schreiten
 Verb

βαδίζω Verb
(0)
προβαίνω Verb
(0)
βηματίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Unsere verlorenen Seelen schreiten seit zwei Jahren und sieben Monaten gemeinsam.-2 χρόνια και 7 μήνες.

Übersetzung nicht bestätigt

Unheil befällt alle, die durch dieses Schreckensportal schreiten.Θα καταστραφούν όσοι περάσουν... αυτή την φοβερή πύλη.

Übersetzung nicht bestätigt

Und wir schreiten gemeinsam durch das Tor zur Ewigkeit, Hand in Hand.Θα περάσουμε τις πύλες της αιωνιότητας χέρι με χέρι!

Übersetzung nicht bestätigt

Lassen Sie uns also zum Ball schreiten.Ας συνεχίσουμε με τον χορό.

Übersetzung nicht bestätigt

Du gehst mir vor den Weg, den ich will schreiten.Εσύ με οδηγείς στο δρόμο που πρέπει vα πάρω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προβαίνωπροβαίνουμε, προβαίνομε
προβαίνειςπροβαίνετε
προβαίνειπροβαίνουν(ε)
Imper
fekt
προέβαιναπροβαίναμε
προέβαινεςπροβαίνατε
προέβαινεπροέβαιναν, προβαίναν(ε)
Aoristπροέβηκαπροβήκαμε
προέβηκεςπροβήκατε
προέβηκε, προέβηπροβήκανε, προέβησαν
Per
fekt
έχω προβείέχουμε προβεί
έχεις προβείέχετε προβεί
έχει προβείέχουν προβεί
Plu
per
fekt
είχα προβείείχαμε προβεί
είχες προβείείχατε προβεί
είχε προβείείχαν προβεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προβαίνωθα προβαίνουμε, θα προβαίνομε
θα προβαίνειςθα προβαίνετε
θα προβαίνειθα προβαίνουν(ε)
Fut
ur
θα προβώθα προβούμε, θα προβόμε
θα προβείςθα προβέτε
θα προβείθα προβούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προβείθα έχουμε προβεί
θα έχεις προβείθα έχετε προβεί
θα έχει προβείθα έχουν προβεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προβαίνωνα προβαίνουμε, να προβαίνομε
να προβαίνειςνα προβαίνετε
να προβαίνεινα προβαίνουν(ε)
Aoristνα προβώνα προβούμε, να προβόμε
να προβείςνα προβέτε
να προβείνα προβούν(ε)
Perfνα έχω προβείνα έχουμε προβεί
να έχεις προβείνα έχετε προβεί
να έχει προβείνα έχουν προβεί
Imper
ativ
Presπροέβαινεπροβαίνετε
Aoristπροβείτε
Part
izip
Presπροβαίνοντας
Perfέχοντας προβεί
InfinAoristπροβεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βηματίζωβηματίζουμε, βηματίζομε
βηματίζειςβηματίζετε
βηματίζειβηματίζουν(ε)
Imper
fekt
βημάτιζαβηματίζαμε
βημάτιζεςβηματίζατε
βημάτιζεβημάτιζαν, βηματίζαν(ε)
Aoristβημάτισαβηματίσαμε
βημάτισεςβηματίσατε
βημάτισεβημάτισαν, βηματίσαν(ε)
Per
fekt
έχω βηματίσειέχουμε βηματίσει
έχεις βηματίσειέχετε βηματίσει
έχει βηματίσειέχουν βηματίσει
Plu
per
fekt
είχα βηματίσειείχαμε βηματίσει
είχες βηματίσειείχατε βηματίσει
είχε βηματίσειείχαν βηματίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βηματίζωθα βηματίζουμε, θα βηματίζομε
θα βηματίζειςθα βηματίζετε
θα βηματίζειθα βηματίζουν(ε)
Fut
ur
θα βηματίσωθα βηματίσουμε, θα βηματίζομε
θα βηματίσειςθα βηματίσετε
θα βηματίσειθα βηματίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βηματίσειθα έχουμε βηματίσει
θα έχεις βηματίσειθα έχετε βηματίσει
θα έχει βηματίσειθα έχουν βηματίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βηματίζωνα βηματίζουμε, να βηματίζομε
να βηματίζειςνα βηματίζετε
να βηματίζεινα βηματίζουν(ε)
Aoristνα βηματίσωνα βηματίσουμε, να βηματίσομε
να βηματίσειςνα βηματίσετε
να βηματίσεινα βηματίσουν(ε)
Perfνα έχω βηματίσεινα έχουμε βηματίσει
να έχεις βηματίσεινα έχετε βηματίσει
να έχει βηματίσεινα έχουν βηματίσει
Imper
ativ
Presβημάτιζεβηματίζετε
Aoristβημάτισεβηματίστε
Part
izip
Presβηματίζοντας
Perfέχοντας βηματίσει
InfinAoristβηματίσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback