αντιλαμβάνομαι Verb (3) |
εκμεταλλεύομαι Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich sehe die Zusammenarbeit im Verteidigungsbereich nicht als Verwaltung des Mangels, sondern – ganz im Gegenteil – als einen Weg sicherzustellen, dass wir uns auf dem neuesten Stand halten und unsere Rolle in der Zukunft uneingeschränkt wahrnehmen können! | Θα σας εξηγήσω πως αντιλαμβάνομαι την κατάσταση: η συνεργασία στον τομέα της άμυνας δεν έγκειται στη διαχείριση της συρρίκνωσής της, αλλά μάλλον το αντίθετο, είναι ο τρόπος να διασφαλιστεί ότι θα παραμείνουμε στην αιχμή των εξελίξεων και ότι επιτελούμε στο ακέραιο το ρόλο μας Übersetzung bestätigt |
Ich fürchte, das ist nicht möglich, Herr Matsis. Es ist nach 20.00 Uhr, und der Kommissar kommt zu spät zu einer Verpflichtung, die er unbedingt wahrnehmen muss. | Κύριε Πρόεδρε, αντιλαμβάνομαι ότι εφαρμόζετε, και πολύ σωστά, τον Κανονισμό, αλλά του Επιτρόπου, του κ. Rehn, του έχουν δοθεί μόνον 12 λεπτά από τα 20 που ήταν κατανεμημένα στον ίδιο για να απαντήσει. Übersetzung bestätigt |
Das Gefühl ist sehr sinnvoll und nützlich, da Ekel beeinflusst, wie wir die Welt hinsichtlich möglicher Vergiftungsgefahren wahrnehmen. | Είναι απόλυτα λογικό, και είναι πολύ καλό συναίσθημα για μας, που η αηδία θα με κάνει να αλλάξω τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον φυσικό κόσμο όποτε η μόλυνση είναι πιθανή. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
wahrnehmen |
perzipieren |
ankommen (bei) |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | nehme wahr | ||
du | nimmst wahr | |||
er, sie, es | nimmt wahr | |||
Präteritum | ich | nahm wahr | ||
Konjunktiv II | ich | nähme wahr | ||
Imperativ | Singular | nimm wahr! | ||
Plural | nehmt wahr! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
wahrgenommen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:wahrnehmen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εκμεταλλεύομαι | εκμεταλλευόμαστε |
εκμεταλλεύεσαι | εκμεταλλεύεστε, εκμεταλλευόσαστε | ||
εκμεταλλεύεται | εκμεταλλεύονται | ||
Imper fekt | εκμεταλλευόμουν(α) | εκμεταλλευόμαστε | |
εκμεταλλευόσουν(α) | εκμεταλλευόσαστε | ||
εκμεταλλευόταν(ε) | εκμεταλλεύονταν | ||
Aorist | εκμεταλλεύτηκα, εκμεταλλεύθηκα | εκμεταλλευτήκαμε, εκμεταλλευθήκαμε | |
εκμεταλλεύτηκες, εκμεταλλεύθηκες | εκμεταλλευτήκατε, εκμεταλλευθήκατε | ||
εκμεταλλεύτηκε, εκμεταλλεύθηκε | εκμεταλλεύτηκαν, εκμεταλλευθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | έχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | |
έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | έχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | έχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
Plu per fekt | είχα εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | είχαμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | |
είχες εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | είχατε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
είχε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | είχαν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εκμεταλλεύομαι | θα εκμεταλλευόμαστε | |
θα εκμεταλλεύεσαι | θα εκμεταλλεύεστε, θα εκμεταλλευόσαστε | ||
θα εκμεταλλεύεται | θα εκμεταλλεύονται | ||
Fut ur | θα εκμεταλλευτώ, θα εκμεταλλευθώ | θα εκμεταλλευτούμε, θα εκμεταλλευθούμε | |
θα εκμεταλλευτείς, θα εκμεταλλευθείς | θα εκμεταλλευτείτε, θα εκμεταλλευθείτε | ||
θα εκμεταλλευτεί, θα εκμεταλλευθεί | θα εκμεταλλευτούν(ε), θα εκμεταλλευθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | θα έχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | |
θα έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | θα έχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
θα έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | θα έχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εκμεταλλεύομαι | να εκμεταλλευόμαστε |
να εκμεταλλεύεσαι | να εκμεταλλεύεστε, να εκμεταλλευόσαστε | ||
να εκμεταλλεύεται | να εκμεταλλεύονται | ||
Aorist | να εκμεταλλευτώ, να εκμεταλλευθώ | να εκμεταλλευτούμε, να εκμεταλλευθούμε | |
να εκμεταλλευτείς, να εκμεταλλευθείς | να εκμεταλλευτείτε, να εκμεταλλευθείτε | ||
να εκμεταλλευτεί, να εκμεταλλευθεί | να εκμεταλλευτούν(ε), να εκμεταλλευθούν(ε) | ||
Perf | να έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | να έχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | |
να έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | να έχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
να έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | να έχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
Imper ativ | Pres | εκμεταλλεύεστε | |
Aorist | εκμεταλλεύσου, εκμεταλλέψου | εκμεταλλευτείτε, εκμεταλλευθείτε | |
Part izip | Pres | ||
Perf | |||
Infin | Aorist | εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.