα είναι κλαμένος, -η, -ο
θα έχουν κλαυτεί
θα είναι κλαμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλαίωνα κλαίμενα κλαίγομαινα κλαιγόμαστε
να κλαιςνα κλαίτενα κλαίγεσαινα κλαίγεστε, να κλαιγόσαστε
να κλαίεινα κλαίνε, να κλαιννα κλαίγεταινα κλαίγονται
Aoristνα κλάψωνα κλάψουμε, να κλάψομενα κλαυτώνα κλαυτούμε
να κλάψειςνα κλάψετενα κλαυτείςνα κλαυτείτε
να κλάψεινα κλάψουν(ε)να κλαυτείνα κλαυτούν(ε)
Perfνα έχω κλάψει
να έχω κλαμένο
να έχουμε κλάψει
να έχουμε κλαμένο
να έχω κλαυτεί
να είμαι κλαμένος, -η
να έχουμε κλαυτεί
να είμαστε κλαμένοι, -ες
να έχεις κλάψει
να έχεις κλαμένο
να έχετε κλάψει
να έχετε κλαμένο
να έχεις κλαυτεί
να είσαι κλαμένος, -η
να έχετε κλαυτεί
να είστε κλαμένοι, -ες
να έχει κλάψει
να έχει κλαμένο
να έχουν κλάψει
να έχουν κλαμένο
να έχει κλαυτεί
να είναι κλαμένος, -η, -ο
να έχουν κλαυτεί
να είναι κλαμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκλαίγεκλαίτεκλαίγεστε
Aoristκλάψεκλάψτε, κλαύτεκλάψουκλαυτείτε
Part
izip
Presκλαίγοντας
Perfέχοντας κλάψει, έχοντας κλαμένοκλαμένος, -η, -οκλαμένοι, -ες, -α
InfinAoristκλάψεικλαυτεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δακρύζωδακρύζουμε, δακρύζομε
δακρύζειςδακρύζετε
δακρύζειδακρύζουν(ε)
Imper
fekt
δάκρυζαδακρύζαμε
δάκρυζεςδακρύζατε
δάκρυζεδάκρυζαν, δακρύζαν(ε)
Aoristδάκρυσαδακρύσαμε
δάκρυσεςδακρύσατε
δάκρυσεδάκρυσαν, δακρύσαν(ε)
Per
fekt
έχω δακρύσειέχουμε δακρύσει
έχεις δακρύσειέχετε δακρύσει
έχει δακρύσειέχουν δακρύσει
Plu
per
fekt
είχα δακρύσειείχαμε δακρύσει
είχες δακρύσειείχατε δακρύσει
είχε δακρύσειείχαν δακρύσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δακρύζωθα δακρύζουμε, θα δακρύζομε
θα δακρύζειςθα δακρύζετε
θα δακρύζειθα δακρύζουν(ε)
Fut
ur
θα δακρύσωθα δακρύσουμε, θα δακρύζομε
θα δακρύσειςθα δακρύσετε
θα δακρύσειθα δακρύσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δακρύσειθα έχουμε δακρύσει
θα έχεις δακρύσειθα έχετε δακρύσει
θα έχει δακρύσειθα έχουν δακρύσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δακρύζωνα δακρύζουμε, να δακρύζομε
να δακρύζειςνα δακρύζετε
να δακρύζεινα δακρύζουν(ε)
Aoristνα δακρύσωνα δακρύσουμε, να δακρύσομε
να δακρύσειςνα δακρύσετε
να δακρύσεινα δακρύσουν(ε)
Perfνα έχω δακρύσεινα έχουμε δακρύσει
να έχεις δακρύσεινα έχετε δακρύσει
να έχει δακρύσεινα έχουν δακρύσει
Imper
ativ
Presδάκρυζεδακρύζετε
Aoristδάκρυσεδακρύστε
Part
izip
Presδακρύζοντας
Perfέχοντας δακρύσει
InfinAoristδακρύσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback