verachten
 Verb

περιφρονώ Verb
(5)
απαξιώ Verb
(0)
καταφρονώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich würde dich niemals verachten.Ποτέ δε σε περιφρονώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Fortan muss ich dich verachten.Πρέπει να σε περιφρονώ τώρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Würde ich Sie verachten, würde ich mich selbst verachten.Αν σας περιφρονούσα θα ήταν σαν να περιφρονώ τον εαυτό μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Und ich werde sie für diese Tat auf ewig verachten.Πάντα θα το περιφρονώ για την πράξη του.

Übersetzung nicht bestätigt

Nicht doch! Um mir wochenlang anzuhören, ich würde den Erfolg unseres Goldesels verachten!Θα λες ότι περιφρονώ την επιτυχία αυτού που μας τρέφει.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περιφρονώπεριφρονούμεπεριφρονούμαιπεριφρονούμαστε
περιφρονείςπεριφρονείτεπεριφρονείσαιπεριφρονείστε
περιφρονείπεριφρονούν(ε)περιφρονείταιπεριφρονούνται
Imper
fekt
περιφρονούσαπεριφρονούσαμεπεριφρονούμουνπεριφρονούμαστε
περιφρονούσεςπεριφρονούσατε
περιφρονούσεπεριφρονούσαν(ε)περιφρονούνταν, περιφρονείτοπεριφρονούνταν, περιφρονούντο
Aoristπεριφρόνησαπεριφρονήσαμεπεριφρονήθηκαπεριφρονηθήκαμε
περιφρόνησεςπεριφρονήσατεπεριφρονήθηκεςπεριφρονηθήκατε
περιφρόνησεπεριφρόνησαν, περιφρονήσαν(ε)περιφρονήθηκεπεριφρονήθηκαν, περιφρονηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω περιφρονήσει
έχω περιφρονημένο
έχουμε περιφρονήσει
έχουμε περιφρονημένο
έχω περιφρονηθεί
είμαι περιφρονημένος, -η
έχουμε περιφρονηθεί
είμαστε περιφρονημένοι, -ες
έχεις περιφρονήσει
έχεις περιφρονημένο
έχετε περιφρονήσει
έχετε περιφρονημένο
έχεις περιφρονηθεί
είσαι περιφρονημένος, -η
έχετε περιφρονηθεί
είστε περιφρονημένοι, -ες
έχει περιφρονήσει
έχει περιφρονημένο
έχουν περιφρονήσει
έχουν περιφρονημένο
έχει περιφρονηθεί
είναι περιφρονημένος, -η, -ο
έχουν περιφρονηθεί
είναι περιφρονημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα περιφρονήσει
είχα περιφρονημένο
είχαμε περιφρονήσει
είχαμε περιφρονημένο
είχα περιφρονηθεί
ήμουν περιφρονημένος, -η
είχαμε περιφρονηθεί
ήμαστε περιφρονημένοι, -ες
είχες περιφρονήσει
είχες περιφρονημένο
είχατε περιφρονήσει
είχατε περιφρονημένο
είχες περιφρονηθεί
ήσουν περιφρονημένος, -η
είχατε περιφρονηθεί
ήσαστε περιφρονημένοι, -ες
είχε περιφρονήσει
είχε περιφρονημένο
είχαν περιφρονήσει
είχαν περιφρονημένο
είχε περιφρονηθεί
ήταν περιφρονημένος, -η, -ο
είχαν περιφρονηθεί
ήταν περιφρονημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περιφρονώθα περιφρονούμεθα περιφρονούμαιθα περιφρονούμαστε
θα περιφρονείςθα περιφρονείτεθα περιφρονείσαιθα περιφρονείστε
θα περιφρονείθα περιφρονούν(ε)θα περιφρονείταιθα περιφρονούνται
Fut
ur
θα περιφρονήσωθα περιφρονήσουμεθα περιφρονηθώθα περιφρονηθούμε
θα περιφρονήσειςθα περιφρονήσετεθα περιφρονηθείςθα περιφρονηθείτε
θα περιφρονήσειθα περιφρονήσουν(ε)θα περιφρονηθείθα περιφρονηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περιφρονήσει
θα έχω περιφρονημένο
θα έχουμε περιφρονήσει
θα έχουμε περιφρονημένο
θα έχω περιφρονηθεί
θα είμαι περιφρονημένος, -η
θα έχουμε περιφρονηθεί
θα είμαστε περιφρονημένοι, -ες
θα έχεις περιφρονήσει
θα έχεις περιφρονημένο
θα έχετε περιφρονήσει
θα έχετε περιφρονημένο
θα έχεις περιφρονηθεί
θα είσαι περιφρονημένος, -η
θα έχετε περιφρονηθεί
θα είστε περιφρονημένοι, -η
θα έχει περιφρονήσει
θα έχει περιφρονημένο
θα έχουν περιφρονήσει
θα έχουν περιφρονημένο
θα έχει περιφρονηθεί
θα είναι περιφρονημένος, -η, -ο
θα έχουν περιφρονηθεί
θα είναι περιφρονημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περιφρονώνα περιφρονούμενα περιφρονούμαινα περιφρονούμαστε
να περιφρονείςνα περιφρονείτενα περιφρονείσαινα περιφρονείστε
να περιφρονείνα περιφρονούν(ε)να περιφρονείταινα περιφρονούνται
Aoristνα περιφρονήσωνα περιφρονήσουμε, να περιφρονήσομενα περιφρονηθώνα περιφρονηθούμε
να περιφρονήσειςνα περιφρονήσετενα περιφρονηθείςνα περιφρονηθείτε
να περιφρονήσεινα περιφρονήσουν(ε)να περιφρονηθείνα περιφρονηθούν(ε)
Perfνα έχω περιφρονήσει
να έχω περιφρονημένο
να έχουμε περιφρονήσει
να έχουμε περιφρονημένο
να έχω περιφρονηθεί
να είμαι περιφρονημένος, -η
να έχουμε περιφρονηθεί
να είμαστε περιφρονημένοι, -ες
να έχεις περιφρονήσει
να έχεις περιφρονημένο
να έχετε περιφρονήσει
να έχετε περιφρονημένο
να έχεις περιφρονηθεί
να είσαι περιφρονημένος, -η
να έχετε περιφρονηθεί
να είστε περιφρονημένοι, -ες
να έχει περιφρονήσει
να έχει περιφρονημένο
να έχουν περιφρονήσει
να έχουν περιφρονημένο
να έχει περιφρονηθεί
να είναι περιφρονημένος, -η, -ο
να έχουν περιφρονηθεί
να είναι περιφρονημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπεριφρονείτεπεριφρονείστε
Aoristπεριφρόνησεπεριφρονήστε, περιφρονήσετεπεριφρονήσουπεριφρονηθείτε
Part
izip
Presπεριφρονώντας
Perfέχοντας περιφρονήσει, έχοντας περιφρονημένοπεριφρονημένος, -η, -οπεριφρονημένοι, -ες, -α
InfinAoristπεριφρονήσειπεριφρονηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταφρονώκαταφρονούμεκαταφρονούμαικαταφρονούμαστε
καταφρονείςκαταφρονείτεκαταφρονείσαικαταφρονείστε
καταφρονείκαταφρονούν(ε)καταφρονείταικαταφρονούνται
Imper
fekt
καταφρονούσακαταφρονούσαμεκαταφρονούμουνκαταφρονούμαστε
καταφρονούσεςκαταφρονούσατε
καταφρονούσεκαταφρονούσαν(ε)καταφρονούνταν, καταφρονείτοκαταφρονούνταν, καταφρονούντο
Aoristκαταφρόνησακαταφρονήσαμεκαταφρονήθηκακαταφρονηθήκαμε
καταφρόνησεςκαταφρονήσατεκαταφρονήθηκεςκαταφρονηθήκατε
καταφρόνησεκαταφρόνησαν, καταφρονήσαν(ε)καταφρονήθηκεκαταφρονήθηκαν, καταφρονηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω καταφρονήσει
έχω καταφρονημένο
έχουμε καταφρονήσει
έχουμε καταφρονημένο
έχω καταφρονηθεί
είμαι καταφρονημένος, -η
έχουμε καταφρονηθεί
είμαστε καταφρονημένοι, -ες
έχεις καταφρονήσει
έχεις καταφρονημένο
έχετε καταφρονήσει
έχετε καταφρονημένο
έχεις καταφρονηθεί
είσαι καταφρονημένος, -η
έχετε καταφρονηθεί
είστε καταφρονημένοι, -ες
έχει καταφρονήσει
έχει καταφρονημένο
έχουν καταφρονήσει
έχουν καταφρονημένο
έχει καταφρονηθεί
είναι καταφρονημένος, -η, -ο
έχουν καταφρονηθεί
είναι καταφρονημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα καταφρονήσει
είχα καταφρονημένο
είχαμε καταφρονήσει
είχαμε καταφρονημένο
είχα καταφρονηθεί
ήμουν καταφρονημένος, -η
είχαμε καταφρονηθεί
ήμαστε καταφρονημένοι, -ες
είχες καταφρονήσει
είχες καταφρονημένο
είχατε καταφρονήσει
είχατε καταφρονημένο
είχες καταφρονηθεί
ήσουν καταφρονημένος, -η
είχατε καταφρονηθεί
ήσαστε καταφρονημένοι, -ες
είχε καταφρονήσει
είχε καταφρονημένο
είχαν καταφρονήσει
είχαν καταφρονημένο
είχε καταφρονηθεί
ήταν καταφρονημένος, -η, -ο
είχαν καταφρονηθεί
ήταν καταφρονημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταφρονώθα καταφρονούμεθα καταφρονούμαιθα καταφρονούμαστε
θα καταφρονείςθα καταφρονείτεθα καταφρονείσαιθα καταφρονείστε
θα καταφρονείθα καταφρονούν(ε)θα καταφρονείταιθα καταφρονούνται
Fut
ur
θα καταφρονήσωθα καταφρονήσουμεθα καταφρονηθώθα καταφρονηθούμε
θα καταφρονήσειςθα καταφρονήσετεθα καταφρονηθείςθα καταφρονηθείτε
θα καταφρονήσειθα καταφρονήσουν(ε)θα καταφρονηθείθα καταφρονηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταφρονήσει
θα έχω καταφρονημένο
θα έχουμε καταφρονήσει
θα έχουμε καταφρονημένο
θα έχω καταφρονηθεί
θα είμαι καταφρονημένος, -η
θα έχουμε καταφρονηθεί
θα είμαστε καταφρονημένοι, -ες
θα έχεις καταφρονήσει
θα έχεις καταφρονημένο
θα έχετε καταφρονήσει
θα έχετε καταφρονημένο
θα έχεις καταφρονηθεί
θα είσαι καταφρονημένος, -η
θα έχετε καταφρονηθεί
θα είστε καταφρονημένοι, -η
θα έχει καταφρονήσει
θα έχει καταφρονημένο
θα έχουν καταφρονήσει
θα έχουν καταφρονημένο
θα έχει καταφρονηθεί
θα είναι καταφρονημένος, -η, -ο
θα έχουν καταφρονηθεί
θα είναι καταφρονημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταφρονώνα καταφρονούμενα καταφρονούμαινα καταφρονούμαστε
να καταφρονείςνα καταφρονείτενα καταφρονείσαινα καταφρονείστε
να καταφρονείνα καταφρονούν(ε)να καταφρονείταινα καταφρονούνται
Aoristνα καταφρονήσωνα καταφρονήσουμε, να καταφρονήσομενα καταφρονηθώνα καταφρονηθούμε
να καταφρονήσειςνα καταφρονήσετενα καταφρονηθείςνα καταφρονηθείτε
να καταφρονήσεινα καταφρονήσουν(ε)να καταφρονηθείνα καταφρονηθούν(ε)
Perfνα έχω καταφρονήσει
να έχω καταφρονημένο
να έχουμε καταφρονήσει
να έχουμε καταφρονημένο
να έχω καταφρονηθεί
να είμαι καταφρονημένος, -η
να έχουμε καταφρονηθεί
να είμαστε καταφρονημένοι, -ες
να έχεις καταφρονήσει
να έχεις καταφρονημένο
να έχετε καταφρονήσει
να έχετε καταφρονημένο
να έχεις καταφρονηθεί
να είσαι καταφρονημένος, -η
να έχετε καταφρονηθεί
να είστε καταφρονημένοι, -ες
να έχει καταφρονήσει
να έχει καταφρονημένο
να έχουν καταφρονήσει
να έχουν καταφρονημένο
να έχει καταφρονηθεί
να είναι καταφρονημένος, -η, -ο
να έχουν καταφρονηθεί
να είναι καταφρονημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκαταφρονείτεκαταφρονείστε
Aoristκαταφρόνησεκαταφρονήστε, καταφρονήσετεκαταφρονήσουκαταφρονηθείτε
Part
izip
Presκαταφρονώντας
Perfέχοντας καταφρονήσει, έχοντας καταφρονημένοκαταφρονημένος, -η, -οκαταφρονημένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταφρονήσεικαταφρονηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback