schreien
 Verb

φωνάζω Verb
(60)
κλαίω Verb
(4)
στυφίζω Verb
(0)
φωνασκώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Also obwohl ich gewonnen habe war es I wusste, dass wer auch immer gewimmt müsste kreischen und schreien und sehr glücklich sein und herum hüpfen aber ich war glücklich.Έτσι, ακόμα και όταν κέρδισα ήξερα ότι έπρεπε να φωνάζω και να χοροπηδάω από χαρά, αλλά απλά ήμουν ευτυχισμένος.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
brüllen
schreien
plärren
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φωνάζωφωνάζουμε, φωνάζομε
φωνάζειςφωνάζετε
φωνάζειφωνάζουν(ε)
Imper
fekt
φώναζαφωνάζαμε
φώναζεςφωνάζατε
φώναζεφώναζαν, φωνάζαν(ε)
Aoristφώναξαφωνάξαμε
φώναξεςφωνάξατε
φώναξεφώναξαν, φωνάξαν(ε)
Per
fekt
έχω φωνάξειέχουμε φωνάξει
έχεις φωνάξειέχετε φωνάξει
έχει φωνάξειέχουν φωνάξει
Plu
per
fekt
είχα φωνάξειείχαμε φωνάξει
είχες φωνάξειείχατε φωνάξει
είχε φωνάξειείχαν φωνάξει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φωνάζωθα φωνάζουμε, θα φωνάζομε
θα φωνάζειςθα φωνάζετε
θα φωνάζειθα φωνάζουν(ε)
Fut
ur
θα φωνάξωθα φωνάξουμε, θα φωνάξομε
θα φωνάξειςθα φωνάξετε
θα φωνάξειθα φωνάξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φωνάξειθα έχουμε φωνάξει
θα έχεις φωνάξειθα έχετε φωνάξει
θα έχει φωνάξειθα έχουν φωνάξει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φωνάζωνα φωνάζουμε, να φωνάζομε
να φωνάζειςνα φωνάζετε
να φωνάζεινα φωνάζουν(ε)
Aoristνα φωνάξωνα φωνάξουμε, να φωνάξομε
να φωνάξειςνα φωνάξετε
να φωνάξεινα φωνάξουν(ε)
Perfνα έχω φωνάξεινα έχουμε φωνάξει
να έχεις φωνάξεινα έχετε φωνάξει
να έχει φωνάξεινα έχουν φωνάξει
Imper
ativ
Presφώναζεφωνάζετε
Aoristφώναξεφωνάξτε, φωνάχτε
Part
izip
Presφωνάζοντας
Perfέχοντας φωνάξει
InfinAoristφωνάξει



AktivMiddle
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλαίωκλαίμεklaigomai">κλαίγομαικλαιγόμαστε
κλαιςκλαίτεκλαίγεσαικλαίγεστε, κλαιγόσαστε
κλαίεικλαίνε, κλαινκλαίγεταικλαίγονται
Imper
fekt
έκλαιγακλαίγαμεκλαιγόμουν(α)κλαιγόμαστε, κλαιγόμασταν
έκλαιγεςκλαίγατεκλαιγόσουν(α)κλαιγόσαστε, κλαιγόσασταν
έκλαιγεέκλαιγαν, κλαίγαν(ε)κλαιγόταν(ε)κλαίγονταν, κλαιγόντανε, κλαιγόντουσαν
Aoristέκλαψακλάψαμεκλαύτηκακλαυτήκλαμε
έκλαψεςκλάψατεκλαύτηκεςκλαυτήκατε
έκλαψεέκλαψαν, κλάψαν(ε)κλαύτηκεκλαύτηκαν, κλαυτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλάψει
έχω κλαμένο
έχουμε κλάψει
έχουμε κλαμένο
έχω κλαυτεί
είμαι κλαμένος, -η
έχουμε κλαυτεί
είμαστε κλαμένοι, -ες
έχεις κλάψει
έχεις κλαμένο
έχετε κλάψει
έχετε κλαμένο
έχεις κλαυτεί
είσαι κλαμένος, -η
έχετε κλαυτεί
είστε κλαμένοι, -ες
έχει κλάψει
έχει κλαμένο
έχουν κλάψει
έχουν κλαμένο
έχει κλαυτεί
είναι κλαμένος, -η, -ο
έχουν κλαυτεί
είναι κλαμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κλάψει
είχα κλαμένο
είχαμε κλάψει
είχαμε κλαμένο
είχα κλαυτεί
ήμουν κλαμένος, -η
είχαμε κλαυτεί
ήμαστε κλαμένοι, -ες
είχες κλάψει
είχες κλαμένο
είχατε κλάψει
είχατε κλαμένο
είχες κλαυτεί
ήσουν κλαμένος, -η
είχατε κλαυτεί
ήσαστε κλαμένοι, -ες
είχε κλάψει
είχε κλαμένο
είχαν κλάψει
είχαν κλαμένο
είχε κλαυτεί
ήταν κλαμένος, -η, -ο
είχαν κλαυτεί
ήταν κλαμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλαίωθα κλαίμεθα κλαίγομαιθα κλαιγόμαστε
θα κλαιςθα κλαίτεθα κλαίγεσαιθα κλαίγεστε, θα κλαιγόσαστε
θα κλαίειθα κλαίνεθα κλαίγεταιθα κλαίγονται
Fut
ur
θα κλάψωθα κλάψουμε, θα κλάψομεθα κλαυτώθα κλαυτούμε
θα κλάψειςθα κλάψετεθα κλαυτείςθα κλαυτείτε
θα κλάψειθα κλάψουν(ε)θα κλαυτείθα κλαυτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλάψει
θα έχω κλαμένο
θα έχουμε κλάψει
θα έχουμε κλαμένο
θα έχω κλαυτεί
θα είμαι κλαμένος, -η
θα έχουμε κλαυτεί
θα είμαστε κλαμένοι, -ες
θα έχεις κλάψει
θα έχεις κλαμένο
θα έχετε κλάψει
θα έχετε κλαμένο
θα έχεις κλαυτεί
θα είσαι κλαμένος, -η
θα έχετε κλαυτεί
θα είστε κλαμένοι, -ες
θα έχει κλάψει
θα έχει κλαμένο
θα έχουν κλάψει
θα έχουν κλαμένο
θα έχει κλαυτεί
θα είναι κλαμένος, -η, -ο
θα έχουν κλαυτεί
θα είναι κλαμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλαίωνα κλαίμενα κλαίγομαινα κλαιγόμαστε
να κλαιςνα κλαίτενα κλαίγεσαινα κλαίγεστε, να κλαιγόσαστε
να κλαίεινα κλαίνε, να κλαιννα κλαίγεταινα κλαίγονται
Aoristνα κλάψωνα κλάψουμε, να κλάψομενα κλαυτώνα κλαυτούμε
να κλάψειςνα κλάψετενα κλαυτείςνα κλαυτείτε
να κλάψεινα κλάψουν(ε)να κλαυτείνα κλαυτούν(ε)
Perfνα έχω κλάψει
να έχω κλαμένο
να έχουμε κλάψει
να έχουμε κλαμένο
να έχω κλαυτεί
να είμαι κλαμένος, -η
να έχουμε κλαυτεί
να είμαστε κλαμένοι, -ες
να έχεις κλάψει
να έχεις κλαμένο
να έχετε κλάψει
να έχετε κλαμένο
να έχεις κλαυτεί
να είσαι κλαμένος, -η
να έχετε κλαυτεί
να είστε κλαμένοι, -ες
να έχει κλάψει
να έχει κλαμένο
να έχουν κλάψει
να έχουν κλαμένο
να έχει κλαυτεί
να είναι κλαμένος, -η, -ο
να έχουν κλαυτεί
να είναι κλαμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκλαίγεκλαίτεκλαίγεστε
Aoristκλάψεκλάψτε, κλαύτεκλάψουκλαυτείτε
Part
izip
Presκλαίγοντας
Perfέχοντας κλάψει, έχοντας κλαμένοκλαμένος, -η, -οκλαμένοι, -ες, -α
InfinAoristκλάψεικλαυτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback