schlingen
 Verb

τυλίγω Verb
(0)
δένω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Jetzt lass ich ihn schlingen.Τώρα ας το φάει.

Übersetzung nicht bestätigt

Die Bases abzulaufen, aus einem Doppel ein Triple zu machen und dann mit dem Kopf voran ins dritte hinein schlittern und die Arme um das Kissen schlingen.Να τρέχεις στις Βάσεις, να κάνεις προσποίηση για τρίπλα και να πέσεις με τα μούτρα στην Βάση. .

Übersetzung nicht bestätigt

Nur der Gedanke, dass vielleicht eines Tages... Die Arme einer Frau mich umarmen und ihre Beine sich um mich schlingen.Η σκέψη ότι ίσως κάποια μέρα θα... είχα τα χέρια μιας γύρω μου... και τα πόδια της γύρω μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Falls Sie Angst haben, dass man Ihren Hintern sieht, schlingen Sie sich doch wie alle Mädels einen Pulli um die Hüften.Κούκλα, αν ανησυχείς ότι θα δούνε τον κώλο σου, κάνε ότι κάνουν όλα τα κορίτσια και δέσε ένα πουλόβερ γύρω από την μέση σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Nur noch der Nachtisch. Wir schlingen ihn rein, dann hauen wir ab.Μόλις φάμε επιδόρπιο φέυγουμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τυλίγωτυλίγουμε, τυλίγομετυλίγομαιτυλιγόμαστε
τυλίγειςτυλίγετετυλίγεσαιτυλίγεστε, τυλιγόσαστε
τυλίγειτυλίγουν(ε)τυλίγεταιτυλίγονται
Imper
fekt
τύλιγατυλίγαμετυλιγόμουν(α)τυλιγόμαστε, τυλιγόμασταν
τύλιγεςτυλίγατετυλιγόσουν(α)τυλιγόσαστε, τυλιγόσασταν
τύλιγετύλιγαν, τυλίγαν(ε)τυλιγόταν(ε)τυλίγονταν, τυλιγόντανε, τυλιγόντουσαν
Aoristτύλιξατυλίξαμετυλίχτηκατυλιχτήκαμε
τύλιξεςτυλίξατετυλίχτηκεςτυλιχτήκατε
τύλιξετύλιξαν, τυλίξαν(ε)τυλίχτηκετυλίχτηκαν, τυλιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τυλίξει
έχω τυλιγμένο
έχουμε τυλίξει
έχουμε τυλιγμένο
έχω τυλιχτεί
είμαι τυλιγμένος, -η
έχουμε τυλιχτεί
είμαστε τυλιγμένοι, -ες
έχεις τυλίξει
έχεις τυλιγμένο
έχετε τυλίξει
έχετε τυλιγμένο
έχεις τυλιχτεί
είσαι τυλιγμένος, -η
έχετε τυλιχτεί
είστε τυλιγμένοι, -ες
έχει τυλίξει
έχει τυλιγμένο
έχουν τυλίξει
έχουν τυλιγμένο
έχει τυλιχτεί
είναι τυλιγμένος, -η, -ο
έχουν τυλιχτεί
είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τυλίξει
είχα τυλιγμένο
είχαμε τυλίξει
είχαμε τυλιγμένο
είχα τυλιχτεί
ήμουν τυλιγμένος, -η
είχαμε τυλιχτεί
ήμαστε τυλιγμένοι, -ες
είχες τυλίξει
είχες τυλιγμένο
είχατε τυλίξει
είχατε τυλιγμένο
είχες τυλιχτεί
ήσουν τυλιγμένος, -η
είχατε τυλιχτεί
ήσαστε τυλιγμένοι, -ες
είχε τυλίξει
είχε τυλιγμένο
είχαν τυλίξει
είχαν τυλιγμένο
είχε τυλιχτεί
ήταν τυλιγμένος, -η, -ο
είχαν τυλιχτεί
ήταν τυλιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τυλίγωθα τυλίγουμε, θα τυλίγομεθα τυλίγομαιθα τυλιγόμαστε
θα τυλίγειςθα τυλίγετεθα τυλίγεσαιθα τυλίγεστε, θα τυλιγόσαστε
θα τυλίγειθα τυλίγουν(ε)θα τυλίγεταιθα τυλίγονται
Fut
ur
θα τυλίξωθα τυλίξουμε, θα τυλίξομεθα τυλιχτώθα τυλιχτούμε
θα τυλίξειςθα τυλίξετεθα τυλιχτείςθα τυλιχτείτε
θα τυλίξειθα τυλίξουν(ε)θα τυλιχτείθα τυλιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τυλίξει
θα έχω τυλιγμένο
θα έχουμε τυλίξει
θα έχουμε τυλιγμένο
θα έχω τυλιχτεί
θα είμαι τυλιγμένος, -η
θα έχουμε τυλιχτεί
θα είμαστε τυλιγμένοι, -ες
θα έχεις τυλίξει
θα έχεις τυλιγμένο
θα έχετε τυλίξει
θα έχετε τυλιγμένο
θα έχεις τυλιχτεί
θα είσαι τυλιγμένος, -η
θα έχετε τυλιχτεί
θα είστε τυλιγμένοι, -ες
θα έχει τυλίξει
θα έχει τυλιγμένο
θα έχουν τυλίξει
θα έχουν τυλιγμένο
θα έχει τυλιχτεί
θα είναι τυλιγμένος, -η, -ο
θα έχουν τυλιχτεί
θα είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τυλίγωνα τυλίγουμε, να τυλίγομενα τυλίγομαινα τυλιγόμαστε
να τυλίγειςνα τυλίγετενα τυλίγεσαινα τυλίγεστε, να τυλιγόσαστε
να τυλίγεινα τυλίγουν(ε)να τυλίγεταινα τυλίγονται
Aoristνα τυλίξωνα τυλίξουμε, να τυλίξομενα τυλιχτώνα τυλιχτούμε
να τυλίξειςνα τυλίξετενα τυλιχτείςνα τυλιχτείτε
να τυλίξεινα τυλίξουν(ε)να τυλιχτείνα τυλιχτούν(ε)
Perfνα έχω τυλίξει
να έχω τυλιγμένο
να έχουμε τυλίξει
να έχουμε τυλιγμένο
να έχω τυλιχτεί
να είμαι τυλιγμένος, -η
να έχουμε τυλιχτεί
να είμαστε τυλιγμένοι, -ες
να έχεις τυλίξει
να έχεις τυλιγμένο
να έχετε τυλίξει
να έχετε τυλιγμένο
να έχεις τυλιχτεί
να είσαι τυλιγμένος, -η
να έχετε τυλιχτεί
να είστε τυλιγμένοι, -ες
να έχει τυλίξει
να έχει τυλιγμένο
να έχουν τυλίξει
να έχουν τυλιγμένο
να έχει τυλιχτεί
να είναι τυλιγμένος, -η, -ο
να έχουν τυλιχτεί
να είναι τυλιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτύλιγετυλίγετετυλίγεστε
Aoristτύλιξετυλίξτε, τυλίχτετυλίξουτυλιχτείτε
Part
izip
Presτυλίγοντας
Perfέχοντας τυλίξει, έχοντας τυλιγμένοτυλιγμένος, -η, -οτυλιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristτυλίξειτυλιχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δένω, sindeo">-δέωδένουμε, δένομεδένομαιδενόμαστε
δένειςδένετεδένεσαιδένεστε, δενόσαστε
δένειδένουν(ε)δένεταιδένονται
Imper
fekt
έδεναδέναμεδενόμουν(α)δενόμαστε, δενόμασταν
έδενεςδένατεδενόσουν(α)δενόσαστε, δενόσασταν
έδενεέδεναν, δέναν(ε)δενόταν(ε)δένονταν, δενόντανε, δενόντουσαν
Aoristέδεσαδέσαμεδέθηκαδεθήκαμε
έδεσεςδέσατεδέθηκεςδεθήκατε
έδεσεέδεσαν, δέσαν(ε)δέθηκεδέθηκαν, δεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δέσει
έχω δεμένο
έχουμε δέσει
έχουμε δεμένο
έχω δεθεί
είμαι δεμένος, -η
έχουμε δεθεί
είμαστε δεμένοι, -ες
έχεις δέσει
έχεις δεμένο
έχετε δέσει
έχετε δεμένο
έχεις δεθεί
είσαι δεμένος, -η
έχετε δεθεί
είστε δεμένοι, -ες
έχει δέσει
έχει δεμένο
έχουν δέσει
έχουν δεμένο
έχει δεθεί
είναι δεμένος, -η, -ο
έχουν δεθεί
είναι δεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δέσει
είχα δεμένο
είχαμε δέσει
είχαμε δεμένο
είχα δεθεί
ήμουν δεμένος, -η
είχαμε δεθεί
ήμαστε δεμένοι, -ες
είχες δέσει
είχες δεμένο
είχατε δέσει
είχατε δεμένο
είχες δεθεί
ήσουν δεμένος, -η
είχατε δεθεί
ήσαστε δεμένοι, -ες
είχε δέσει
είχε δεμένο
είχαν δέσει
είχαν δεμένο
είχε δεθεί
ήταν δεμένος, -η, -ο
είχαν δεθεί
ήταν δεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δένωθα δένουμε, θα δένομεθα δένομαιθα δενόμαστε
θα δένειςθα δένετεθα δένεσαιθα δένεστε, θα δενόσαστε
θα δένειθα δένουν(ε)θα δένεταιθα δένονται
Fut
ur
θα δέσωθα δέσουμε, θα δέσομεθα δεθώθα δεθούμε
θα δέσειςθα δέσετεθα δεθείςθα δεθείτε
θα δέσειθα δέσουν(ε)θα δεθείθα δεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δέσει
θα έχω δεμένο
θα έχουμε δέσει
θα έχουμε δεμένο
θα έχω δεθεί
θα είμαι δεμένος, -η
θα έχουμε δεθεί
θα είμαστε δεμένοι, -ες
θα έχεις δέσει
θα έχεις δεμένο
θα έχετε δέσει
θα έχετε δεμένο
θα έχεις δεθεί
θα είσαι δεμένος, -η
θα έχετε δεθεί
θα είστε δεμένοι, -ες
θα έχει δέσει
θα έχει δεμένο
θα έχουν δέσει
θα έχουν δεμένο
θα έχει δεθεί
θα είναι δεμένος, -η, -ο
θα έχουν δεθεί
θα είναι δεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δένωνα δένουμε, να δένομενα δένομαινα δενόμαστε
να δένειςνα δένετενα δένεσαινα δένεστε, να δενόσαστε
να δένεινα δένουν(ε)να δένεταινα δένονται
Aoristνα δέσωνα δέσουμε, να δέσομενα δεθώνα δεθούμε
να δέσειςνα δέσετενα δεθείςνα δεθείτε
να δέσεινα δέσουν(ε)να δεθείνα δεθούν(ε)
Perfνα έχω δέσει
να έχω δεμένο
να έχουμε δέσει
να έχουμε δεμένο
να έχω δεθεί
να είμαι δεμένος, -η
να έχουμε δεθεί
να είμαστε δεμένοι, -ες
να έχεις δέσει
να έχεις δεμένο
να έχετε δέσει
να έχετε δεμένο
να έχεις δεθεί
να είσαι δεμένος, -η
να έχετε δεθεί
να είστε δεμένοι, -ες
να έχει δέσει
να έχει δεμένο
να έχουν δέσει
να έχουν δεμένο
να έχει δεθεί
να είναι δεμένος, -η, -ο
να έχουν δεθεί
να είναι δεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδένεδένετεδένεστε
Aoristδέσεδέσετε, δέστεδέσουδεθείτε
Part
izip
Presδένοντας
Perfέχοντας δέσει, έχοντας δεμένοδεμένος, -η, -οδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristδέσειδεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback