κλαίω Verb  [kleo, klaiw]

  Verb
(192)
  Verb
(4)

Etymologie zu κλαίω

κλαίω altgriechisch κλαίω indoeuropäisch (Wurzel) *kel- ή * klau-


GriechischDeutsch
[Έλα απόψε και αφηγήσου μας ιστορίες που να λένε ότι ο πόλεμος τελείωσε, ιστορίες που και εκατό φορές να τις αφηγηθείς, κάθε φορά θα κλαίω.][Erzähl heute Abend Geschichten, wie der Krieg verschwand, und wiederhole sie hundert Mal, ich werde jedes Mal weinen.]

Übersetzung bestätigt

BENVOLIO Όχι, coz, εγώ μάλλον κλαίω.Benvolio Nein, coz ich nicht weinen.

Übersetzung nicht bestätigt

Η κηδεία που έχω για σένα θα κρατήσει, Διανυκτέρευσης πρέπει να είναι να σκορπίσει τάφο σου και κλαίω.Die Trauerfeier, die ich für dich halten, Nacht ist es, die dein Grab streuen und zu weinen.

Übersetzung nicht bestätigt

Και αυτό την συνέρπασε, και άρχισε να κλαίει, και άρχισα κι εγώ να κλαίω, και ο πατέρας της άρχισε να κλαίει, και τώρα κλαίμε όλοι μαζί.Und sie war davon fasziniert und begann zu weinen, ich begann zu weinen, und ihr Vater auch. Jetzt weinten wir alle.

Übersetzung nicht bestätigt

Μπον Τζουν Γκου! <i> Mε καθοδηγείς στο δρόμο που πρέπει να πάρω. <i>Σε παρακαλώ άσε με να μάθω για τη κατεύθυνση της ζωής, την ταχύτητα <i> και τις τοποθεσίες. <i>Αν μου είναι δύσκολο και αρχίσω και κλαίω, <i>σε παρακαλώ Κράτα με σφιχτά. <i>Αν κουραστώ και πέσω, <i>Σε παρακαλώ έλα κοντά μου και πιάσε μου το χέρι. <i>Σ'αγαπώ, σ'αγαπώ, είσαι η μόνη που αγαπώ, σ'αγαπώ! <i>Της ζωής μου ο πλοηγός.Bong Joon Gu! <i> Du hast mich durch die Sraßen geführt, die ich genommen habe. <i> Bitte lass mich die Richtung, die Geschwindigkeit <i> und den Standort wissen. <i> Wenn es zu hart wird und ich anfange zu weinen, <i> Bitte, halt mich fest. <i> Wenn ich müde werde und falle, <i> Bitte, strecke deine Hand nach meinen aus und halte sie fest. <i> Ich liebe dich, ich liebe dich, du bist diejeninge , die ich liebe, ich liebe dich! <i> Meine Navigation des Lebens.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu κλαίω

AktivMiddle
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλαίωκλαίμεklaigomai">κλαίγομαικλαιγόμαστε
κλαιςκλαίτεκλαίγεσαικλαίγεστε, κλαιγόσαστε
κλαίεικλαίνε, κλαινκλαίγεταικλαίγονται
Imper
fekt
έκλαιγακλαίγαμεκλαιγόμουν(α)κλαιγόμαστε, κλαιγόμασταν
έκλαιγεςκλαίγατεκλαιγόσουν(α)κλαιγόσαστε, κλαιγόσασταν
έκλαιγεέκλαιγαν, κλαίγαν(ε)κλαιγόταν(ε)κλαίγονταν, κλαιγόντανε, κλαιγόντουσαν
Aoristέκλαψακλάψαμεκλαύτηκακλαυτήκλαμε
έκλαψεςκλάψατεκλαύτηκεςκλαυτήκατε
έκλαψεέκλαψαν, κλάψαν(ε)κλαύτηκεκλαύτηκαν, κλαυτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλάψει
έχω κλαμένο
έχουμε κλάψει
έχουμε κλαμένο
έχω κλαυτεί
είμαι κλαμένος, -η
έχουμε κλαυτεί
είμαστε κλαμένοι, -ες
έχεις κλάψει
έχεις κλαμένο
έχετε κλάψει
έχετε κλαμένο
έχεις κλαυτεί
είσαι κλαμένος, -η
έχετε κλαυτεί
είστε κλαμένοι, -ες
έχει κλάψει
έχει κλαμένο
έχουν κλάψει
έχουν κλαμένο
έχει κλαυτεί
είναι κλαμένος, -η, -ο
έχουν κλαυτεί
είναι κλαμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κλάψει
είχα κλαμένο
είχαμε κλάψει
είχαμε κλαμένο
είχα κλαυτεί
ήμουν κλαμένος, -η
είχαμε κλαυτεί
ήμαστε κλαμένοι, -ες
είχες κλάψει
είχες κλαμένο
είχατε κλάψει
είχατε κλαμένο
είχες κλαυτεί
ήσουν κλαμένος, -η
είχατε κλαυτεί
ήσαστε κλαμένοι, -ες
είχε κλάψει
είχε κλαμένο
είχαν κλάψει
είχαν κλαμένο
είχε κλαυτεί
ήταν κλαμένος, -η, -ο
είχαν κλαυτεί
ήταν κλαμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλαίωθα κλαίμεθα κλαίγομαιθα κλαιγόμαστε
θα κλαιςθα κλαίτεθα κλαίγεσαιθα κλαίγεστε, θα κλαιγόσαστε
θα κλαίειθα κλαίνεθα κλαίγεταιθα κλαίγονται
Fut
ur
θα κλάψωθα κλάψουμε, θα κλάψομεθα κλαυτώθα κλαυτούμε
θα κλάψειςθα κλάψετεθα κλαυτείςθα κλαυτείτε
θα κλάψειθα κλάψουν(ε)θα κλαυτείθα κλαυτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλάψει
θα έχω κλαμένο
θα έχουμε κλάψει
θα έχουμε κλαμένο
θα έχω κλαυτεί
θα είμαι κλαμένος, -η
θα έχουμε κλαυτεί
θα είμαστε κλαμένοι, -ες
θα έχεις κλάψει
θα έχεις κλαμένο
θα έχετε κλάψει
θα έχετε κλαμένο
θα έχεις κλαυτεί
θα είσαι κλαμένος, -η
θα έχετε κλαυτεί
θα είστε κλαμένοι, -ες
θα έχει κλάψει
θα έχει κλαμένο
θα έχουν κλάψει
θα έχουν κλαμένο
θα έχει κλαυτεί
θα είναι κλαμένος, -η, -ο
θα έχουν κλαυτεί
θα είναι κλαμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλαίωνα κλαίμενα κλαίγομαινα κλαιγόμαστε
να κλαιςνα κλαίτενα κλαίγεσαινα κλαίγεστε, να κλαιγόσαστε
να κλαίεινα κλαίνε, να κλαιννα κλαίγεταινα κλαίγονται
Aoristνα κλάψωνα κλάψουμε, να κλάψομενα κλαυτώνα κλαυτούμε
να κλάψειςνα κλάψετενα κλαυτείςνα κλαυτείτε
να κλάψεινα κλάψουν(ε)να κλαυτείνα κλαυτούν(ε)
Perfνα έχω κλάψει
να έχω κλαμένο
να έχουμε κλάψει
να έχουμε κλαμένο
να έχω κλαυτεί
να είμαι κλαμένος, -η
να έχουμε κλαυτεί
να είμαστε κλαμένοι, -ες
να έχεις κλάψει
να έχεις κλαμένο
να έχετε κλάψει
να έχετε κλαμένο
να έχεις κλαυτεί
να είσαι κλαμένος, -η
να έχετε κλαυτεί
να είστε κλαμένοι, -ες
να έχει κλάψει
να έχει κλαμένο
να έχουν κλάψει
να έχουν κλαμένο
να έχει κλαυτεί
να είναι κλαμένος, -η, -ο
να έχουν κλαυτεί
να είναι κλαμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκλαίγεκλαίτεκλαίγεστε
Aoristκλάψεκλάψτε, κλαύτεκλάψουκλαυτείτε
Part
izip
Presκλαίγοντας
Perfέχοντας κλάψει, έχοντας κλαμένοκλαμένος, -η, -οκλαμένοι, -ες, -α
InfinAoristκλάψεικλαυτεί







Griechische Definition zu κλαίω

κλαίω [kléo] -γομαι στη σημ. 2 Ρ ενεστ. οριστ. κλαις, κλαίει, κλαίμε, κλαίτε, κλαίνε και κλαιν, πρτ. έκλαιγα, αόρ. έκλαψα, απαρέμφ. κλάψει, παθ. αόρ. κλαύτηκα, απαρέμφ. κλαυτεί, μππ. κλαμένος : 1. εκδηλώνω μια δυσάρεστη ψυχική κατάσταση (θλίψη, στενοχώρια, λύπη ) ή σωματικό πόνο με δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια μου και που μπορεί να συνοδεύονται από λυγμούς ή από αναφιλητά: Έκλαιγε γοερά. Kλαίει εύκολα. Mε τη συμπεριφορά του μ΄ έκανε να κλάψω. Kλάψε να ξαλαφρώσεις. Ήταν έτοιμη να κλάψει. Ήρθε κλαμένη / κλαίγοντας. Kλαίει με μαύρο δάκρυ. Kλαίει σαν μικρό παιδί. || κλαίω κπ., κλαίω, θρηνώ για το θάνατο κάποιου: Tον έκλα ψε πολύ. Έκλαψα πικρά, και ως έκφραση, μετάνιωσα πολύ. (έκφρ.) κλαίω και οδύρομαι*. ΦΡ θα κλάψουν μανούλες, θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα γίνει χαμός. τράβα* με κι ας κλαίω. θα βάλω τη γάτα* μου / τη σκούπα* μου να κλαίει. ούτε κλαίει ούτε γελάει*. ΠAΡ Kλαίν΄ οι χήρες κλαίν΄ κι οι παντρεμένες, γι΄ αυτούς που παραπονούνται και μεμψιμοιρούν χωρίς να υπάρχει λόγος. || για μωρό που βγάζει κραυγές, συνήθ. χωρίς δάκρυα, εκδηλώνοντας έτσι τη δυσαρέσκειά του για κτ. ΠAΡ Aν δεν κλάψει το παιδί δεν του δίνουνε βυζί, για να βρεις το δίκιο σου πρέπει να το απαιτήσεις επίμονα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback