versagen
 Verb

αποτυχαίνω Verb
(1)
σπάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wie sich herausgestellt hat, kann ich ebenso episch versagen wie Erfolg haben.Τελικά, αποτυχαίνω τόσο επικά όσο πετυχαίνω.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποτυχαίνω, αποτυγχάνωαποτυχαίνουμε, αποτυγχάνουμε
αποτυχαίνεις, αποτυγχάνειςαποτυχαίνετε, αποτυγχάνετε
αποτυχαίνει, αποτυγχάνειαποτυχαίνουν(ε), αποτυγχάνουν(ε)
Imper
fekt
αποτύχαινα, αποτύγχανααποτυχαίναμε, αποτυγχάναμε
αποτύχαινες, αποτύγχανεςαποτυχαίνατε, αποτυγχάνατε
αποτύχαινε, αποτύγχανεαποτύχαιναν, αποτυχαίναν(ε), αποτυγχάναν
Aoristαπέτυχα, απότυχααποτύχαμε
απέτυχες, απότυχεςαποτύχατε
απέτυχε, απότυχεαπέτυχαν, αποτύχαν(ε)
Per
fekt
έχω αποτύχειέχουμε αποτύχει
έχεις αποτύχειέχετε αποτύχει
έχει αποτύχειέχουν αποτύχει
Plu
per
fekt
είχα αποτύχειείχαμε αποτύχει
είχες αποτύχειείχατε αποτύχει
είχε αποτύχειείχαν αποτύχει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποτυχαίνω, θα αποτυγχάνωθα αποτυχαίνουμε, θα αποτυγχάνουμε
θα αποτυχαίνεις, θα αποτυγχάνειςθα αποτυχαίνετε, θα αποτυγχάνετε
θα αποτυχαίνει, θα αποτυγχάνειθα αποτυχαίνουν(ε), θα αποτυγχάνουν(ε)
Fut
ur
θα αποτύχωθα αποτύχουμε
θα αποτύχειςθα αποτύχετε
θα αποτύχειθα αποτύχουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποτύχειθα έχουμε αποτύχει
θα έχεις αποτύχειθα έχετε αποτύχει
θα έχει αποτύχειθα έχουν αποτύχει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποτυχαίνω, να αποτυγχάνωνα αποτυχαίνουμε, να αποτυγχάνουμε
να αποτυχαίνεις, να αποτυγχάνειςνα αποτυχαίνετε, να αποτυγχάνετε
να αποτυχαίνει, να αποτυγχάνεινα αποτυχαίνουν(ε), να αποτυγχάνουν(ε)
Aoristνα αποτύχωνα αποτύχουμε
να αποτύχειςνα αποτύχετε
να αποτύχεινα αποτύχουν(ε)
Perfνα έχω αποτύχεινα έχουμε αποτύχει
να έχεις αποτύχεινα έχετε αποτύχει
να έχει αποτύχεινα έχουν αποτύχει
Imper
ativ
Presαποτύχαινε, αποτύγχανεαποτυχαίνετε, αποτυγχάνετε
Aoristαπέτυχεαποτύχετε
Part
izip
Presαποτυχαίνοντας/αποτυγχάνοντας
Perfέχοντας αποτύχει, αποτυχημένος
InfinAoristαποτύχει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σπάζωσπάζουμε, σπάζομεσπάζομαισπαζόμαστε
σπάζειςσπάζετεσπάζεσαισπάζεστε, σπαζόσαστε
σπάζεισπάζουν(ε)σπάζεταισπάζονται
Imper
fekt
έσπαζασπάζαμεσπαζόμουν(α)σπαζόμαστε, σπαζόμασταν
έσπαζεςσπάζατεσπαζόσουν(α)σπαζόσαστε, σπαζόσασταν
έσπαζεέσπαζαν, σπάζαν(ε)σπαζόταν(ε)σπάζονταν, σπαζόντανε, σπαζόντουσαν
Aoristέσπασασπάσαμεσπάστηκασπαστήκαμε
έσπασεςσπάσατεσπάστηκεςσπαστήκατε
έσπασεέσπασαν, σπάσαν(ε)σπάστηκεσπάστηκαν, σπαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σπάσει
έχω σπασμένο
έχουμε σπάσει
έχουμε σπασμένο
έχω σπαστεί
είμαι σπασμένος, -η
έχουμε σπαστεί
είμαστε σπασμένοι, -ες
έχεις σπάσει
έχεις σπασμένο
έχετε σπάσει
έχετε σπασμένο
έχεις σπαστεί
είσαι σπασμένος, -η
έχετε σπαστεί
είστε σπασμένοι, -ες
έχει σπάσει
έχει σπασμένο
έχουν σπάσει
έχουν σπασμένο
έχει σπαστεί
είναι σπασμένος, -η, -ο
έχουν σπαστεί
είναι σπασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σπάσει
είχα σπασμένο
είχαμε σπάσει
είχαμε αγορσμένο
είχα σπαστεί
ήμουν σπασμένος, -η
είχαμε σπαστεί
ήμαστε σπασμένοι, -ες
είχες σπάσει
είχες σπασμένο
είχατε σπάσει
είχατε σπασμένο
είχες σπαστεί
ήσουν σπασμένος, -η
είχατε σπαστεί
ήσαστε σπασμένοι, -ες
είχε σπάσει
είχε σπασμένο
είχαν σπάσει
είχαν σπασμένο
είχε σπαστεί
ήταν σπασμένος, -η, -ο
είχαν σπαστεί
ήταν σπασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σπάζωθα σπάζουμε, θα σπάζομεθα σπάζομαιθα σπαζόμαστε
θα σπάζειςθα σπάζετεθα σπάζεσαιθα σπάζεστε, θα σπαζόσαστε
θα σπάζειθα σπάζουν(ε)θα σπάζεταιθα σπάζονται
Fut
ur
θα σπάσωθα σπάσουμε, θα σπάζομεθα σπαστώθα σπαστούμε
θα σπάσειςθα σπάσετεθα σπαστείςθα σπαστείτε
θα σπάσειθα σπάσουν(ε)θα σπαστείθα σπαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σπάσει
θα έχω σπασμένο
θα έχουμε σπάσει
θα έχουμε σπασμένο
θα έχω σπαστεί
θα είμαι σπασμένος, -η
θα έχουμε σπαστεί
θα είμαστε σπασμένοι, -ες
θα έχεις σπάσει
θα έχεις σπασμένο
θα έχετε σπάσει
θα έχετε σπασμένο
θα έχεις σπαστεί
θα είσαι σπασμένος, -η
θα έχετε σπαστεί
θα είστε σπασμένοι, -ες
θα έχει σπάσει
θα έχει σπασμένο
θα έχουν σπάσει
θα έχουν σπασμένο
θα έχει σπαστεί
θα είναι σπασμένος, -η, -ο
θα έχουν σπαστεί
θα είναι σπασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σπάζωνα σπάζουμε, να σπάζομενα σπάζομαινα σπαζόμαστε
να σπάζειςνα σπάζετενα σπάζεσαινα σπάζεστε, να σπαζόσαστε
να σπάζεινα σπάζουν(ε)να σπάζεταινα σπάζονται
Aoristνα σπάσωνα σπάσουμε, να σπάσομενα σπαστώνα σπαστούμε
να σπάσειςνα σπάσετενα σπαστείςνα σπαστείτε
να σπάσεινα σπάσουν(ε)να σπαστείνα σπαστούν(ε)
Perfνα έχω σπάσει
να έχω σπασμένο
να έχουμε σπάσει
να έχουμε σπασμένο
να έχω σπαστεί
να είμαι σπασμένος, -η
να έχουμε σπαστεί
να είμαστε σπασμένοι, -ες
να έχεις σπάσει
να έχεις σπασμένο
να έχετε σπάσει
να έχετε σπασμένο
να έχεις σπαστεί
να είσαι σπασμένος, -η
να έχετε σπαστεί
να είστε σπασμένοι, -ες
να έχει σπάσει
να έχει σπασμένο
να έχουν σπάσει
να έχουν σπασμένο
να έχει σπαστεί
να είναι σπασμένος, -η, -ο
να έχουν σπαστεί
να είναι σπασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσπάζεσπάζετεσπάζεστε
Aoristσπάσεσπάστεσπάσουσπαστείτε
Part
izip
Presσπάζονταςσπαζόμενος
Perfέχοντας σπάσει, έχοντας σπασμένοσπασμένος, -η, -οσπασμένοι, -ες, -α
InfinAoristσπάσεισπαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback