verbummeln
 (ugs.)  Verb

σπαταλώ Verb
(0)
χάνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich bin fast immer alleine. Die Mutter arbeitet in Annecy und ich nehme an, dass die Mädchen die meiste Zeit irgendwo verbummeln.Η μητέρα εργάζεται στη Nancy, και τα κορίτσια είναι πάντα έξω τρέχοντας κάπου γυρω.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σπαταλάω, σπαταλώσπαταλάμε, σπαταλούμεσπαταλιέμαισπαταλιόμαστε
σπαταλάςσπαταλάτεσπαταλιέσαισπαταλιέστε, σπαταλιόσαστε
σπαταλάει, σπαταλάσπαταλάν(ε), σπαταλούν(ε)σπαταλιέταισπαταλιούνται, σπαταλιόνται
Imper
fekt
σπαταλούσα, σπατάλαγασπαταλούσαμε, σπαταλάγαμεσπαταλιόμουν(α)σπαταλιόμαστε, σπαταλιόμασταν
σπαταλούσες, σπατάλαγεςσπαταλούσατε, σπαταλάγατεσπαταλιόσουν(α)σπαταλιόσαστε, σπαταλιόσασταν
σπαταλούσε, σπατάλαγεσπαταλούσαν(ε), σπατάλαγαν, σπαταλάγανεσπαταλιόταν(ε)σπαταλιόνταν(ε), σπαταλιούνταν, σπαταλιόντουσαν
Aoristσπατάλησασπαταλήσαμεσπαταλήθηκασπαταληθήκαμε
σπατάλησεςσπαταλήσατεσπαταλήθηκεςσπαταληθήκατε
σπατάλησεσπατάλησαν, σπαταλήσαν(ε)σπαταλήθηκεσπαταλήθηκαν, σπαταληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω σπαταλήσει
έχω σπαταλημένο
έχουμε σπαταλήσει
έχουμε σπαταλημένο
έχω σπαταληθεί
είμαι σπαταλημένος, -η
έχουμε σπαταληθεί
είμαστε σπαταλημένοι, -ες
έχεις σπαταλήσει
έχεις σπαταλημένο
έχετε σπαταλήσει
έχετε σπαταλημένο
έχεις σπαταληθεί
είσαι σπαταλημένος, -η
έχετε σπαταληθεί
είστε σπαταλημένοι, -ες
έχει σπαταλήσει
έχει σπαταλημένο
έχουν σπαταλήσει
έχουν σπαταλημένο
έχει σπαταληθεί
είναι σπαταλημένος, -η, -ο
έχουν σπαταληθεί
είναι σπαταλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα σπαταλήσει
είχα σπαταλημένο
είχαμε σπαταλήσει
είχαμε σπαταλημένο
είχα σπαταληθεί
ήμουν σπαταλημένος, -η
είχαμε σπαταληθεί
ήμαστε σπαταλημένοι, -ες
είχες σπαταλήσει
είχες σπαταλημένο
είχατε σπαταλήσει
είχατε σπαταλημένο
είχες σπαταληθεί
ήσουν σπαταλημένος, -η
είχατε σπαταληθεί
ήσαστε σπαταλημένοι, -ες
είχε σπαταλήσει
είχε σπαταλημένο
είχαν σπαταλήσει
είχαν σπαταλημένο
είχε σπαταληθεί
ήταν σπαταλημένος, -η, -ο
είχαν σπαταληθεί
ήταν σπαταλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σπαταλάω, θα σπαταλώθα σπαταλάμε, θα σπαταλούμεθα σπαταλιέμαιθα σπαταλιόμαστε
θα σπαταλάςθα σπαταλάτεθα σπαταλιέσαιθα σπαταλιέστε, θα σπαταλιόσαστε
θα σπαταλάει, θα σπαταλάθα σπαταλάν(ε), θα σπαταλούν(ε)θα σπαταλιέταιθα σπαταλιούνται, θα σπαταλιόνται
Fut
ur
θα σπαταλήσωθα σπαταλήσουμε, θα σπαταλήσομεθα σπαταληθώθα σπαταληθούμε
θα σπαταλήσειςθα σπαταλήσετεθα σπαταληθείςθα σπαταληθείτε
θα σπαταλήσειθα σπαταλήσουν(ε)θα σπαταληθείθα σπαταληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σπαταλήσει
θα έχω σπαταλημένο
θα έχουμε σπαταλήσει
θα έχουμε σπαταλημένο
θα έχω σπαταληθεί
θα είμαι σπαταλημένος, -η
θα έχουμε σπαταληθεί
θα είμαστε σπαταλημένοι, -ες
θα έχεις σπαταλήσει
θα έχεις σπαταλημένο
θα έχετε σπαταλήσει
θα έχετε σπαταλημένο
θα έχεις σπαταληθεί
θα είσαι σπαταλημένος, -η
θα έχετε σπαταληθεί
θα είστε σπαταλημένοι, -ες
θα έχει σπαταλήσει
θα έχει σπαταλημένο
θα έχουν σπαταλήσει
θα έχουν σπαταλημένο
θα έχει σπαταληθεί
θα είναι σπαταλημένος, -η, -ο
θα έχουν σπαταληθεί
θα είναι σπαταλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σπαταλάω, να σπαταλώνα σπαταλάμε, να σπαταλούμενα σπαταλιέμαινα σπαταλιόμαστε
να σπαταλάςνα σπαταλάτενα σπαταλιέσαινα σπαταλιέστε, να σπαταλιόσαστε
να σπαταλάει, να σπαταλάνα σπαταλάν(ε), να σπαταλούν(ε)να σπαταλιέταινα σπαταλιούνται, να σπαταλιόνται
Aoristνα σπαταλήσωνα σπαταλήσουμε, να σπαταλήσομενα σπαταληθώνα σπαταληθούμε
να σπαταλήσειςνα σπαταλήσετενα σπαταληθείςνα σπαταληθείτε
να σπαταλήσεινα σπαταλήσουν(ε)να σπαταληθείνα σπαταληθούν(ε)
Perfνα έχω σπαταλήσει
να έχω σπαταλημένο
να έχουμε σπαταλήσει
να έχουμε σπαταλημένο
να έχω σπαταληθεί
να είμαι σπαταλημένος, -η
να έχουμε σπαταληθεί
να είμαστε σπαταλημένοι, -ες
να έχεις σπαταλήσει
να έχεις σπαταλημένο
να έχετε σπαταλήσει
να έχετε σπαταλημένο
να έχεις σπαταληθεί
να είσαι σπαταλημένος, -η
να έχετε σπαταληθεί
να είστε σπαταλημένοι, -η
να έχει σπαταλήσει
να έχει σπαταλημένο
να έχουν σπαταλήσει
να έχουν σπαταλημένο
να έχει σπαταληθεί
να είναι σπαταλημένος, -η, -ο
να έχουν σπαταληθεί
να είναι σπαταλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσπατάλα, σπατάλαγεσπαταλάτεσπαταλιέστε
Aoristσπατάλησε, σπατάλασπαταλήστεσπαταλήσουσπαταληθείτε
Part
izip
Presσπαταλώντας
Perfέχοντας σπαταλήσει, έχοντας σπαταλημένοσπαταλημένος, -η, -οσπαταλημένοι, -ες, -α
InfinAoristσπαταλήσεισπαταληθεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χάνωχάνουμε, χάνομεχάνομαιχανόμαστε
χάνειςχάνετεχάνεσαιχάνεστε, χανόσαστε
χάνειχάνουν(ε)χάνεταιχάνονται
Imper
fekt
έχαναχάναμεχανόμουν(α)χανόμαστε, χανόμασταν
έχανεςχάνατεχανόσουν(α)χανόσαστε, χανόσασταν
έχανεέχαναν, χάναν(ε)χανόταν(ε)χάνονταν, χανόντανε, χανόντουσαν
Aoristέχασαχάσαμεχάθηκαχαθήκαμε
έχασεςχάσατεχάθηκεςχαθήκατε
έχασεέχασαν, χάσαν(ε)χάθηκεχάθηκαν, χαθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χάσει
έχω χαμένο
έχουμε χάσει
έχουμε χαμένο
έχω χαθεί
είμαι χαμένος, -η
έχουμε χαθεί
είμαστε χαμένοι, -ες
έχεις χάσει
έχεις χαμένο
έχετε χάσει
έχετε χαμένο
έχεις χαθεί
είσαι χαμένος, -η
έχετε χαθεί
είστε χαμένοι, -ες
έχει χάσει
έχει χαμένο
έχουν χάσει
έχουν χαμένο
έχει χαθεί
είναι χαμένος, -η, -ο
έχουν χαθεί
είναι χαμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χάσει
είχα χαμένο
είχαμε χάσει
είχαμε χαμένο
είχα χαθεί
ήμουν χαμένος, -η
είχαμε χαθεί
ήμαστε χαμένοι, -ες
είχες χάσει
είχες χαμένο
είχατε χάσει
είχατε χαμένο
είχες χαθεί
ήσουν χαμένος, -η
είχατε χαθεί
ήσαστε χαμένοι, -ες
είχε χάσει
είχε χαμένο
είχαν χάσει
είχαν χαμένο
είχε χαθεί
ήταν χαμένος, -η, -ο
είχαν χαθεί
ήταν χαμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χάνωθα χάνουμεθα χάνομαιθα χανόμαστε
θα χάνειςθα χάνετεθα χάνεσαιθα χάνεστε, θα χανόσαστε
θα χάνειθα χάνουνθα χάνεταιθα χάνονται
Fut
ur
θα χάσωθα χάσουμεθα χαθώθα χαθούμε
θα χάσειςθα χάσετεθα χαθείςθα χαθείτε
θα χάσειθα χάσουνθα χαθείθα χαθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χάσει
θα έχω χαμένο
θα έχουμε χάσει
θα έχουμε χαμένο
θα έχω χαθεί
θα είμαι χαμένος, -η
θα έχουμε χαθεί
θα είμαστε χαμένοι, -ες
θα έχεις χάσει
θα έχεις χαμένο
θα έχετε χάσει
θα έχετε χαμένο
θα έχεις χαθεί
θα είσαι χαμένος, -η
θα έχετε χαθεί
θα είστε χαμένοι, -ες
θα έχει χάσει
θα έχει χαμένο
θα έχουν χάσει
θα έχουν χαμένο
θα έχει χαθεί
θα είναι χαμένος, -η, -ο
θα έχουν χαθεί
θα είναι χαμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χάνωνα χάνουμενα χάνομαινα χανόμαστε
να χάνειςνα χάνετενα χάνεσαινα χάνεστε, να χανόσαστε
να χάνεινα χάνουννα χάνεταινα χάνονται
Aoristνα χάσωνα χάσουμενα χαθώνα χαθούμε
να χάσειςνα χάσετενα χαθείςνα χαθείτε
να χάσεινα χάσουννα χαθείνα χαθούν(ε)
Perfνα έχω χάσει
να έχω χαμένο
να έχουμε χάσει
να έχουμε χαμένο
να έχω χαθεί
να είμαι χαμένος, -η
να έχουμε χαθεί
να είμαστε χαμένοι, -ες
να έχεις χάσει
να έχεις χαμένο
να έχετε χάσει
να έχετε χαμένο
να έχεις χαθεί
να είσαι χαμένος, -η
να έχετε χαθεί
να είστε χαμένοι, -ες
να έχει χάσει
να έχει χαμένο
να έχουν χάσει
να έχουν χαμένο
να έχει χαθεί
να είναι χαμένος, -η, -ο
να έχουν χαθεί
να είναι χαμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχάνεχάνετεχάνεστε
Aoristχάσεχάσετε, χάστεχάσουχαθείτε
Part
izip
Presχάνοντας
Perfέχοντας χάσει, έχοντας χαμένοχαμένος, -η, -οχαμένοι, -ες, -α
InfinAoristχάσειχαθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback