verhören
 Verb

ανακρίνω Verb
(65)
εξετάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Darf ich den Offizier verhören, der sich weigerte, seinen Namen zu nennen?Mπορώ να ανακρίνω τον αξιωματικό που αρνήθηκε να δώσει το όνομα του;

Übersetzung nicht bestätigt

Dürfte ich wohl diese Zeugen verhören?Επιτρέπεις να ανακρίνω τους μάρτυρες;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde diese Hexe selbst verhören!Καμιά μάγισσα δεν με φοβίζει. Θα την ανακρίνω ο ίδιος.

Übersetzung nicht bestätigt

Julien, ich habe gesagt, dass ich jeden verhören möchte.Είπα ότι ήθελα να ανακρίνω όλους.

Übersetzung nicht bestätigt

Man muss sie verhören.Την ανακρίνω.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξετάζωεξετάζουμε, εξετάζομεεξετάζομαιεξεταζόμαστε
εξετάζειςεξετάζετεεξετάζεσαιεξετάζεστε, εξεταζόσαστε
εξετάζειεξετάζουν(ε)εξετάζεταιεξετάζονται
Imper
fekt
εξέταζαεξετάζαμεεξεταζόμουν(α)εξεταζόμαστε, εξεταζόμασταν
εξέταζεςεξετάζατεεξεταζόσουν(α)εξεταζόσαστε, εξεταζόσασταν
εξέταζεεξέταζαν, εξετάζαν(ε)εξεταζόταν(ε)εξετάζονταν, εξεταζόντανε, εξεταζόντουσαν
Aoristεξέτασαεξετάσαμεεξετάστηκαεξεταστήκαμε
εξέτασεςεξετάσατεεξετάστηκεςεξεταστήκατε
εξέτασεεξέτασαν, εξετάσαν(ε)εξετάστηκεεξετάστηκαν, εξεταστήκανε
Per
fekt
έχω εξετάσει
έχω εξετασμένο
έχουμε εξετάσει
έχουμε εξετασμένο
έχω εξεταστεί
είμαι εξετασμένος, -η
έχουμε εξεταστεί
είμαστε εξετασμένοι, -ες
έχεις εξετάσει
έχεις εξετασμένο
έχετε εξετάσει
έχετε εξετασμένο
έχεις εξεταστεί
είσαι εξετασμένος, -η
έχετε εξεταστεί
είστε εξετασμένοι, -ες
έχει εξετάσει
έχει εξετασμένο
έχουν εξετάσει
έχουν εξετασμένο
έχει εξεταστεί
είναι εξετασμένος, -η, -ο
έχουν εξεταστεί
είναι εξετασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εξετάσει
είχα εξετασμένο
είχαμε εξετάσει
είχαμε εξετασμένο
είχα εξεταστεί
ήμουν εξετασμένος, -η
είχαμε εξεταστεί
ήμαστε εξετασμένοι, -ες
είχες εξετάσει
είχες εξετασμένο
είχατε εξετάσει
είχατε εξετασμένο
είχες εξεταστεί
ήσουν εξετασμένος, -η
είχατε εξεταστεί
ήσαστε εξετασμένοι, -ες
είχε εξετάσει
είχε εξετασμένο
είχαν εξετάσει
είχαν εξετασμένο
είχε εξεταστεί
ήταν εξετασμένος, -η, -ο
είχαν εξεταστεί
ήταν εξετασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξετάζωθα εξετάζουμε, θα εξετάζομεθα εξετάζομαιθα εξεταζόμαστε
θα εξετάζειςθα εξετάζετεθα εξετάζεσαιθα εξετάζεστε, θα εξεταζόσαστε
θα εξετάζειθα εξετάζουν(ε)θα εξετάζεταιθα εξετάζονται
Fut
ur
θα εξετάσωθα εξετάσουμε, θα εξετάσομεθα εξεταστώθα εξεταστούμε
θα εξετάσειςθα εξετάσετεθα εξεταστείςθα εξεταστείτε
θα εξετάσειθα εξετάσουν(ε)θα εξεταστείθα εξεταστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξετάσει
θα έχω εξετασμένο
θα έχουμε εξετάσει
θα έχουμε εξετασμένο
θα έχω εξεταστεί
θα είμαι εξετασμένος, -η
θα έχουμε εξεταστεί
θα είμαστε εξετασμένοι, -ες
θα έχεις εξετάσει
θα έχεις εξετασμένο
θα έχετε εξετάσει
θα έχετε εξετασμένο
θα έχεις εξεταστεί
θα είσαι εξετασμένος, -η
θα έχετε εξεταστεί
θα είστε εξετασμένοι, -ες
θα έχει εξετάσει
θα έχει εξετασμένο
θα έχουν εξετάσει
θα έχουν εξετασμένο
θα έχει εξεταστεί
θα είναι εξετασμένος, -η, -ο
θα έχουν εξεταστεί
θα είναι εξετασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξετάζωνα εξετάζουμε, να εξετάζομενα εξετάζομαινα εξεταζόμαστε
να εξετάζειςνα εξετάζετενα εξετάζεσαινα εξετάζεστε, να εξεταζόσαστε
να εξετάζεινα εξετάζουν(ε)να εξετάζεταινα εξετάζονται
Aoristνα εξετάσωνα εξετάσουμε, να εξετάσομενα εξεταστώνα εξεταστούμε
να εξετάσειςνα εξετάσετενα εξεταστείςνα εξεταστείτε
να εξετάσεινα εξετάσουννα εξεταστείνα εξεταστούν(ε)
Perfνα έχω εξετάσει
να έχω εξετασμένο
να έχουμε εξετάσει
να έχουμε εξετασμένο
να έχω εξεταστεί
να είμαι εξετασμένος, -η
να έχουμε εξεταστεί
να είμαστε εξετασμένοι, -ες
να έχεις εξετάσει
να έχεις εξετασμένο
να έχετε εξετάσει
να έχετε εξετασμένο
να έχεις εξεταστεί
να είσαι εξετασμένος, -η
να έχετε εξεταστεί
να είστε εξετασμένοι, -ες
να έχει εξετάσει
να έχει εξετασμένο
να έχουν εξετάσει
να έχουν εξετασμένο
να έχει εξεταστεί
να είναι εξετασμένος, -η, -ο
να έχουν εξεταστεί
να είναι εξετασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξέταζεεξετάζετεεξετάζεστε
Aoristεξέτασεεξετάστεεξετάσουεξεταστείτε
Part
izip
Presεξετάζονταςεξεταζόμενος
Perfέχοντας εξετάσει, έχοντας εξετασμένοεξετασμένος, -η, -οεξετασμένοι, -ες, -α
InfinAoristεξετάσειεξεταστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback