organisieren
 Verb

οργανώνω Verb
(6)
διοργανώνω Verb
(2)
καταρτίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie können auch an einem der Bürgerdialoge teilnehmen, die ich und meine Amtskollegen in jedem EU-Land organisieren", so Vizepräsidentin Reding, die zuständige Kommissarin für Justiz, Grundrechte und Bürgerschaft.Επίσης, μπορείτε να συμμετάσχετε σε έναν διάλογο με τους πολίτες που οργανώνω μαζί με τα άλλα μέλη της Επιτροπής σε κάθε χώρα της ΕΕ», δήλωσε η Αντιπρόεδρος κα Reding, αρμόδια για τη δικαιοσύνη, τα θεμελιώδη δικαιώματα και την ιθαγένεια.

Übersetzung bestätigt

Ich persönlich werde jedoch meinen Kampf gegen die extreme Rechte fortsetzen, Unterschriften für eine Petition sammeln, in der Maßnahmen bis zum Ausschluß Österreichs gefordert werden, eine große Bürgerdemonstration am heutigen Samstag um 15 Uhr in Lille organisieren.Ωστόσο, προσωπικά συνεχίζω να μάχομαι κατά της άκρας Δεξιάς, συγκεντρώνω υπογραφές για ένα αίτημα που απαιτεί μέτρα τα οποία να φθάνουν μέχρι και την αποπομπή της Αυστρίας και οργανώνω μια μεγάλη πολιτική διαδήλωση αυτό το Σάββατο στις 15.00 στη Λίλη.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
οργανώνωοργανώνουμε, οργανώνομεοργανώνομαιοργανωνόμαστε
οργανώνειςοργανώνετεοργανώνεσαιοργανώνεστε, οργανωνόσαστε
οργανώνειοργανώνουν(ε)οργανώνεταιοργανώνονται
Imper
fekt
οργάνωναοργανώναμεοργανωνόμουν(α)οργανωνόμαστε, οργανωνόμασταν
οργάνωνεςοργανώνατεοργανωνόσουν(α)οργανωνόσαστε, οργανωνόσασταν
οργάνωνεοργάνωναν, οργανώναν(ε)οργανωνόταν(ε)οργανώνονταν, οργανωνόντανε, οργανωνόντουσαν
Aoristοργάνωσαοργανώσαμεοργανώθηκαοργανωθήκαμε
οργάνωσεςοργανώσατεοργανώθηκεςοργανωθήκατε
οργάνωσεοργάνωσαν, οργανώσαν(ε)οργανώθηκεοργανώθηκαν, οργανωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω οργανώσει
έχω οργανωμένο
έχουμε οργανώσει
έχουμε οργανωμένο
έχω οργανωθεί
είμαι οργανωμένος, -η
έχουμε οργανωθεί
είμαστε οργανωμένοι, -ες
έχεις οργανώσει
έχεις οργανωμένο
έχετε οργανώσει
έχετε οργανωμένο
έχεις οργανωθεί
είσαι οργανωμένος, -η
έχετε οργανωθεί
είστε οργανωμένοι, -ες
έχει οργανώσει
έχει οργανωμένο
έχουν οργανώσει
έχουν οργανωμένο
έχει οργανωθεί
είναι οργανωμένος, -η, -ο
έχουν οργανωθεί
είναι οργανωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα οργανώσει
είχα οργανωμένο
είχαμε οργανώσει
είχαμε οργανωμένο
είχα οργανωθεί
ήμουν οργανωμένος, -η
είχαμε οργανωθεί
ήμαστε οργανωμένοι, -ες
είχες οργανώσει
είχες οργανωμένο
είχατε οργανώσει
είχατε οργανωμένο
είχες οργανωθεί
ήσουν οργανωμένος, -η
είχατε οργανωθεί
ήσαστε οργανωμένοι, -ες
είχε οργανώσει
είχε οργανωμένο
είχαν οργανώσει
είχαν οργανωμένο
είχε οργανωθεί
ήταν οργανωμένος, -η, -ο
είχαν οργανωθεί
ήταν οργανωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα οργανώνωθα οργανώνουμε, θα οργανώνομεθα οργανώνομαιθα οργανωνόμαστε
θα οργανώνειςθα οργανώνετεθα οργανώνεσαιθα οργανώνεστε, θα οργανωνόσαστε
θα οργανώνειθα οργανώνουν(ε)θα οργανώνεταιθα οργανώνονται
Fut
ur
θα οργανώσωθα οργανώσουμε, θα οργανώσομεθα οργανωθώθα οργανωθούμε
θα οργανώσειςθα οργανώσετεθα οργανωθείςθα οργανωθείτε
θα οργανώσειθα οργανώσουνθα οργανωθείθα οργανωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω οργανώσει
θα έχω οργανωμένο
θα έχουμε οργανώσει
θα έχουμε οργανωμένο
θα έχω οργανωθεί
θα είμαι οργανωμένος, -η
θα έχουμε οργανωθεί
θα είμαστε οργανωμένοι, -ες
θα έχεις οργανώσει
θα έχεις οργανωμένο
θα έχετε οργανώσει
θα έχετε οργανωμένο
θα έχεις οργανωθεί
θα είσαι οργανωμένος, -η
θα έχετε οργανωθεί
θα είστε οργανωμένοι, -ες
θα έχει οργανώσει
θα έχει οργανωμένο
θα έχουν οργανώσει
θα έχουν οργανωμένο
θα έχει οργανωθεί
θα είναι οργανωμένος, -η, -ο
θα έχουν οργανωθεί
θα είναι οργανωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να οργανώνωνα οργανώνουμε, να οργανώνομενα οργανώνομαινα οργανωνόμαστε
να οργανώνειςνα οργανώνετενα οργανώνεσαινα οργανώνεστε, να οργανωνόσαστε
να οργανώνεινα οργανώνουν(ε)να οργανώνεταινα οργανώνονται
Aoristνα οργανώσωνα οργανώσουμε, να οργανώσομενα οργανωθώνα οργανωθούμε
να οργανώσειςνα οργανώσετενα οργανωθείςνα οργανωθείτε
να οργανώσεινα οργανώσουν(ε)να οργανωθείνα οργανωθούν(ε)
Perfνα έχω οργανώσει
να έχω οργανωμένο
να έχουμε οργανώσει
να έχουμε οργανωμένο
να έχω οργανωθεί
να είμαι οργανωμένος, -η
να έχουμε οργανωθεί
να είμαστε οργανωμένοι, -ες
να έχεις οργανώσει
να έχεις οργανωμένο
να έχετε οργανώσει
να έχετε οργανωμένο
να έχεις οργανωθεί
να είσαι οργανωμένος, -η
να έχετε οργανωθεί
να είστε οργανωμένοι, -ες
να έχει οργανώσει
να έχει οργανωμένο
να έχουν οργανώσει
να έχουν οργανωμένο
να έχει οργανωθεί
να είναι οργανωμένος, -η, -ο
να έχουν οργανωθεί
να είναι οργανωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presοργάνωνεοργανώνετεοργανώνεστε
Aoristοργάνωσεοργανώστε, οργανώσετεοργανώσουοργανωθείτε
Part
izip
Presοργανώνοντας
Perfέχοντας οργανώσει, έχοντας οργανωμένοοργανωμένος, -η, -οοργανωμένοι, -ες, -α
InfinAoristοργανώσειοργανωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback