vormachen
 Verb

κοροϊδεύω Verb
(10)
ξεγελώ Verb
(0)
δείχνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich will mir nichts vormachen.Δεν κοροϊδεύω τον εαυτό μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir brauchen uns nichts vormachen.Δεν κοροϊδεύω τον εαυτό μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Oh, wem will ich was vormachen?Ποιον κοροϊδεύω;

Übersetzung nicht bestätigt

Wem will ich was vormachen?Ποιον κοροϊδεύω;

Übersetzung nicht bestätigt

Und ich weiß, dass ich dir nicht ewig etwas vormachen kann.Και ξέρω ότι δεν μπορώ να σε κοροϊδεύω για πάντα.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
vormachen
vorexerzieren
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κοροϊδεύωκοροϊδεύουμε, κοροϊδεύομε
κοροϊδεύειςκοροϊδεύετε
κοροϊδεύεικοροϊδεύουν(ε)
Imper
fekt
κορόιδευακοροιδεύαμε
κορόιδευεςκοροιδεύατε
κορόιδευεκορόιδευαν, κοροιδεύαν(ε)
Aoristκορόιδεψακοροιδέψαμε
κορόιδεψεςκοροιδέψατε
κορόιδεψεκορόιδεψαν, κοροιδέψαν(ε)
Per
fekt
έχω κοροιδέψειέχουμε κοροιδέψει
έχεις κοροιδέψειέχετε κοροιδέψει
έχει κοροιδέψειέχουν κοροιδέψει
Plu
per
fekt
είχα κοροιδέψειείχαμε κοροιδέψει
είχες κοροιδέψειείχατε κοροιδέψει
είχε κοροιδέψειείχαν κοροιδέψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κοροϊδεύωθα κοροϊδεύουμε, θα κοροϊδεύομε
θα κοροϊδεύειςθα κοροϊδεύετε
θα κοροϊδεύειθα κοροϊδεύουν(ε)
Fut
ur
θα κοροιδέψωθα κοροιδέψουμε, θα κοροιδέψομε
θα κοροιδέψειςθα κοροιδέψετε
θα κοροιδέψειθα κοροιδέψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κοροιδέψειθα έχουμε κοροιδέψει
θα έχεις κοροιδέψειθα έχετε κοροιδέψει
θα έχει κοροιδέψειθα έχουν κοροιδέψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κοροϊδεύωνα κοροϊδεύουμε, να κοροϊδεύομε
να κοροϊδεύειςνα κοροϊδεύετε
να κοροϊδεύεινα κοροϊδεύουν(ε)
Aoristνα κοροιδέψωνα κοροιδέψουμε, να κοροιδέψομε
να κοροιδέψειςνα κοροιδέψετε
να κοροιδέψεινα κοροιδέψουν(ε)
Perfνα έχω κοροιδέψεινα έχουμε κοροιδέψει
να έχεις κοροιδέψεινα έχετε κοροιδέψει
να έχει κοροιδέψεινα έχουν κοροιδέψει
Imper
ativ
Presκορόιδευεκοροϊδεύετε
Aoristκορόιδεψεκοροϊδέψτε, κοροϊδεύτε
Part
izip
Presκοροϊδεύοντας
Perfέχοντας κοροιδέψει
InfinAoristκοροιδέψει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δείχνωδείχνουμε, δείχνομεδείχνομαιδειχνόμαστε
δείχνειςδείχνετεδείχνεσαιδείχνεστε, δειχνόσαστε
δείχνειδείχνουν(ε)δείχνεταιδείχνονται
Imper
fekt
έδειχναδείχναμεδειχνόμουν(α)δειχνόμαστε, δειχνόμασταν
έδειχνεςδείχνατεδειχνόσουν(α)δειχνόσαστε, δειχνόσασταν
έδειχνεέδειχναν, δείχναν(ε)δειχνόταν(ε)δείχνονταν, δειχνόντανε, δειχνόντουσαν
Aoristέδειξαδείξαμεδείχτηκαδειχτήκαμε
έδειξεςδείξατεδείχτηκεςδειχτήκατε
έδειξεέδειξαν, δείξαν(ε)δείχτηκεδείχτηκαν, δειχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δείξει
έχω δειγμένο
έχουμε δείξει
έχουμε δειγμένο
έχω δειχτεί
είμαι δειγμένος, -η
έχουμε δειχτεί
είμαστε δειγμένοι, -ες
έχεις δείξει
έχεις δειγμένο
έχετε δείξει
έχετε δειγμένο
έχεις δειχτεί
είσαι δειγμένος, -η
έχετε δειχτεί
είστε δειγμένοι, -ες
έχει δείξει
έχει δειγμένο
έχουν δείξει
έχουν δειγμένο
έχει δειχτεί
είναι δειγμένος, -η, -ο
έχουν δειχτεί
είναι δειγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δείξει
είχα δειγμένο
είχαμε δείξει
είχαμε δειγμένο
είχα δειχτεί
ήμουν δειγμένος, -η
είχαμε δειχτεί
ήμαστε δειγμένοι, -ες
είχες δείξει
είχες δειγμένο
είχατε δείξει
είχατε δειγμένο
είχες δειχτεί
ήσουν δειγμένος, -η
είχατε δειχτεί
ήσαστε δειγμένοι, -ες
είχε δείξει
είχε δειγμένο
είχαν δείξει
είχαν δειγμένο
είχε δειχτεί
ήταν δειγμένος, -η, -ο
είχαν δειχτεί
ήταν δειγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δείχνωθα δείχνουμε, θα δείχνομεθα δείχνομαιθα δειχνόμαστε
θα δείχνειςθα δείχνετεθα δείχνεσαιθα δείχνεστε, θα δειχνόσαστε
θα δείχνειθα δείχνουν(ε)θα δείχνεταιθα δείχνονται
Fut
ur
θα δείξωθα δείξουμε, θα δείξομεθα δειχτώθα δειχτούμε
θα δείξειςθα δείξετεθα δειχτείςθα δειχτείτε
θα δείξειθα δείξουν(ε)θα δειχτείθα δειχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δείξει
θα έχω δειγμένο
θα έχουμε δείξει
θα έχουμε δειγμένο
θα έχω δειχτεί
θα είμαι δειγμένος, -η
θα έχουμε δειχτεί
θα είμαστε δειγμένοι, -ες
θα έχεις δείξει
θα έχεις δειγμένο
θα έχετε δείξει
θα έχετε δειγμένο
θα έχεις δειχτεί
θα είσαι δειγμένος, -η
θα έχετε δειχτεί
θα είστε δειγμένοι, -ες
θα έχει δείξει
θα έχει δειγμένο
θα έχουν δείξει
θα έχουν δειγμένο
θα έχει δειχτεί
θα είναι δειγμένος, -η, -ο
θα έχουν δειχτεί
θα είναι δειγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δείχνωνα δείχνουμε, να δείχνομενα δείχνομαινα δειχνόμαστε
να δείχνειςνα δείχνετενα δείχνεσαινα δείχνεστε, να δειχνόσαστε
να δείχνεινα δείχνουν(ε)να δείχνεταινα δείχνονται
Aoristνα δείξωνα δείξουμε, να δείξομενα δειχτώνα δειχτούμε
να δείξειςνα δείξετενα δειχτείςνα δειχτείτε
να δείξεινα δείξουν(ε)να δειχτείνα δειχτούν(ε)
Perfνα έχω δείξει
να έχω δειγμένο
να έχουμε δείξει
να έχουμε δειγμένο
να έχω δειχτεί
να είμαι δειγμένος, -η
να έχουμε δειχτεί
να είμαστε δειγμένοι, -ες
να έχεις δείξει
να έχεις δειγμένο
να έχετε δείξει
να έχετε δειγμένο
να έχεις δειχτεί
να είσαι δειγμένος, -η
να έχετε δειχτεί
να είστε δειγμένοι, -ες
να έχει δείξει
να έχει δειγμένο
να έχουν δείξει
να έχουν δειγμένο
να έχει δειχτεί
να είναι δειγμένος, -η, -ο
να έχουν δειχτεί
να είναι δειγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδείχνεδείχνετεδείχνεστε
Aoristδείξεδείξτε, δείχτεδείξουδειχτείτε
Part
izip
Presδείχνοντας
Perfέχοντας δείξει, έχοντας δειγμένοδειγμένος, -η, -οδειγμένοι, -ες, -α
InfinAoristδείξειδειχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback