εξετάζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Das muss ich nachprüfen. | Πρέπει να το ξανακοιτάξω. Übersetzung nicht bestätigt |
Du brauchst das nicht nachprüfen. | Δε χρειάζεται. Übersetzung nicht bestätigt |
Sie können das nicht nachprüfen. | Θα αναλάβω εγώ τους δημοσιογράφους. Übersetzung nicht bestätigt |
Das wird sich leicht nachprüfen lassen. | Λογικό ακούγεται. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich kann das nachprüfen und könnte Ihnen vielleicht glauben. Mir egal, ob Sie mir glauben oder nicht. Ich will nur Marion sehen, bevor sie sich zu tief darin verstrickt. | Δε μ'άπασχολεί αν με πιστεύετε Δε θέλω να μπλέξει η Μάριον! Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
abchecken |
abklären |
prüfen |
nachprüfen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | prüfe nach | ||
du | prüfst nach | |||
er, sie, es | prüft nach | |||
Präteritum | ich | prüfte nach | ||
Konjunktiv II | ich | prüfte nach | ||
Imperativ | Singular | prüf nach! prüfe nach! | ||
Plural | prüft nach! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
nachgeprüft | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:nachprüfen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εξετάζω | εξετάζουμε, εξετάζομε | εξετάζομαι | εξεταζόμαστε |
εξετάζεις | εξετάζετε | εξετάζεσαι | εξετάζεστε, εξεταζόσαστε | ||
εξετάζει | εξετάζουν(ε) | εξετάζεται | εξετάζονται | ||
Imper fekt | εξέταζα | εξετάζαμε | εξεταζόμουν(α) | εξεταζόμαστε, εξεταζόμασταν | |
εξέταζες | εξετάζατε | εξεταζόσουν(α) | εξεταζόσαστε, εξεταζόσασταν | ||
εξέταζε | εξέταζαν, εξετάζαν(ε) | εξεταζόταν(ε) | εξετάζονταν, εξεταζόντανε, εξεταζόντουσαν | ||
Aorist | εξέτασα | εξετάσαμε | εξετάστηκα | εξεταστήκαμε | |
εξέτασες | εξετάσατε | εξετάστηκες | εξεταστήκατε | ||
εξέτασε | εξέτασαν, εξετάσαν(ε) | εξετάστηκε | εξετάστηκαν, εξεταστήκανε | ||
Per fekt | έχω εξετάσει έχω εξετασμένο | έχουμε εξετάσει έχουμε εξετασμένο | έχω εξεταστεί είμαι εξετασμένος, -η | έχουμε εξεταστεί είμαστε εξετασμένοι, -ες | |
έχεις εξετάσει έχεις εξετασμένο | έχετε εξετάσει έχετε εξετασμένο | έχεις εξεταστεί είσαι εξετασμένος, -η | έχετε εξεταστεί είστε εξετασμένοι, -ες | ||
έχει εξετάσει έχει εξετασμένο | έχουν εξετάσει έχουν εξετασμένο | έχει εξεταστεί είναι εξετασμένος, -η, -ο | έχουν εξεταστεί είναι εξετασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα εξετάσει είχα εξετασμένο | είχαμε εξετάσει είχαμε εξετασμένο | είχα εξεταστεί ήμουν εξετασμένος, -η | είχαμε εξεταστεί ήμαστε εξετασμένοι, -ες | |
είχες εξετάσει είχες εξετασμένο | είχατε εξετάσει είχατε εξετασμένο | είχες εξεταστεί ήσουν εξετασμένος, -η | είχατε εξεταστεί ήσαστε εξετασμένοι, -ες | ||
είχε εξετάσει είχε εξετασμένο | είχαν εξετάσει είχαν εξετασμένο | είχε εξεταστεί ήταν εξετασμένος, -η, -ο | είχαν εξεταστεί ήταν εξετασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εξετάζω | θα εξετάζουμε, θα εξετάζομε | θα εξετάζομαι | θα εξεταζόμαστε | |
θα εξετάζεις | θα εξετάζετε | θα εξετάζεσαι | θα εξετάζεστε, θα εξεταζόσαστε | ||
θα εξετάζει | θα εξετάζουν(ε) | θα εξετάζεται | θα εξετάζονται | ||
Fut ur | θα εξετάσω | θα εξετάσουμε, θα εξετάσομε | θα εξεταστώ | θα εξεταστούμε | |
θα εξετάσεις | θα εξετάσετε | θα εξεταστείς | θα εξεταστείτε | ||
θα εξετάσει | θα εξετάσουν(ε) | θα εξεταστεί | θα εξεταστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εξετάσει θα έχω εξετασμένο | θα έχουμε εξετάσει θα έχουμε εξετασμένο | θα έχω εξεταστεί θα είμαι εξετασμένος, -η | θα έχουμε εξεταστεί θα είμαστε εξετασμένοι, -ες | |
θα έχεις εξετάσει θα έχεις εξετασμένο | θα έχετε εξετάσει θα έχετε εξετασμένο | θα έχεις εξεταστεί θα είσαι εξετασμένος, -η | θα έχετε εξεταστεί θα είστε εξετασμένοι, -ες | ||
θα έχει εξετάσει θα έχει εξετασμένο | θα έχουν εξετάσει θα έχουν εξετασμένο | θα έχει εξεταστεί θα είναι εξετασμένος, -η, -ο | θα έχουν εξεταστεί θα είναι εξετασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εξετάζω | να εξετάζουμε, να εξετάζομε | να εξετάζομαι | να εξεταζόμαστε |
να εξετάζεις | να εξετάζετε | να εξετάζεσαι | να εξετάζεστε, | ||
να εξετάζει | να εξετάζουν(ε) | να εξετάζεται | να εξετάζονται | ||
Aorist | να εξετάσω | να εξετάσουμε, να εξετάσομε | να εξεταστώ | να εξεταστούμε | |
να εξετάσεις | να εξετάσετε | να εξεταστείς | να εξεταστείτε | ||
να εξετάσει | να εξετάσουν | να εξεταστεί | να εξεταστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εξετάσει να έχω εξετασμένο | να έχουμε εξετασμένο | να έχω εξεταστεί | να έχουμε εξεταστεί | |
να έχεις εξετασμένο | να έχετε εξετάσει να έχετε εξετασμένο | να έχεις εξεταστεί να είσαι εξετασμένος, -η | να έχετε εξεταστεί να είστε εξετασμένοι, -ες | ||
να έχει εξετάσει να έχει εξετασμένο | να έχουν εξετάσει να έχουν εξετασμένο | να έχει εξεταστεί | να έχουν εξεταστεί | ||
Imper ativ | Pres | εξέταζε | εξετάζετε | εξετάζεστε | |
Aorist | εξέτασε | εξετάστε | εξετάσου | εξεταστείτε | |
Part izip | Pres | εξετάζοντας | εξεταζόμενος | ||
Perf | έχοντας εξετάσει, έχοντας εξετασμένο | εξετασμένος, -η, -ο | εξετασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εξετάσει | εξεταστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.