schnorren
 (ugs.)  Verb

αρπάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich musste jahrelang für diesen Laden schnorren.Πέρασα χρόνια παρακαλώντας για να αποκτήσω ένα μέρος σαν αυτό.

Übersetzung nicht bestätigt

Alles, was Sie hier sehen, hat er eigenhändig gebaut... und mit der Sträflingsarbeit, die er schnorren konnte.Αυτά που βλέπετε τα έχτισε με τα χέρια του και με όσους κατάδικους τού έδιναν.

Übersetzung nicht bestätigt

Das ist nicht nötig, um ein Abendessen zu schnorren.Δεν είναι απαραίτητο για να αρπάξεις ένα γεύμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Such dir 'ne Blechdose und geh schnorren.Πάρε ένα τενεκεδάκι και μούγκριζε!

Übersetzung nicht bestätigt

Sie kommen rein, lehnen an der Tür, rauchen, wenn sie eine schnorren können.Ερχονται λοιπόν μέσα, γέρνουν πάνω στην πόρτα και καπνίζουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αρπάζωαρπάζουμε, αρπάζομεαρπάζομαιαρπαζόμαστε
αρπάζειςαρπάζετεαρπάζεσαιαρπάζεστε, αρπαζόσαστε
αρπάζειαρπάζουν(ε)αρπάζεταιαρπάζονται
Imper
fekt
άρπαζααρπάζαμεαρπαζόμουν(α)αρπαζόμαστε, αρπαζόμασταν
άρπαζεςαρπάζατεαρπαζόσουν(α)αρπαζόσαστε, αρπαζόσασταν
άρπαζεάρπαζαν, αρπάζαν(ε)αρπαζόταν(ε)αρπάζονταν, αρπαζόντανε, αρπαζόντουσαν
Aoristάρπαξααρπάξαμεαρπάχτηκααρπαχτήκαμε
άρπαξεςαρπάξατεαρπάχτηκεςαρπαχτήκατε
άρπαξεάρπαξαν, αρπάξαν(ε)αρπάχτηκεαρπάχτηκαν, αρπαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αρπάξειέχουμε αρπάξειέχω αρπαχτείέχουμε αρπαχτεί
έχεις αρπάξειέχετε αρπάξειέχεις αρπαχτείέχετε αρπαχτεί
έχει αρπάξειέχουν αρπάξειέχει αρπαχτείέχουν αρπαχτεί
Plu
per
fekt
είχα αρπάξειείχαμε αρπάξειείχα αρπαχτείείχαμε αρπαχτεί
είχες αρπάξειείχατε αρπάξειείχες αρπαχτείείχατε αρπαχτεί
είχε αρπάξειείχαν αρπάξειείχε αρπαχτείείχαν αρπαχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αρπάζωθα αρπάζουμε, θα αρπάζομεθα αρπάζομαιθα αρπαζόμαστε
θα αρπάζειςθα αρπάζετεθα αρπάζεσαιθα αρπάζεστε, θα αρπαζόσαστε
θα αρπάζειθα αρπάζουν(ε)θα αρπάζεταιθα αρπάζονται
Fut
ur
θα αρπάξωθα αρπάξουμε, θα αρπάξομεθα αρπαχτώθα αρπαχτούμε
θα αρπάξειςθα αρπάξετεθα αρπαχτείςθα αρπαχτείτε
θα αρπάξειθα αρπάξουν(ε)θα αρπαχτείθα αρπαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αρπάξειθα έχουμε αρπάξειθα έχω αρπαχτείθα έχουμε αρπαχτεί
θα έχεις αρπάξειθα έχετε αρπάξειθα έχεις αρπαχτείθα έχετε αρπαχτεί
θα έχει αρπάξειθα έχουν αρπάξειθα έχει αρπαχτείθα έχουν αρπαχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αρπάζωνα αρπάζουμε, να αρπάζομενα αρπάζομαινα αρπαζόμαστε
να αρπάζειςνα αρπάζετενα αρπάζεσαινα αρπάζεστε, να αρπαζόσαστε
να αρπάζεινα αρπάζουν(ε)να αρπάζεταινα αρπάζονται
Aoristνα αρπάξωνα αρπάξουμε, να αρπάξομενα αρπαχτώνα αρπαχτούμε
να αρπάξειςνα αρπάξετενα αρπαχτείςνα αρπαχτείτε
να αρπάξεινα αρπάξουν(ε)να αρπαχτείνα αρπαχτούν(ε)
Perfνα έχω αρπάξεινα έχουμε αρπάξεινα έχω αρπαχτείνα έχουμε αρπαχτεί
να έχεις αρπάξεινα έχετε αρπάξεινα έχεις αρπαχτείνα έχετε αρπαχτεί
να έχει αρπάξεινα έχουν αρπάξεινα έχει αρπαχτείνα έχουν αρπαχτεί
Imper
ativ
Presάρπαζεαρπάζετεαρπάζεστε
Aoristάρπαξεαρπάξτε, αρπάχτεαρπάξουαρπαχτείτε
Part
izip
Presαρπάζοντας
Perfέχοντας αρπάξειαρπαγμένος, -η, -οαρπαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristαρπάξειαρπαχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback