αυξάνω altgriechisch αὐξάνω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Θα αυξάνω τη δόση καθώς θα περνάει ο καιρός. | Ich werde die Dosis im Laufe der Zeit erhöhen. Übersetzung nicht bestätigt |
Να συνεχίσω να αυξάνω τα επίπεδα τρετόνιν. | Die Tretonin-Dosis weiter erhöhen. Übersetzung nicht bestätigt |
-Τρέισι, αυξάνω λιγάκι την ταχύτητα. | Tracy, ich werde jetzt die Geschwindigkeit ein wenig erhöhen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αυξάνω | αυξάνουμε, αυξάνομε | αυξάνομαι | αυξανόμαστε |
αυξάνεις | αυξάνετε | αυξάνεσαι | αυξάνεστε, αυξανόσαστε | ||
αυξάνει | αυξάνουν(ε) | αυξάνεται | αυξάνονται | ||
Imper fekt | αύξανα | αυξάναμε | αυξανόμουν(α) | αυξανόμαστε, αυξανόμασταν | |
αύξανες | αυξάνατε | αυξανόσουν(α) | αυξανόσαστε, αυξανόσασταν | ||
αύξανε | αύξαναν, αυξάναν(ε) | αυξανόταν(ε) | αυξάνονταν, αυξανόντανε, αυξανόντουσαν | ||
Aorist | αύξησα | αυξήσαμε | αυξήθηκα | αυξηθήκαμε | |
αύξησες | αυξήσατε | αυξήθηκες | αυξηθήκατε | ||
αύξησε | αύξησαν, αυξήσαν(ε) | αυξήθηκε | αυξήθηκαν, αυξηθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αυξήσει | έχουμε αυξήσει | έχω αυξηθεί είμαι αυξημένος, -η | έχουμε αυξηθεί είμαστε αυξημένοι, -ες | |
έχεις αυξήσει | έχετε αυξήσει | έχεις αυξηθεί είσαι αυξημένος, -η | έχετε αυξηθεί είστε αυξημένοι, -ες | ||
έχει αυξήσει | έχουν αυξήσει | έχει αυξηθεί είναι αυξημένος, -η, -ο | έχουν αυξηθεί είναι αυξημένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αυξήσει | είχαμε αυξήσει | είχα αυξηθεί ήμουν αυξημένος, -η | είχαμε αυξηθεί ήμαστε αυξημένοι, -ες | |
είχες αυξήσει | είχατε αυξήσει | είχες αυξηθεί ήσουν αυξημένος, -η | είχατε αυξηθεί ήσαστε αυξημένοι, -ες | ||
είχε αυξήσει | είχαν αυξήσει | είχε αυξηθεί ήταν αυξημένος, -η, -ο | είχαν αυξηθεί ήταν αυξημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αυξάνω | θα αυξάνουμε, θα αυξάνομε | θα αυξάνομαι | θα αυξανόμαστε | |
θα αυξάνεις | θα αυξάνετε | θα αυξάνεσαι | θα αυξάνεστε, θα αυξανόσαστε | ||
θα αυξάνει | θα αυξάνουν(ε) | θα αυξάνεται | θα αυξάνονται | ||
Fut ur | θα αυξήσω | θα αυξήσουμε, θα αυξήσομε | θα αυξηθώ | θα αυξηθούμε | |
θα αυξήσεις | θα αυξήσετε | θα αυξηθείς | θα αυξηθείτε | ||
θα αυξήσει | θα αυξήσουν(ε) | θα αυξηθεί | θα αυξηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αυξήσει | θα έχουμε αυξήσει | θα έχω αυξηθεί θα είμαι αυξημένος, -η | θα έχουμε αυξηθεί θα είμαστε αυξημένοι, -ες | |
θα έχεις αυξήσει | θα έχετε αυξήσει | θα έχεις αυξηθεί θα είσαι αυξημένος, -η | θα έχετε αυξηθεί θα είστε αυξημένοι, -ες | ||
θα έχει αυξήσει | θα έχουν αυξήσει | θα έχει αυξηθεί θα είναι αυξημένος, -η, -ο | θα έχουν αυξηθεί θα είναι αυξημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αυξάνω | να αυξάνουμε, να αυξάνομε | να αυξάνομαι | να αυξανόμαστε |
να αυξάνεις | να αυξάνετε | να αυξάνεσαι | να αυξάνεστε, να αυξανόσαστε | ||
να αυξάνει | να αυξάνουν(ε) | να αυξάνεται | να αυξάνονται | ||
Aorist | να αυξήσω | να αυξήσουμε, να αυξήσομε | να αυξηθώ | να αυξηθούμε | |
να αυξήσεις | να αυξήσετε | να αυξηθείς | να αυξηθείτε | ||
να αυξήσει | να αυξήσουν(ε) | να αυξηθεί | να αυξηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αυξήσει | να έχουμε αυξήσει | να έχω αυξηθεί να είμαι αυξημένος, -η | να έχουμε αυξηθεί να είμαστε αυξημένοι, -ες | |
να έχεις αυξήσει | να έχετε αυξήσει | να έχεις αυξηθεί να είσαι αυξημένος, -η | να έχετε αυξηθεί να είστε αυξημένοι, -ες | ||
να έχει αυξήσει | να έχουν αυξήσει | να έχει αυξηθεί να είναι αυξημένος, -η, -ο | να έχουν αυξηθεί να είναι αυξημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αύξανε | αυξάνετε | αυξάνεστε | |
Aorist | αύξησε | αυξήστε | αυξήσου | αυξηθείτε | |
Part izip | Pres | αυξάνοντας | αυξανόμενος | ||
Perf | έχοντας αυξήσει | αυξημένος, -η, -ο | αυξημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αυξήσει | αυξηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erhöhe | ||
du | erhöhst | |||
er, sie, es | erhöht | |||
Präteritum | ich | erhöhte | ||
Konjunktiv II | ich | erhöhte | ||
Imperativ | Singular | erhöhe! erhöh! | ||
Plural | erhöht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erhöht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erhöhen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stocke auf | ||
du | stockst auf | |||
er, sie, es | stockt auf | |||
Präteritum | ich | stockte auf | ||
Konjunktiv II | ich | stockte auf | ||
Imperativ | Singular | stock auf! stocke auf! | ||
Plural | stockt auf! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufgestockt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aufstocken |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | steigere | ||
du | steigerst | |||
er, sie, es | steigert | |||
Präteritum | ich | steigerte | ||
Konjunktiv II | ich | steigerte | ||
Imperativ | Singular | steiger! steigere! | ||
Plural | steigert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gesteigert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:steigern |
αυξάνω [afksáno] -ομαι Ρ αόρ. αύξησα, απαρέμφ. αυξήσει, παθ. αόρ. αυξήθηκα, απαρέμφ. αυξηθεί, μππ. αυξημένος και ηυξημένος* : 1.κάνω κτ. μεγαλύτερο ή περισσότερο. ANT ελαττώνω: αυξάνω το πλάτος, πλαταίνω, διευρύνω, φαρδαίνω, ευρύνω. αυξάνω το μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω. αυξάνω την έκταση, επεκτείνω, εκτείνω. αυξάνω τον όγκο, διογκώνω. αυξάνω τον αριθμό / το πλήθος, πολλαπλασιάζω. αυξάνω την ένταση / τη δύναμη, εντείνω, ενισχύω, δυναμώνω. αυξάνω την ταχύτητα, επιταχύνω. αυξάνω το περιεχόμενο / την περιεκτικότητα, εμπλουτίζω. αυξάνω επιπλέον, επαυξάνω, προσαυξάνω. Οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες θα αυξήσουν την τιμή του πετρελαίου κατά 2%. Aν αυξήσουμε τον αριθμό των δόσεων, θα πρέπει να μειώσουμε το ύψος τους. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.