καταστρέφω Verb  [katastrefo, katastrefw]

  Verb
(23)
  Verb
(10)
  Verb
(2)
  Verb
(0)

Etymologie zu καταστρέφω

καταστρέφω altgriechisch καταστρέφω κατά + στρέφω


GriechischDeutsch
Γι' αυτό λοιπόν επέλεξα το όπλο, όχι για να πυροβολώ, όχι γα να σκοτώνω. όχι για να καταστρέφω μα για να εμποδίσω όλους εκείνους που θα έκαναν κακό, για να προστατέψω τους αδύναμους, για να υπερασπιστώ δημοκρατικές ιδέες, για να υπερασπιστώ την ελευθερία που έχουμε όλοι εμείς να μιλάμε σήμερα εδώ στο Άμστερνταμ για το πώς μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο μας καλύτερο.Deswegen habe ich die Waffe genommen -nicht um zu erschießen, nicht um zu töten, nicht um zu zerstören, aber um diejenigen aufzuhalten, die Böses tun werden, um die Verletzlichen zu beschützen, demokratische Werte zu verteidigen, um sich für die Freiheit einzusetzen, heute hier zu reden in Amsterdam darüber, wie wir die Welt verbessern können.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
αφανίζω
διαλύω
εξοντώνω
χαλάω
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu καταστρέφω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταστρέφωκαταστρέφουμε, καταστρέφομεκαταστρέφομαικαταστρεφόμαστε
καταστρέφειςκαταστρέφετεκαταστρέφεσαικαταστρέφεστε, καταστρεφόσαστε
καταστρέφεικαταστρέφουν(ε)καταστρέφεταικαταστρέφονται
Imper
fekt
κατέστρεφα, κατάστρεφακαταστρέφαμεκαταστρεφόμουν(α)καταστρεφόμαστε, καταστρεφόμασταν
κατέστρεφες, κατάστρεφεςκαταστρέφατεκαταστρεφόσουν(α)καταστρεφόσαστε, καταστρεφόσασταν
κατέστρεφε, κατάστρεφεκατέστρεφαν, κατάστρεφαν, καταστρέφαν(ε)καταστρεφόταν(ε)καταστρέφονταν, καταστρεφόντανε, καταστρεφόντουσαν
Aoristκατέστρεψα, κατάστρεψακαταστρέψαμεκαταστράφηκακαταστραφήκαμε
κατέστρεψες, κατάστρεψεςκαταστρέψατεκαταστράφηκεςκαταστραφήκατε
κατέστρεψε, κατάστρεψεκατέστρεψαν, κατάστρεψαν, καταστρέψαν(ε)καταστράφηκεκαταστράφηκαν, καταστραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καταστρέψει
έχω κατεστραμμένο
έχουμε καταστρέψει
έχουμε κατεστραμμένο
έχω καταστραφεί
είμαι κατεστραμμένος, -η
έχουμε καταστραφεί
είμαστε κατεστραμμένοι, -ες
έχεις καταστρέψει
έχεις κατεστραμμένο
έχετε καταστρέψει
έχετε κατεστραμμένο
έχεις καταστραφεί
είσαι κατεστραμμένος, -η
έχετε καταστραφεί
είστε κατεστραμμένοι, -ες
έχει καταστρέψει
έχει κατεστραμμένο
έχουν καταστρέψει
έχουν κατεστραμμένο
έχει καταστραφεί
είναι κατεστραμμένος, -η, -ο
έχουν καταστραφεί
είναι κατεστραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καταστρέψει
είχα κατεστραμμένο
είχαμε καταστρέψει
είχαμε κατεστραμμένο
είχα καταστραφεί
ήμουν κατεστραμμένος, -η
είχαμε καταστραφεί
ήμαστε κατεστραμμένοι, -ες
είχες καταστρέψει
είχες κατεστραμμένο
είχατε καταστρέψει
είχατε κατεστραμμένο
είχες καταστραφεί
ήσουν κατεστραμμένος, -η
είχατε καταστραφεί
ήσαστε κατεστραμμένοι, -ες
είχε καταστρέψει
είχε κατεστραμμένο
είχαν καταστρέψει
είχαν κατεστραμμένο
είχε καταστραφεί
ήταν κατεστραμμένος, -η, -ο
είχαν καταστραφεί
ήταν κατεστραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταστρέφωθα καταστρέφουμε, θα καταστρέφομεθα καταστρέφομαιθα καταστρεφόμαστε
θα καταστρέφειςθα καταστρέφετεθα καταστρέφεσαιθα καταστρέφεστε, θα καταστρεφόσαστε
θα καταστρέφειθα καταστρέφουν(ε)θα καταστρέφεταιθα καταστρέφονται
Fut
ur
θα καταστρέψωθα καταστρέψουμε, θα καταστρέψομεθα καταστραφώθα καταστραφούμε
θα καταστρέψειςθα καταστρέψετεθα καταστραφείςθα καταστραφείτε
θα καταστρέψειθα καταστρέψουν(ε)θα καταστραφείθα καταστραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταστρέψει
θα έχω κατεστραμμένο
θα έχουμε καταστρέψει
θα έχουμε κατεστραμμένο
θα έχω καταστραφεί
θα είμαι κατεστραμμένος, -η
θα έχουμε καταστραφεί
θα είμαστε κατεστραμμένοι, -ες
θα έχεις καταστρέψει
θα έχεις κατεστραμμένο
θα έχετε καταστρέψει
θα έχετε κατεστραμμένο
θα έχεις καταστραφεί
θα είσαι κατεστραμμένος, -η
θα έχετε καταστραφεί
θα είστε κατεστραμμένοι, -ες
θα έχει καταστρέψει
θα έχει κατεστραμμένο
θα έχουν καταστρέψει
θα έχουν κατεστραμμένο
θα έχει καταστραφεί
θα είναι κατεστραμμένος, -η, -ο
θα έχουν καταστραφεί
θα είναι κατεστραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταστρέφωνα καταστρέφουμε, να καταστρέφομενα καταστρέφομαινα καταστρεφόμαστε
να καταστρέφειςνα καταστρέφετενα καταστρέφεσαινα καταστρέφεστε, να καταστρεφόσαστε
να καταστρέφεινα καταστρέφουν(ε)να καταστρέφεταινα καταστρέφονται
Aoristνα καταστρέψωνα καταστρέψουμε, να καταστρέψομενα καταστραφώνα καταστραφούμε
να καταστρέψειςνα καταστρέψετενα καταστραφείςνα καταστραφείτε
να καταστρέψεινα καταστρέψουν(ε)να καταστραφείνα καταστρεφούν(ε)
Perfνα έχω καταστρέψει
να έχω κατεστραμμένο
να έχουμε καταστρέψει
να έχουμε κατεστραμμένο
να έχω καταστραφεί
να είμαι κατεστραμμένος, -η
να έχουμε καταστραφεί
να είμαστε κατεστραμμένοι, -ες
να έχεις καταστρέψει
να έχεις κατεστραμμένο
να έχετε καταστρέψει
να έχετε κατεστραμμένο
να έχεις καταστραφεί
να είσαι κατεστραμμένος, -η
να έχετε καταστραφεί
να είστε κατεστραμμένοι, -ες
να έχει καταστρέψει
να έχει κατεστραμμένο
να έχουν καταστρέψει
να έχουν κατεστραμμένο
να έχει καταστραφεί
να είναι κατεστραμμένος, -η, -ο
να έχουν καταστραφεί
να είναι κατεστραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατέστρεφεκαταστρέφετεκαταστρέφεστε
Aoristκατέστρεψεκαταστρέψτε, καταστράφεκαταστρέψουκαταστραφείτε
Part
izip
Presκαταστρέφονταςκαταστρεφόμενος
Perfέχοντας καταστρέψει, έχοντας κατεστραμμένοκατεστραμμένος, -η, -ο
καταστραμμένος, -η, -ο
κατεστραμμένοι, -ες, -α
καταστραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταστρέψεικαταστραφεί











Griechische Definition zu καταστρέφω

καταστρέφω [katastréfo] -ομαι Ρ αόρ. κατέστρεψα και (προφ.) κατάστρε ψα, απαρέμφ. καταστρέψει, παθ. αόρ. καταστράφηκα, απαρέμφ. καταστραφεί, μππ. κατεστραμμένος και καταστραμμένος : 1α. προξενώ σε κτ. πολύ μεγάλες φθορές ή αλλοιώσεις, με δραστικό τρόπο και συνήθ. σκόπι μα, ή το αφανίζω: H πυρκαγιά κατέστρεψε το σπίτι / το δάσος. Tο χαλάζι κατέστρεψε τις καλλιέργειες. Kατέστρεψε όλα τα στοιχεία που μπορούσαν να τον ενοχοποιήσουν. H υψηλή θερμοκρασία καταστρέφει τα μικρόβια, τα σκοτώνει. H πόλη καταστράφηκε από το σεισμό. β. για φθορά που προκαλείται βαθμιαία από το χρόνο ή από κακή χρήση ή συντήρηση: H υγρασία καταστρέφει τα μέταλλα. H κακή οδήγηση καταστρέφει το αυτοκίνητο. Πρόσεχε μην καταστρέψεις τα παπούτσια / τα ρούχα σου. Tο πλυντήριο καταστρέφει τα μάλλινα. || Tο κάπνισμα / το ποτό καταστρέφει την υγεία, προκαλεί ανεπανόρθωτες βλάβες. Tο κατέστρεψες το στομάχι σου. γ. κατασκευάζω κτ. με άτεχνο ή ακαλαίσθητο τρόπο ή χωρίς το σωστό σχεδιασμό: Ο ράφτης μού το κατέστρεψε το κοστούμι, δε μου το έραψε καλά. Mε την πυκνή δόμηση καταστρέψαμε τις πόλεις μας. || Aυτή η πολυκατοικία καταστρέφει το περιβάλλον. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback