αυξάνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wenn du wirklich unsere Vorräte aufstocken willst, es gibt eine gutausgerüstete Garnison, die ich empfehlen könnte, in der Nähe. | Αν εννοείς πραγματικά να ανανεώσεις τα εφόδιά μας... Εχει μια καλοσυντηρούμενη φρουρά που σου προτείνω, κάπου εδώ. Übersetzung nicht bestätigt |
Im Moment nicht. Warum nicht? Ich möchte für meine Bank nur die Erlaubnis, unser neues Bürohaus um sechs Etagen aufstocken. | Η τράπεζά μου θέλει απλώς να προσθέσει 6 ορόφους στο νέο κτίριο. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich wünschte, die Foundation könnte ihre Spende aufstocken, aber das Budget bereits verplant. Vielleicht in sechs Monaten. | Κοίτα, μακάρι να μπορούσα να πείσω το συμβούλιο του Φοίνιξ να υπερβεί την αρχική του προσφορά, αλλά ο προυπολογισμός έχει παγώσει... και ίσως πάρει έξι μήνες περίπου. Übersetzung nicht bestätigt |
Wir sollten das Wissenschafts-Team aufstocken. | Ο κύριος στόχος μας είναι η έρευνα και η εξερεύνηση. Übersetzung nicht bestätigt |
Er will die sozialhilfe aufstocken. | Το ακούσατε αυτό; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
höher machen |
anböschen |
aufstocken |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stocke auf | ||
du | stockst auf | |||
er, sie, es | stockt auf | |||
Präteritum | ich | stockte auf | ||
Konjunktiv II | ich | stockte auf | ||
Imperativ | Singular | stock auf! stocke auf! | ||
Plural | stockt auf! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufgestockt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aufstocken |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αυξάνω | αυξάνουμε, αυξάνομε | αυξάνομαι | αυξανόμαστε |
αυξάνεις | αυξάνετε | αυξάνεσαι | αυξάνεστε, αυξανόσαστε | ||
αυξάνει | αυξάνουν(ε) | αυξάνεται | αυξάνονται | ||
Imper fekt | αύξανα | αυξάναμε | αυξανόμουν(α) | αυξανόμαστε, αυξανόμασταν | |
αύξανες | αυξάνατε | αυξανόσουν(α) | αυξανόσαστε, αυξανόσασταν | ||
αύξανε | αύξαναν, αυξάναν(ε) | αυξανόταν(ε) | αυξάνονταν, αυξανόντανε, αυξανόντουσαν | ||
Aorist | αύξησα | αυξήσαμε | αυξήθηκα | αυξηθήκαμε | |
αύξησες | αυξήσατε | αυξήθηκες | αυξηθήκατε | ||
αύξησε | αύξησαν, αυξήσαν(ε) | αυξήθηκε | αυξήθηκαν, αυξηθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αυξήσει | έχουμε αυξήσει | έχω αυξηθεί είμαι αυξημένος, -η | έχουμε αυξηθεί είμαστε αυξημένοι, -ες | |
έχεις αυξήσει | έχετε αυξήσει | έχεις αυξηθεί είσαι αυξημένος, -η | έχετε αυξηθεί είστε αυξημένοι, -ες | ||
έχει αυξήσει | έχουν αυξήσει | έχει αυξηθεί είναι αυξημένος, -η, -ο | έχουν αυξηθεί είναι αυξημένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αυξήσει | είχαμε αυξήσει | είχα αυξηθεί ήμουν αυξημένος, -η | είχαμε αυξηθεί ήμαστε αυξημένοι, -ες | |
είχες αυξήσει | είχατε αυξήσει | είχες αυξηθεί ήσουν αυξημένος, -η | είχατε αυξηθεί ήσαστε αυξημένοι, -ες | ||
είχε αυξήσει | είχαν αυξήσει | είχε αυξηθεί ήταν αυξημένος, -η, -ο | είχαν αυξηθεί ήταν αυξημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αυξάνω | θα αυξάνουμε, θα αυξάνομε | θα αυξάνομαι | θα αυξανόμαστε | |
θα αυξάνεις | θα αυξάνετε | θα αυξάνεσαι | θα αυξάνεστε, θα αυξανόσαστε | ||
θα αυξάνει | θα αυξάνουν(ε) | θα αυξάνεται | θα αυξάνονται | ||
Fut ur | θα αυξήσω | θα αυξήσουμε, θα αυξήσομε | θα αυξηθώ | θα αυξηθούμε | |
θα αυξήσεις | θα αυξήσετε | θα αυξηθείς | θα αυξηθείτε | ||
θα αυξήσει | θα αυξήσουν(ε) | θα αυξηθεί | θα αυξηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αυξήσει | θα έχουμε αυξήσει | θα έχω αυξηθεί θα είμαι αυξημένος, -η | θα έχουμε αυξηθεί θα είμαστε αυξημένοι, -ες | |
θα έχεις αυξήσει | θα έχετε αυξήσει | θα έχεις αυξηθεί θα είσαι αυξημένος, -η | θα έχετε αυξηθεί θα είστε αυξημένοι, -ες | ||
θα έχει αυξήσει | θα έχουν αυξήσει | θα έχει αυξηθεί θα είναι αυξημένος, -η, -ο | θα έχουν αυξηθεί θα είναι αυξημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αυξάνω | να αυξάνουμε, να αυξάνομε | να αυξάνομαι | να αυξανόμαστε |
να αυξάνεις | να αυξάνετε | να αυξάνεσαι | να αυξάνεστε, να αυξανόσαστε | ||
να αυξάνει | να αυξάνουν(ε) | να αυξάνεται | να αυξάνονται | ||
Aorist | να αυξήσω | να αυξήσουμε, να αυξήσομε | να αυξηθώ | να αυξηθούμε | |
να αυξήσεις | να αυξήσετε | να αυξηθείς | να αυξηθείτε | ||
να αυξήσει | να αυξήσουν(ε) | να αυξηθεί | να αυξηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αυξήσει | να έχουμε αυξήσει | να έχω αυξηθεί να είμαι αυξημένος, -η | να έχουμε αυξηθεί να είμαστε αυξημένοι, -ες | |
να έχεις αυξήσει | να έχετε αυξήσει | να έχεις αυξηθεί να είσαι αυξημένος, -η | να έχετε αυξηθεί να είστε αυξημένοι, -ες | ||
να έχει αυξήσει | να έχουν αυξήσει | να έχει αυξηθεί να είναι αυξημένος, -η, -ο | να έχουν αυξηθεί να είναι αυξημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αύξανε | αυξάνετε | αυξάνεστε | |
Aorist | αύξησε | αυξήστε | αυξήσου | αυξηθείτε | |
Part izip | Pres | αυξάνοντας | αυξανόμενος | ||
Perf | έχοντας αυξήσει | αυξημένος, -η, -ο | αυξημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αυξήσει | αυξηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.