Griechisch | Deutsch |
---|---|
Επίσης, μπορείτε να συμμετάσχετε σε έναν διάλογο με τους πολίτες που οργανώνω μαζί με τα άλλα μέλη της Επιτροπής σε κάθε χώρα της ΕΕ», δήλωσε η Αντιπρόεδρος κα Reding, αρμόδια για τη δικαιοσύνη, τα θεμελιώδη δικαιώματα και την ιθαγένεια. | Sie können auch an einem der Bürgerdialoge teilnehmen, die ich und meine Amtskollegen in jedem EU-Land organisieren", so Vizepräsidentin Reding, die zuständige Kommissarin für Justiz, Grundrechte und Bürgerschaft. Übersetzung bestätigt |
Ωστόσο, προσωπικά συνεχίζω να μάχομαι κατά της άκρας Δεξιάς, συγκεντρώνω υπογραφές για ένα αίτημα που απαιτεί μέτρα τα οποία να φθάνουν μέχρι και την αποπομπή της Αυστρίας και οργανώνω μια μεγάλη πολιτική διαδήλωση αυτό το Σάββατο στις 15.00 στη Λίλη. | Ich persönlich werde jedoch meinen Kampf gegen die extreme Rechte fortsetzen, Unterschriften für eine Petition sammeln, in der Maßnahmen bis zum Ausschluß Österreichs gefordert werden, eine große Bürgerdemonstration am heutigen Samstag um 15 Uhr in Lille organisieren. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
organisieren |
sortieren |
kommissionieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | οργανώνω | οργανώνουμε, οργανώνομε | οργανώνομαι | οργανωνόμαστε |
οργανώνεις | οργανώνετε | οργανώνεσαι | οργανώνεστε, οργανωνόσαστε | ||
οργανώνει | οργανώνουν(ε) | οργανώνεται | οργανώνονται | ||
Imper fekt | οργάνωνα | οργανώναμε | οργανωνόμουν(α) | οργανωνόμαστε, οργανωνόμασταν | |
οργάνωνες | οργανώνατε | οργανωνόσουν(α) | οργανωνόσαστε, οργανωνόσασταν | ||
οργάνωνε | οργάνωναν, οργανώναν(ε) | οργανωνόταν(ε) | οργανώνονταν, οργανωνόντανε, οργανωνόντουσαν | ||
Aorist | οργάνωσα | οργανώσαμε | οργανώθηκα | οργανωθήκαμε | |
οργάνωσες | οργανώσατε | οργανώθηκες | οργανωθήκατε | ||
οργάνωσε | οργάνωσαν, οργανώσαν(ε) | οργανώθηκε | οργανώθηκαν, οργανωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα οργανώνω | θα οργανώνουμε, | θα οργανώνομαι | θα οργανωνόμαστε | |
θα οργανώνεις | θα οργανώνετε | θα οργανώνεσαι | θα οργανώνεστε, | ||
θα οργανώνει | θα οργανώνουν(ε) | θα οργανώνεται | θα οργανώνονται | ||
Fut ur | θα οργανώσω | θα οργανώσουμε, | θα οργανωθώ | θα οργανωθούμε | |
θα οργανώσεις | θα οργανώσετε | θα οργανωθείς | θα οργανωθείτε | ||
θα οργανώσει | θα οργανώσουν | θα οργανωθεί | θα οργανωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να οργανώνω | να οργανώνουμε, | να οργανώνομαι | να οργανωνόμαστε |
να οργανώνεις | να οργανώνετε | να οργανώνεσαι | να οργανώνεστε, | ||
να οργανώνει | να οργανώνουν(ε) | να οργανώνεται | να οργανώνονται | ||
Aorist | να οργανώσω | να οργανώσουμε, | να οργανωθώ | να οργανωθούμε | |
να οργανώσεις | να οργανώσετε | να οργανωθείς | να οργανωθείτε | ||
να οργανώσει | να οργανώσουν(ε) | να οργανωθεί | να οργανωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις οργανώσει να έχεις οργανωμένο | να έχετε οργανώσει να έχετε οργανωμένο | να έχεις οργανωθεί να είσαι οργανωμένος, -η | να έχετε οργανωθεί να είστε οργανωμένοι, -ες | ||
να έχει οργανώσει να έχει οργανωμένο | να έχουν οργανώσει να έχουν οργανωμένο | να έχει οργανωθεί | να έχουν οργανωθεί | ||
Imper ativ | Pres | οργάνωνε | οργανώνετε | οργανώνεστε | |
Aorist | οργάνωσε | οργανώστε, οργανώσετε | οργανώσου | οργανωθείτε | |
Part izip | Pres | οργανώνοντας | |||
Perf | έχοντας οργανώσει, | οργανωμένος, -η, -ο | οργανωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | οργανώσει | οργανωθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | organisiere | ||
du | organisierst | |||
er, sie, es | organisiert | |||
Präteritum | ich | organisierte | ||
Konjunktiv II | ich | organisierte | ||
Imperativ | Singular | organisiere! organisier! | ||
Plural | organisiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
organisiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:organisieren |
οργανώνω [orγanóno] -ομαι μππ. οργανωμένος* : 1α. διαμορφώνω και διευθετώ τα τμήματα ενός συνόλου προσώπων, πραγμάτων, δραστηριοτήτων κτλ., έτσι ώστε αυτό να λειτουργεί αποτελεσματικά: οργανώνω το στρατό / τη δημόσια διοίκηση ενός κράτους. οργανώνω την εργασία / την παραγωγή / τις μεταφορές μιας χώρας. οργανώνω τον ελεύθερο χρόνο μου. || Aπαγορεύτηκε στη νικημένη Γερμανία να οργανώσει στρατό. β. συστηματοποιώ κτ. δίνοντάς του λογική συνοχή: οργανώνω τις σκέψεις μου. Δεν μπορεί να οργανώσει σωστά το λόγο του. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.