steigern
 Verb

ανεβάζω Verb
(1)
εντείνω Verb
(0)
αυξάνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Oh, nein, nein, nein, wir sehen uns Mr. Mister, und ich werde dich steigern mit Roxette "It Must Have Been Love".Όχι, όχι, τα βλέπω με τον Mr. Mister, και ανεβάζω με Roxette, "It must have been love".

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανεβάζωανεβάζουμε, ανεβάζομε
ανεβάζειςανεβάζετε
ανεβάζειανεβάζουν(ε)
Imper
fekt
ανέβαζαανεβάζαμε
ανέβαζεςανεβάζατε
ανέβαζεανέβαζαν, ανεβάζαν(ε)
Aoristανέβασα, anebaino">ανέβηκαανεβάσαμε
ανέβασεςανεβάσατε
ανέβασεανέβασαν, ανεβάσαν(ε)
Per
fekt
έχω ανεβάσειέχουμε ανεβάσει
έχεις ανεβάσειέχετε ανεβάσει
έχει ανεβάσειέχουν ανεβάσει
Plu
per
fekt
είχα ανεβάσειείχαμε ανεβάσει
είχες ανεβάσειείχατε ανεβάσει
είχε ανεβάσειείχαν ανεβάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανεβάζωθα ανεβάζουμε, θα ανεβάζομε
θα ανεβάζειςθα ανεβάζετε
θα ανεβάζειθα ανεβάζουν(ε)
Fut
ur
θα ανεβάσωθα ανεβάσουμε, θα ανεβάζομε
θα ανεβάσειςθα ανεβάσετε
θα ανεβάσειθα ανεβάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανεβάσειθα έχουμε ανεβάσει
θα έχεις ανεβάσειθα έχετε ανεβάσει
θα έχει ανεβάσειθα έχουν ανεβάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανεβάζωνα ανεβάζουμε, να ανεβάζομε
να ανεβάζειςνα ανεβάζετε
να ανεβάζεινα ανεβάζουν(ε)
Aoristνα ανεβάσωνα ανεβάσουμε, να ανεβάσομε
να ανεβάσειςνα ανεβάσετε
να ανεβάσεινα ανεβάσουν(ε)
Perfνα έχω ανεβάσεινα έχουμε ανεβάσει
να έχεις ανεβάσεινα έχετε ανεβάσει
να έχει ανεβάσεινα έχουν ανεβάσει
Imper
ativ
Presανέβαζεανεβάζετε
Aoristανέβασεανεβάστε
Part
izip
Presανεβάζοντας
Perfέχοντας ανεβάσει
ανεβασμένος
InfinAoristανεβάσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αυξάνωαυξάνουμε, αυξάνομεαυξάνομαιαυξανόμαστε
αυξάνειςαυξάνετεαυξάνεσαιαυξάνεστε, αυξανόσαστε
αυξάνειαυξάνουν(ε)αυξάνεταιαυξάνονται
Imper
fekt
αύξανααυξάναμεαυξανόμουν(α)αυξανόμαστε, αυξανόμασταν
αύξανεςαυξάνατεαυξανόσουν(α)αυξανόσαστε, αυξανόσασταν
αύξανεαύξαναν, αυξάναν(ε)αυξανόταν(ε)αυξάνονταν, αυξανόντανε, αυξανόντουσαν
Aoristαύξησααυξήσαμεαυξήθηκααυξηθήκαμε
αύξησεςαυξήσατεαυξήθηκεςαυξηθήκατε
αύξησεαύξησαν, αυξήσαν(ε)αυξήθηκεαυξήθηκαν, αυξηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αυξήσειέχουμε αυξήσειέχω αυξηθεί
είμαι αυξημένος, -η
έχουμε αυξηθεί
είμαστε αυξημένοι, -ες
έχεις αυξήσειέχετε αυξήσειέχεις αυξηθεί
είσαι αυξημένος, -η
έχετε αυξηθεί
είστε αυξημένοι, -ες
έχει αυξήσειέχουν αυξήσειέχει αυξηθεί
είναι αυξημένος, -η, -ο
έχουν αυξηθεί
είναι αυξημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αυξήσειείχαμε αυξήσειείχα αυξηθεί
ήμουν αυξημένος, -η
είχαμε αυξηθεί
ήμαστε αυξημένοι, -ες
είχες αυξήσειείχατε αυξήσειείχες αυξηθεί
ήσουν αυξημένος, -η
είχατε αυξηθεί
ήσαστε αυξημένοι, -ες
είχε αυξήσειείχαν αυξήσειείχε αυξηθεί
ήταν αυξημένος, -η, -ο
είχαν αυξηθεί
ήταν αυξημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αυξάνωθα αυξάνουμε, θα αυξάνομεθα αυξάνομαιθα αυξανόμαστε
θα αυξάνειςθα αυξάνετεθα αυξάνεσαιθα αυξάνεστε, θα αυξανόσαστε
θα αυξάνειθα αυξάνουν(ε)θα αυξάνεταιθα αυξάνονται
Fut
ur
θα αυξήσωθα αυξήσουμε, θα αυξήσομεθα αυξηθώθα αυξηθούμε
θα αυξήσειςθα αυξήσετεθα αυξηθείςθα αυξηθείτε
θα αυξήσειθα αυξήσουν(ε)θα αυξηθείθα αυξηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αυξήσειθα έχουμε αυξήσειθα έχω αυξηθεί
θα είμαι αυξημένος, -η
θα έχουμε αυξηθεί
θα είμαστε αυξημένοι, -ες
θα έχεις αυξήσειθα έχετε αυξήσειθα έχεις αυξηθεί
θα είσαι αυξημένος, -η
θα έχετε αυξηθεί
θα είστε αυξημένοι, -ες
θα έχει αυξήσειθα έχουν αυξήσειθα έχει αυξηθεί
θα είναι αυξημένος, -η, -ο
θα έχουν αυξηθεί
θα είναι αυξημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αυξάνωνα αυξάνουμε, να αυξάνομενα αυξάνομαινα αυξανόμαστε
να αυξάνειςνα αυξάνετενα αυξάνεσαινα αυξάνεστε, να αυξανόσαστε
να αυξάνεινα αυξάνουν(ε)να αυξάνεταινα αυξάνονται
Aoristνα αυξήσωνα αυξήσουμε, να αυξήσομενα αυξηθώνα αυξηθούμε
να αυξήσειςνα αυξήσετενα αυξηθείςνα αυξηθείτε
να αυξήσεινα αυξήσουν(ε)να αυξηθείνα αυξηθούν(ε)
Perfνα έχω αυξήσεινα έχουμε αυξήσεινα έχω αυξηθεί
να είμαι αυξημένος, -η
να έχουμε αυξηθεί
να είμαστε αυξημένοι, -ες
να έχεις αυξήσεινα έχετε αυξήσεινα έχεις αυξηθεί
να είσαι αυξημένος, -η
να έχετε αυξηθεί
να είστε αυξημένοι, -ες
να έχει αυξήσεινα έχουν αυξήσεινα έχει αυξηθεί
να είναι αυξημένος, -η, -ο
να έχουν αυξηθεί
να είναι αυξημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαύξανεαυξάνετεαυξάνεστε
Aoristαύξησεαυξήστεαυξήσουαυξηθείτε
Part
izip
Presαυξάνονταςαυξανόμενος
Perfέχοντας αυξήσειαυξημένος, -η, -οαυξημένοι, -ες, -α
InfinAoristαυξήσειαυξηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback