unterzeichnen
 Verb

υπογράφω Verb
(11)
DeutschGriechisch
dass die mir übertragenen Pflichten Unabhängigkeit erfordern und dass ich jedes Jahr eine Erklärung unterzeichnen muss, um gemäß Artikel 8 Absatz 5 des Beschlusses Nr. 1194/2011/EU zu bestätigen, dass ich mich in keinem tatsächlichen oder potenziellen Interessenkonflikt befinde.“ότι τα καθήκοντα απαιτούν ανεξαρτησία και ότι θα πρέπει να υπογράφω δήλωση ετησίως με την οποία βεβαιούται ότι δεν βρίσκομαι σε κατάσταση πραγματικής ή δυνητικής σύγκρουσης συμφερόντων, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 5 της απόφασης αριθ. 1194/2011/ΕΕ.».

Übersetzung bestätigt

Als Europäer fühle ich mich hoch geehrt, eine Charta zu unterzeichnen und eine Charta der Grundrechte zu proklamieren, und besonders ehrenvoll ist für mich, dass diese Charta während der portugiesischen Präsidentschaft verkündet wird.Θεωρώ μεγάλη μου τιμή ως Ευρωπαίου να υπογράφω έναν Χάρτη και να διακηρύσσω έναν Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και θεωρώ ιδιαίτερη τιμή το ότι αυτός ο Χάρτης διακηρύσσεται κατά τη διάρκεια της πορτογαλικής Προεδρίας.

Übersetzung bestätigt

In Einklang mit Artikel 314, Punkt 4 Buchstabe a) erkläre ich, dass der Haushaltsplan für das Jahr 2011 endgültig erlassen wurde. Ich werde nun das Dokument offiziell unterzeichnen.Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο και το σημείο 4, στοιχείο α), κηρύσσω την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού για το έτος 2011 και υπογράφω πλέον το έγγραφο επισήμως.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υπογράφωυπογράφουμε, υπογράφομευπογράφομαιυπογραφόμαστε
υπογράφειςυπογράφετευπογράφεσαιυπογράφεστε, υπογραφόσαστε
υπογράφειυπογράφουν(ε)υπογράφεταιυπογράφονται
Imper
fekt
υπέγραφα, υπόγραφαυπογράφαμευπογραφόμουν(α)υπογραφόμαστε, υπογραφόμασταν
υπέγραφες, υπόγραφεςυπογράφατευπογραφόσουν(α)υπογραφόσαστε, υπογραφόσασταν
υπέγραφε, υπόγραφευπέγραφαν, υπόγραφαν, υπογράφαν(ε)υπογραφόταν(ε)υπογράφονταν, υπογραφόντανε, υπογραφόντουσαν
Aoristυπέγραψα, υπόγραψαυπογράψαμευπογράφτηκα, υπογράφηκαυπογραφτήκαμε, υπογραφήκαμε
υπέγραψες, υπόγραψεςυπογράψατευπογράφτηκες, υπογράφηκεςυπογραφτήκατε, υπογραφήκατε
υπέγραψε, υπόγραψευπέγραψαν, υπόγραψαν, υπογράψαν(ε)υπογράφτηκε, υπογράφηκευπογράφτηκαν, υπογραφτήκαν(ε), υπογράφηκαν, υπογραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω υπογράψει
έχω υπογραμμένο
έχω υπογεγραμμένο
έχουμε υπογράψει
έχουμε υπογραμμένο
έχουμε υπογεγραμμένο
έχω υπογραφτεί
έχω υπογραφεί
είμαι υπογραμμένος, -η
είμαι υπογεγραμμένος, -η
έχουμε υπογραφτεί
έχουμε υπογραφεί
είμαστε υπογραμμένοι, -ες
είμαστε υπογεγραμμένοι, -ες
έχεις υπογράψει
έχεις υπογραμμένο
έχεις υπογεγραμμένο
έχετε υπογράψει
έχετε υπογραμμένο
έχετε υπογεγραμμένος, -η
έχεις υπογραφτεί
έχεις υπογραφεί
είσαι υπογραμμένος, -η
είσαι υπογεγραμμένος, -η
έχετε υπογραφτεί
έχετε υπογραφεί
είστε υπογραμμένοι, -ες
είστε υπογεγραμμένοι, -ες
έχει υπογράψει
έχει υπογραμμένο
έχει υπογεγραμμένο
έχουν υπογράψει
έχουν υπογραμμένο
έχουν υπογεγραμμένο
έχει υπογραφτεί
έχει υπογραφεί
είναι υπογραμμένος, -η, -ο
είναι υπογεγραμμένος, -η, -ο
έχουν υπογραφτεί
έχουν υπογραφεί
είναι υπογραμμένοι, -ες, -α
είναι υπογεγραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα υπογράψει
είχα υπογραμμένο
είχα υπογεγραμμένο
είχαμε υπογράψει
είχαμε υπογραμμένο
είχαμε υπογεγραμμένο
είχα υπογραφτεί
είχα υπογραφεί
ήμουν υπογραμμένος, -η
ήμουν υπογεγραμμένος, -η
είχαμε υπογραφτεί
είχαμε υπογραφεί
ήμαστε υπογραμμένοι, -ες
ήμαστε υπογεγραμμένοι, -ες
είχες υπογράψει
είχες υπογραμμένο
είχες υπογεγραμμένο
είχατε υπογράψει
είχατε υπογραμμένο
είχατε υπογεγραμμένο
είχες υπογραφτεί
είχες υπογραφεί
ήσουν υπογραμμένος, -η
ήσουν υπογεγραμμένος, -η
είχατε υπογραφτεί
είχατε υπογραφεί
ήσαστε υπογραμμένοι, -ες
ήσαστε υπογεγραμμένοι, -ες
είχε υπογράψει
είχε υπογραμμένο
είχε υπογεγραμμένο
είχαν υπογράψει
είχαν υπογραμμένο
είχαν υπογεγραμμένο
είχε υπογραφτεί
είχε υπογραφεί
ήταν υπογραμμένος, -η, -ο
ήταν υπογεγραμμένος, -η, -ο
είχαν υπογραφτεί
είχαν υπογραφεί
ήταν υπογραμμένοι, -ες, -α
ήταν υπογεγραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υπογράφωθα υπογράφουμε, θα υπογράφομεθα υπογράφομαιθα υπογραφόμαστε
θα υπογράφειςθα υπογράφετεθα υπογράφεσαιθα υπογράφεστε, θα υπογραφόσαστε
θα υπογράφειθα υπογράφουν(ε)θα υπογράφεταιθα υπογράφονται
Fut
ur
θα υπογράψωθα υπογράψουμε, θα υπογράψομεθα υπογραφτώ, θα υπογραφώθα υπογραφτούμε, θα υπογραφούμε
θα υπογράψειςθα υπογράψετεθα υπογραφτείς, θα υπογραφείςθα υπογραφτείτε, θα υπογραφείτε
θα υπογράψειθα υπογράψουν(ε)θα υπογραφτεί, θα υπογραφείθα υπογραφτούν(ε), θα υπογραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω υπογράψει
θα έχω υπογραμμένο
θα έχουμε υπογράψει
θα έχουμε υπογραμμένο
θα έχω υπογραφτεί
θα έχω υπογραφεί
θα είμαι υπογραμμένος, -η
θα έχουμε υπογραφτεί
θα έχουμε υπογραφεί
θα είμαστε υπογραμμένοι, -ες
θα έχεις υπογράψει
θα έχεις υπογραμμένο
θα έχετε υπογράψει
θα έχετε υπογραμμένο
θα έχεις υπογραφτεί
θα έχεις υπογραφεί
θα είσαι υπογραμμένος, -η
θα έχετε υπογραφτεί
θα έχετε υπογραφεί
θα είστε υπογραμμένοι, -ες
θα έχει υπογράψει
θα έχει υπογραμμένο
θα έχουν υπογράψει
θα έχουν υπογραμμένο
θα έχει υπογραφτεί
θα έχει υπογραφεί
θα είναι υπογραμμένος, -η, -ο
θα έχουν υπογραφτεί
θα έχουν υπογραφεί
θα είναι υπογραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υπογράφωνα υπογράφουμε, να υπογράφομενα υπογράφομαινα υπογραφόμαστε
να υπογράφειςνα υπογράφετενα υπογράφεσαινα υπογράφεστε, να υπογραφόσαστε
να υπογράφεινα υπογράφουν(ε)να υπογράφεταινα υπογράφονται
Aoristνα υπογράψωνα υπογράψουμε, να υπογράψομενα υπογραφτώ, να υπογραφώνα υπογραφτούμε, να υπογραφούμε
να υπογράψειςνα υπογράψετενα υπογραφτείς, να υπογραφείςνα υπογραφτείτε, να υπογραφείτε
να υπογράψεινα υπογράψουν(ε)να υπογραφτεί, να υπογραφείνα υπογραφτούν(ε), να υπογραφούν(ε)
Perfνα έχω υπογράψει
να έχω υπογραμμένο
να έχουμε υπογράψει
να έχουμε υπογραμμένο
να έχω υπογραφτεί
να έχω υπογραφεί
να είμαι υπογραμμένος, -η
να έχουμε υπογραφτεί
να έχουμε υπογραφεί
να είμαστε υπογραμμένοι, -ες
να έχεις υπογράψει
να έχεις υπογραμμένο
να έχετε υπογράψει
να έχετε υπογραμμένο
να έχεις υπογραφτεί
να έχεις υπογραφεί
να είσαι υπογραμμένος, -η
να έχετε υπογραφτεί
να έχετε υπογραφεί
να είστε υπογραμμένοι, -ες
να έχει υπογράψει
να έχει υπογραμμένο
να έχουν υπογράψει
να έχουν υπογραμμένο
να έχει υπογραφτεί
να έχει υπογραφεί
να είναι υπογραμμένος, -η, -ο
να έχουν υπογραφτεί
να έχουν υπογραφεί
να είναι υπογραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presυπέγραφευπογράφετευπογράφεστε
Aoristυπέγραψευπογράψτε, υπογράφτευπογράψουυπογραφτείτε, υπογραφείτε
Part
izip
Presυπογράφονταςυπογραφόμενος
Perfέχοντας υπογράψει, έχοντας υπογραμμένουπογραμμένος, -η, -ουπογραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristυπογράψειυπογραφτεί, υπογραφεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback