vertilgen
 Verb

καταβροχθίζω Verb
(0)
εξολοθρεύω Verb
(0)
αφανίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich könnte ein ganzes Boot davon vertilgen.Θα μπορούσα να κατεβάσω ένα σωρό από δαύτες.

Übersetzung nicht bestätigt

Denn seht, ich sag euch, ist sie unbändig, bin ich toll und wild. Wo 2 wütge Feuer sich begegnen, vertilgen sie, was ihren Grimm genährt.Σου το λέω πατέρα, είμαι κι εγώ απείθαρχο και υπερήφανο μυαλό... και όπου συναντώνται δύο πυρκαγιές... αλληλοτροφοδοτούν την οργή τους.

Übersetzung nicht bestätigt

Gott sprach: "Ich will den Menschen, den ich schuf, vertilgen... den Menschen samt dem Getier, denn es dauert mich, dass ich sie schuf."Και ο Θεός είπε "θα εξαλείψω τον άνθρωπο που δημιούργησα..." "Καθώς και τα ζώα, γιατί μετάνοιωσα που τους δημιούργησα."

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will die lebenden Wesen, die ich schuf... vertilgen vom Angesicht der Erde.Κάθε ζωντανό πλάσμα που έχω φτιάξει... Θα εξαφανιστεί από το πρόσωπο της Γης.

Übersetzung nicht bestätigt

Und Popcorn! Und Kaugummi! Alles, was gute Amerikaner vertilgen.Θα έχουν ελικόπτερα και αεροπλάνα και τάκος.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξολοθρεύωεξολοθρεύουμε, εξολοθρεύομεεξολοθρεύομαιεξολοθρευόμαστε
εξολοθρεύειςεξολοθρεύετεεξολοθρεύεσαιεξολοθρεύεστε, εξολοθρευόσαστε
εξολοθρεύειεξολοθρεύουν(ε)εξολοθρεύεταιεξολοθρεύονται
Imper
fekt
εξολόθρευαεξολοθρεύαμεεξολοθρευόμουν(α)εξολοθρευόμαστε
εξολόθρευεςεξολοθρεύατεεξολοθρευόσουν(α)εξολοθρευόσαστε
εξολόθρευεεξολόθρευαν, εξολοθρεύαν(ε)εξολοθρευόταν(ε)εξολοθρεύονταν
Aoristεξολόθρευσα, εξολόθρεψαεξολοθρεύσαμε, εξολοθρέψαμεεξολοθρεύτηκα, εξολοθρεύθηκαεξολοθρευτήκαμε, εξολοθρευθήκαμε
εξολόθρευσες, εξολόθρεψεςεξολοθρεύσατε, εξολοθρέψατεεξολοθρεύτηκες, εξολοθρεύθηκεςεξολοθρευτήκατε, εξολοθρευθήκατε
εξολόθρευσε, εξολόθρεψεεξολόθρευσαν, εξολοθρεύσαν(ε)
εξολόθρεψαν, εξολοθρέψαν(ε)
εξολοθρεύτηκε, εξολοθρεύθηκεεξολοθρεύτηκαν, εξολοθρευτήκαν(ε)
εξολοθρεύθηκαν, εξολοθρευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εξολοθρεύσει
έχω εξολοθρέψει
έχω εξολοθρευμένο
έχουμε εξολοθρεύσει
έχουμε εξολοθρέψει
έχουμε εξολοθρευμένο
έχω εξολοθρευτεί
έχω εξολοθρευθεί
είμαι εξολοθρευμένος, -η
έχουμε εξολοθρευτεί
έχουμε εξολοθρευθεί
είμαστε εξολοθρευμένοι, -ες
έχεις εξολοθρεύσει
έχεις εξολοθρέψει
έχεις εξολοθρευμένο
έχετε εξολοθρεύσει
έχετε εξολοθρέψει
έχετε εξολοθρευμένο
έχεις εξολοθρευτεί
έχεις εξολοθρευθεί
είσαι εξολοθρευμένος, -η
έχετε εξολοθρευτεί
έχετε εξολοθρευθεί
είστε εξολοθρευμένοι, -ες
έχει εξολοθρεύσει
έχει εξολοθρέψει
έχει εξολοθρευμένο
έχουν εξολοθρεύσει
έχουν εξολοθρέψει
έχουν εξολοθρευμένο
έχει εξολοθρευτεί
έχει εξολοθρευθεί
είναι εξολοθρευμένος, -η, -ο
έχουν εξολοθρευτεί
έχουν εξολοθρευθεί
είναι εξολοθρευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εξολοθρεύσει
είχα εξολοθρέψει
είχα εξολοθρευμένο
είχαμε εξολοθρεύσει
είχαμε εξολοθρέψει
είχαμε εξολοθρευμένο
είχα εξολοθρευτεί
είχα εξολοθρευθεί
ήμουν εξολοθρευμένος, -η
είχαμε εξολοθρευτεί
είχαμε εξολοθρευθεί
ήμαστε εξολοθρευμένοι, -ες
είχες εξολοθρεύσει
είχες εξολοθρέψει
είχες εξολοθρευμένο
είχατε εξολοθρεύσει
είχατε εξολοθρέψει
είχατε εξολοθρευμένο
είχες εξολοθρευτεί
είχες εξολοθρευθεί
ήσουν εξολοθρευμένος, -η
είχατε εξολοθρευτεί
είχατε εξολοθρευθεί
ήσαστε εξολοθρευμένοι, -ες
είχε εξολοθρεύσει
είχε εξολοθρέψει
είχε εξολοθρευμένο
είχαν εξολοθρεύσει
είχαν εξολοθρέψει
είχαν εξολοθρευμένο
είχε εξολοθρευτεί
είχε εξολοθρευθεί
ήταν εξολοθρευμένος, -η, -ο
είχαν εξολοθρευτεί
είχαν εξολοθρευθεί
ήταν εξολοθρευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξολοθρεύωθα εξολοθρεύουμε, θα εξολοθρεύομεθα εξολοθρεύομαιθα εξολοθρευόμαστε
θα εξολοθρεύειςθα εξολοθρεύετεθα εξολοθρεύεσαιθα εξολοθρεύεστε, θα εξολοθρευόσαστε
θα εξολοθρεύειθα εξολοθρεύουν(ε)θα εξολοθρεύεταιθα εξολοθρεύονται
Fut
ur
θα εξολοθρεύσω, θα εξολοθρέψωθα εξολοθρεύσουμε, θα εξολοθρεύσομε
θα εξολοθρέψουμε, θα εξολοθρέψομε
θα εξολοθρευτώ, θα εξολοθρευθώθα εξολοθρευτούμε, θα εξολοθρευθούμε
θα εξολοθρεύσεις, θα εξολοθρέψειςθα εξολοθρεύσετε, θα εξολοθρέψετεθα εξολοθρευτείς, θα εξολοθρευθείςθα εξολοθρευτείτε, θα εξολοθρευθείτε
θα εξολοθρεύσει, θα εξολοθρέψειθα εξολοθρεύσουν(ε), θα εξολοθρέψουν(ε)θα εξολοθρευτεί, θα εξολοθρευθείθα εξολοθρευτούν(ε), θα εξολοθρευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξολοθρεύσει
θα έχω εξολοθρέψει
θα έχω εξολοθρευμένο
θα έχουμε εξολοθρεύσει
θα έχουμε εξολοθρέψει
θα έχουμε εξολοθρευμένο
θα έχω εξολοθρευτεί
θα έχω εξολοθρευθεί
θα είμαι εξολοθρευμένος, -η
θα έχουμε εξολοθρευτεί
θα έχουμε εξολοθρευθεί
θα είμαστε εξολοθρευμένοι, -ες
θα έχεις εξολοθρεύσει
θα έχεις εξολοθρέψει
θα έχεις εξολοθρευμένο
θα έχετε εξολοθρεύσει
θα έχετε εξολοθρέψει
θα έχετε εξολοθρευμένο
θα έχεις εξολοθρευτεί
θα έχεις εξολοθρευθεί
θα είσαι εξολοθρευμένος, -η
θα έχετε εξολοθρευτεί
θα έχετε εξολοθρευθεί
θα είστε εξολοθρευμένοι, -ες
θα έχει εξολοθρεύσει
θα έχει εξολοθρέψει
θα έχει εξολοθρευμένο
θα έχουν εξολοθρεύσει
θα έχουν εξολοθρέψει
θα έχουν εξολοθρευμένο
θα έχει εξολοθρευτεί
θα έχει εξολοθρευθεί
θα είναι εξολοθρευμένος, -η, -ο
θα έχουν εξολοθρευτεί
θα έχουν εξολοθρευθεί
θα είναι εξολοθρευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξολοθρεύωνα εξολοθρεύουμε, να εξολοθρεύομενα εξολοθρεύομαινα εξολοθρευόμαστε
να εξολοθρεύειςνα εξολοθρεύετενα εξολοθρεύεσαινα εξολοθρεύεστε, να εξολοθρευόσαστε
να εξολοθρεύεινα εξολοθρεύουν(ε)να εξολοθρεύεταινα εξολοθρεύονται
Aoristνα εξολοθρεύσω, να εξολοθρέψωνα εξολοθρεύσουμε, να εξολοθρεύσομε
να εξολοθρέψουμε, να εξολοθρέψομε
να εξολοθρευτώ, να εξολοθρευθώνα εξολοθρευτούμε, να εξολοθρευθούμε
να εξολοθρεύσεις, να εξολοθρέψειςνα εξολοθρεύσετε, να εξολοθρέψετενα εξολοθρευτείς, να εξολοθρευθείςνα εξολοθρευτείτε, να εξολοθρευθείτε
να εξολοθρεύσει, να εξολοθρέψεινα εξολοθρεύσουν(ε), να εξολοθρέψουν(ε)να εξολοθρευτεί, να εξολοθρευθείνα εξολοθρευτούν(ε), να εξολοθρευθούν(ε)
Perfνα έχω εξολοθρεύσει
να έχω εξολοθρέψει
να έχω εξολοθρευμένο
να έχουμε εξολοθρεύσει
να έχουμε εξολοθρέψει
να έχουμε εξολοθρευμένο
να έχω εξολοθρευτεί
να έχω εξολοθρευθεί
να είμαι εξολοθρευμένος, -η
να έχουμε εξολοθρευτεί
να έχουμε εξολοθρευθεί
να είμαστε εξολοθρευμένοι, -ες
να έχεις εξολοθρεύσει
να έχεις εξολοθρέψει
να έχεις εξολοθρευμένο
να έχετε εξολοθρεύσει
να έχετε εξολοθρέψει
να έχετε εξολοθρευμένο
να έχεις εξολοθρευτεί
να έχεις εξολοθρευθεί
να είσαι εξολοθρευμένος, -η
να έχετε εξολοθρευτεί
να έχετε εξολοθρευθεί
να είστε εξολοθρευμένοι, -ες
να έχει εξολοθρεύσει
να έχει εξολοθρέψει
να έχει εξολοθρευμένο
να έχουν εξολοθρεύσει
να έχουν εξολοθρέψει
να έχουν εξολοθρευμένο
να έχει εξολοθρευτεί
να έχει εξολοθρευθεί
να είναι εξολοθρευμένος, -η, -ο
να έχουν εξολοθρευτεί
να έχουν εξολοθρευθεί
να είναι εξολοθρευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξολόθρευεεξολοθρεύετεεξολοθρεύεστε
Aoristεξολόθρευσε, εξολόθρεψεεξολοθρεύστε, εξολοθρεύσετε
εξολοθρέψτε, εξολοθρέψετε
εξολοθρεύσουεξολοθρευτείτε, εξολοθρευθείτε
Part
izip
Presεξολοθρεύονταςεξολοθρευόμενος
Perfέχοντας εξολοθρεύσει, έχοντας εξολοθρέψει
έχοντας εξολοθρευμένο
εξολοθρευμένος, -η, -οεξολοθρευμένοι, -ες, -α
InfinAoristεξολοθρεύσει, εξολοθρέψειεξολοθρευτεί, εξολοθρευθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback