ruinieren
 Verb

καταστρέφω Verb
(10)
DeutschGriechisch
Zu schade, dass ich Ihr Leben ruinieren werde.Λυπάμαι που σου καταστρέφω τη ζωή.

Übersetzung nicht bestätigt

Ab diesem Punkt, glaube ich, werde ich Ihr Leben ruinieren.Σ' αυτό το σημείο πιστεύω, ότι σου καταστρέφω τη ζωή.

Übersetzung nicht bestätigt

Selbst 16 Jahre später, schaff ich es den Abend zu ruinieren und dass sich alles um mich und Baze dreht.Ακόμα και 16 χρόνια μετά. Έχω τον τρόπο να καταστρέφω τη βραδιά, και πάλι να το κάνω ν' αφορά εμένα και τον Μπέιζ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich könnte ihr Leben ruinieren.Μπορεί να καταστρέφω τη ζωή της.

Übersetzung nicht bestätigt

Und nenn' mich egoistisch, aber das einzige Leben, das ich ruinieren will, ist mein eigenes.Πες με εγωίστρια, αλλά μόνο τη δική μου ζωή θέλω να καταστρέφω.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταστρέφωκαταστρέφουμε, καταστρέφομεκαταστρέφομαικαταστρεφόμαστε
καταστρέφειςκαταστρέφετεκαταστρέφεσαικαταστρέφεστε, καταστρεφόσαστε
καταστρέφεικαταστρέφουν(ε)καταστρέφεταικαταστρέφονται
Imper
fekt
κατέστρεφα, κατάστρεφακαταστρέφαμεκαταστρεφόμουν(α)καταστρεφόμαστε, καταστρεφόμασταν
κατέστρεφες, κατάστρεφεςκαταστρέφατεκαταστρεφόσουν(α)καταστρεφόσαστε, καταστρεφόσασταν
κατέστρεφε, κατάστρεφεκατέστρεφαν, κατάστρεφαν, καταστρέφαν(ε)καταστρεφόταν(ε)καταστρέφονταν, καταστρεφόντανε, καταστρεφόντουσαν
Aoristκατέστρεψα, κατάστρεψακαταστρέψαμεκαταστράφηκακαταστραφήκαμε
κατέστρεψες, κατάστρεψεςκαταστρέψατεκαταστράφηκεςκαταστραφήκατε
κατέστρεψε, κατάστρεψεκατέστρεψαν, κατάστρεψαν, καταστρέψαν(ε)καταστράφηκεκαταστράφηκαν, καταστραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καταστρέψει
έχω κατεστραμμένο
έχουμε καταστρέψει
έχουμε κατεστραμμένο
έχω καταστραφεί
είμαι κατεστραμμένος, -η
έχουμε καταστραφεί
είμαστε κατεστραμμένοι, -ες
έχεις καταστρέψει
έχεις κατεστραμμένο
έχετε καταστρέψει
έχετε κατεστραμμένο
έχεις καταστραφεί
είσαι κατεστραμμένος, -η
έχετε καταστραφεί
είστε κατεστραμμένοι, -ες
έχει καταστρέψει
έχει κατεστραμμένο
έχουν καταστρέψει
έχουν κατεστραμμένο
έχει καταστραφεί
είναι κατεστραμμένος, -η, -ο
έχουν καταστραφεί
είναι κατεστραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καταστρέψει
είχα κατεστραμμένο
είχαμε καταστρέψει
είχαμε κατεστραμμένο
είχα καταστραφεί
ήμουν κατεστραμμένος, -η
είχαμε καταστραφεί
ήμαστε κατεστραμμένοι, -ες
είχες καταστρέψει
είχες κατεστραμμένο
είχατε καταστρέψει
είχατε κατεστραμμένο
είχες καταστραφεί
ήσουν κατεστραμμένος, -η
είχατε καταστραφεί
ήσαστε κατεστραμμένοι, -ες
είχε καταστρέψει
είχε κατεστραμμένο
είχαν καταστρέψει
είχαν κατεστραμμένο
είχε καταστραφεί
ήταν κατεστραμμένος, -η, -ο
είχαν καταστραφεί
ήταν κατεστραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταστρέφωθα καταστρέφουμε, θα καταστρέφομεθα καταστρέφομαιθα καταστρεφόμαστε
θα καταστρέφειςθα καταστρέφετεθα καταστρέφεσαιθα καταστρέφεστε, θα καταστρεφόσαστε
θα καταστρέφειθα καταστρέφουν(ε)θα καταστρέφεταιθα καταστρέφονται
Fut
ur
θα καταστρέψωθα καταστρέψουμε, θα καταστρέψομεθα καταστραφώθα καταστραφούμε
θα καταστρέψειςθα καταστρέψετεθα καταστραφείςθα καταστραφείτε
θα καταστρέψειθα καταστρέψουν(ε)θα καταστραφείθα καταστραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταστρέψει
θα έχω κατεστραμμένο
θα έχουμε καταστρέψει
θα έχουμε κατεστραμμένο
θα έχω καταστραφεί
θα είμαι κατεστραμμένος, -η
θα έχουμε καταστραφεί
θα είμαστε κατεστραμμένοι, -ες
θα έχεις καταστρέψει
θα έχεις κατεστραμμένο
θα έχετε καταστρέψει
θα έχετε κατεστραμμένο
θα έχεις καταστραφεί
θα είσαι κατεστραμμένος, -η
θα έχετε καταστραφεί
θα είστε κατεστραμμένοι, -ες
θα έχει καταστρέψει
θα έχει κατεστραμμένο
θα έχουν καταστρέψει
θα έχουν κατεστραμμένο
θα έχει καταστραφεί
θα είναι κατεστραμμένος, -η, -ο
θα έχουν καταστραφεί
θα είναι κατεστραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταστρέφωνα καταστρέφουμε, να καταστρέφομενα καταστρέφομαινα καταστρεφόμαστε
να καταστρέφειςνα καταστρέφετενα καταστρέφεσαινα καταστρέφεστε, να καταστρεφόσαστε
να καταστρέφεινα καταστρέφουν(ε)να καταστρέφεταινα καταστρέφονται
Aoristνα καταστρέψωνα καταστρέψουμε, να καταστρέψομενα καταστραφώνα καταστραφούμε
να καταστρέψειςνα καταστρέψετενα καταστραφείςνα καταστραφείτε
να καταστρέψεινα καταστρέψουν(ε)να καταστραφείνα καταστρεφούν(ε)
Perfνα έχω καταστρέψει
να έχω κατεστραμμένο
να έχουμε καταστρέψει
να έχουμε κατεστραμμένο
να έχω καταστραφεί
να είμαι κατεστραμμένος, -η
να έχουμε καταστραφεί
να είμαστε κατεστραμμένοι, -ες
να έχεις καταστρέψει
να έχεις κατεστραμμένο
να έχετε καταστρέψει
να έχετε κατεστραμμένο
να έχεις καταστραφεί
να είσαι κατεστραμμένος, -η
να έχετε καταστραφεί
να είστε κατεστραμμένοι, -ες
να έχει καταστρέψει
να έχει κατεστραμμένο
να έχουν καταστρέψει
να έχουν κατεστραμμένο
να έχει καταστραφεί
να είναι κατεστραμμένος, -η, -ο
να έχουν καταστραφεί
να είναι κατεστραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατέστρεφεκαταστρέφετεκαταστρέφεστε
Aoristκατέστρεψεκαταστρέψτε, καταστράφεκαταστρέψουκαταστραφείτε
Part
izip
Presκαταστρέφονταςκαταστρεφόμενος
Perfέχοντας καταστρέψει, έχοντας κατεστραμμένοκατεστραμμένος, -η, -ο
καταστραμμένος, -η, -ο
κατεστραμμένοι, -ες, -α
καταστραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταστρέψεικαταστραφεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback