αφανέρωτος -η -ο Adj. (0) |
δανείζω Verb (0) |
απόκρυφος Adj. (0) |
ανεκδήλωτος -η -ο Adj. (0) |
ανεκμυστήρευτος -η -ο Adj. (0) |
άδηλος -η -ο Adj. (0) |
απόκρυφος -η -ο Adj. (0) |
ενδόμυχος -η -ο Adj. (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wollen Sie damit sagen, die 500.000 Francs sind nur unter ein wenig Seide und Spitze verborgen? | Θέλετε να μου πείτε ότι 500.000 βρίσκονται σ' αυτό το κομμάτι μεταξιού και δαντέλας; Übersetzung nicht bestätigt |
Dieser Ort, verborgen vor dem Rest der Welt, mit seinen grossartigen Ideen. | Αυτο το μερος, κρυμμενο απ' τον υπολοιπο κοσμο... Με τις λαμπρες του ιδεες. Übersetzung nicht bestätigt |
Wir dachten, wenn wir das Geheimnis... dieser Millionen von kleinen Motoren lüften, die im Grün verborgen sind, dann könnten wir große bauen und all die Energie, die wir jemals brauchen, direkt von den Strahlen der Sonne holen. | Σκεφτήκαμε ότι αν ανακαλύπταμε το μυστικό που κρύβεται... πίσω από εκατομμύρια μικροσκοπικούς μηχανισμούς... σε κάθε τι πράσινο, θα βγάζαμε λεφτά και θα αποκτούσαμε όλη την ισχύ... που θα χρειαζόμασταν ποτέ από τις ακτίνες του ηλίου. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich träume immer denselben Traum und ich weiß es nie. Es bleibt im Nebel verborgen. | Δεν ξέρω. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich träume immer denselben Traum und ich weiß es nie. Es bleibt im Nebel verborgen. | Λες να μου περάσουν οι εφιάλτες αν βρω αυτό που ψάχνω; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
latent |
versteckt |
unbewusst |
unterschwellig |
verborgen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δανείζω | δανείζουμε, δανείζομε | δανείζομαι | δανειζόμαστε |
δανείζεις | δανείζετε | δανείζεσαι | δανείζεστε, δανειζόσαστε | ||
δανείζει | δανείζουν(ε) | δανείζεται | δανείζονται | ||
Imper fekt | δάνειζα | δανείζαμε | δανειζόμουν(α) | δανειζόμαστε, δανειζόμασταν | |
δάνειζες | δανείζατε | δανειζόσουν(α) | δανειζόσαστε, δανειζόσασταν | ||
δάνειζε | δάνειζαν, δανείζαν(ε) | δανειζόταν(ε) | δανείζονταν, δανειζόντανε, δανειζόντουσαν | ||
Aorist | δάνεισα | δανείσαμε | δανείστηκα | δανειστήκαμε | |
δάνεισες | δανείσατε | δανείστηκες | δανειστήκατε | ||
δάνεισε | δάνεισαν, δανείσαν(ε) | δανείστηκε | δανείστηκαν, δανειστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω δανείσει έχω δανεισμένο | έχουμε δανείσει έχουμε δανεισμένο | έχω δανειστεί είμαι δανεισμένος, -η | έχουμε δανειστεί είμαστε δανεισμένοι, -ες | |
έχεις δανείσει έχεις δανεισμένο | έχετε δανείσει έχετε δανεισμένο | έχεις δανειστεί είσαι δανεισμένος, -η | έχετε δανειστεί είστε δανεισμένοι, -ες | ||
έχει δανείσει έχει δανεισμένο | έχουν δανείσει έχουν δανεισμένο | έχει δανειστεί είναι δανεισμένος, -η, -ο | έχουν δανειστεί είναι δανεισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα δανείσει είχα δανεισμένο | είχαμε δανείσει είχαμε δανεισμένο | είχα δανειστεί ήμουν δανεισμένος, -η | είχαμε δανειστεί ήμαστε δανεισμένοι, -ες | |
είχες δανείσει είχες δανεισμένο | είχατε δανείσει είχατε δανεισμένο | είχες δανειστεί ήσουν δανεισμένος, -η | είχατε δανειστεί ήσαστε δανεισμένοι, -ες | ||
είχε δανείσει είχε δανεισμένο | είχαν δανείσει είχαν δανεισμένο | είχε δανειστεί ήταν δανεισμένος, -η, -ο | είχαν δανειστεί ήταν δανεισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα δανείζω | θα δανείζουμε, | θα δανείζομαι | θα δανειζόμαστε | |
θα δανείζεις | θα δανείζετε | θα δανείζεσαι | θα δανείζεστε, | ||
θα δανείζει | θα δανείζουν(ε) | θα δανείζεται | θα δανείζονται | ||
Fut ur | θα δανείσω | θα δανείσουμε, | θα δανειστώ | θα δανειστούμε | |
θα δανείσεις | θα δανείσετε | θα δανειστείς | θα δανειστείτε | ||
θα δανείσει | θα δανείσουν(ε) | θα δανειστεί | θα δανειστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δανείζω | να δανείζουμε, | να δανείζομαι | να δανειζόμαστε |
να δανείζεις | να δανείζετε | να δανείζεσαι | να δανείζεστε, | ||
να δανείζει | να δανείζουν(ε) | να δανείζεται | να δανείζονται | ||
Aorist | να δανείσω | να δανείσουμε, | να δανειστώ | να δανειστούμε | |
να δανείσεις | να δανείσετε | να δανειστείς | να δανειστείτε | ||
να δανείσει | να δανείσουν(ε) | να δανειστεί | να δανειστούν(ε) | ||
Perf | να έχω δανείσει | να έχουμε δανείσει | να έχω δανειστεί | να έχουμε δανειστεί | |
να έχεις δανείσει | να έχετε δανείσει | να έχεις δανειστεί | να έχετε δανειστεί | ||
να έχει δανείσει | να έχουν δανείσει | να έχει δανειστεί | να έχουν δανειστεί | ||
Imper ativ | Pres | δάνειζε | δανείζετε | δανείζεστε | |
Aorist | δάνεισε | δανείστε | δανείσου | δανειστείτε | |
Part izip | Pres | δανείζοντας | δανειζόμενος | ||
Perf | έχοντας δανείσει, έχοντας δανεισμένο | δανεισμένος, -η, -ο | δανεισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δανείσει | δανειστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.