nachmachen
 Verb

αναπληρώνω Verb
(0)
συμπληρώνω Verb
(0)
αντιγράφω Verb
(0)
μιμούμαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Hast du je Earl Chinesisch nachmachen hören?Έχεις ακούσει ποτέ τον Ερλ να μιμείται Κινέζο;

Übersetzung nicht bestätigt

Er kann jeden nachmachen.Μπορεί να κάνει τους πάντες.

Übersetzung nicht bestätigt

Es konnte sich doch jemand den Schlüssel nachmachen lassen.Οποιος έκλεψε τα λεφτά, μπορεί να έβγαλε αντικλείδι.

Übersetzung nicht bestätigt

Er hätte sich den Schlüssel nachmachen lassen können und er hätte mit ihm die Tür öffnen können.Μπορούσε να έβγαζε αντικλείδι... Και να άνοιγε μ' αυτό...

Übersetzung nicht bestätigt

Schnell verbreitete sich im Ort, dass Peppone die Abschlussprüfung der Volksschule nachmachen würde.Τα εντυπωσιακά νέα έσκασαν σαν βόμβα στην πόλη. Ακούσατε;

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αντιγράφωαντιγράφουμε, αντιγράφομεαντιγράφομαιαντιγραφόμαστε
αντιγράφειςαντιγράφετεαντιγράφεσαιαντιγράφεστε, αντιγραφόσαστε
αντιγράφειαντιγράφουν(ε)αντιγράφεταιαντιγράφονται
Imper
fekt
αντέγραφααντιγράφαμεαντιγραφόμουν(α)αντιγραφόμαστε, αντιγραφόμασταν
αντέγραφεςαντιγράφατεαντιγραφόσουν(α)αντιγραφόσαστε, αντιγραφόσασταν
αντέγραφεαντέγραφαν, αντιγράφαν(ε)αντιγραφόταν(ε)αντιγράφονταν, αντιγραφόντανε, αντιγραφόντουσαν
Aoristαντέγραψααντιγράψαμεαντιγράφτηκα, αντιγράφηκααντιγραφτήκαμε, αντιγραφήκαμε
αντέγραψεςαντιγράψατεαντιγράφτηκες, αντιγράφηκεςαντιγραφτήκατε, αντιγραφήκατε
αντέγραψεαντέγραψαν, αντιγράψαν(ε)αντιγράφτηκε, αντιγράφηκεαντιγράφτηκαν, αντιγραφτήκαν(ε), αντιγράφηκαν, αντιγραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αντιγράψει
έχω αντιγραμμένο
έχουμε αντιγράψει
έχουμε αντιγραμμένο
έχω αντιγραφτεί
έχω αντιγραφεί
είμαι αντιγραμμένος, -η
έχουμε αντιγραφτεί
έχουμε αντιγραφεί
είμαστε αντιγραμμένοι, -ες
έχεις αντιγράψει
έχεις αντιγραμμένο
έχετε αντιγράψει
έχετε αντιγραμμένο
έχεις αντιγραφτεί
έχεις αντιγραφεί
είσαι αντιγραμμένος, -η
έχετε αντιγραφτεί
έχετε αντιγραφεί
είστε αντιγραμμένοι, -ες
έχει αντιγράψει
έχει αντιγραμμένο
έχουν αντιγράψει
έχουν αντιγραμμένο
έχει αντιγραφτεί
έχει αντιγραφεί
είναι αντιγραμμένος, -η, -ο
έχουν αντιγραφτεί
έχουν αντιγραφεί
είναι αντιγραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αντιγράψει
είχα αντιγραμμένο
είχαμε αντιγράψει
είχαμε αντιγραμμένο
είχα αντιγραφτεί
είχα αντιγραφεί
ήμουν αντιγραμμένος, -η
είχαμε αντιγραφτεί
είχαμε αντιγραφεί
ήμαστε αντιγραμμένοι, -ες
είχες αντιγράψει
είχες αντιγραμμένο
είχατε αντιγράψει
είχατε αντιγραμμένο
είχες αντιγραφτεί
είχες αντιγραφεί
ήσουν αντιγραμμένος, -η
είχατε αντιγραφτεί
είχατε αντιγραφεί
ήσαστε αντιγραμμένοι, -ες
είχε αντιγράψει
είχε αντιγραμμένο
είχαν αντιγράψει
είχαν αντιγραμμένο
είχε αντιγραφτεί
είχε αντιγραφεί
ήταν αντιγραμμένος, -η, -ο
είχαν αντιγραφτεί
είχαν αντιγραφεί
ήταν αντιγραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αντιγράφωθα αντιγράφουμε, θα αντιγράφομεθα αντιγράφομαιθα αντιγραφόμαστε
θα αντιγράφειςθα αντιγράφετεθα αντιγράφεσαιθα αντιγράφεστε, θα αντιγραφόσαστε
θα αντιγράφειθα αντιγράφουν(ε)θα αντιγράφεταιθα αντιγράφονται
Fut
ur
θα αντιγράψωθα αντιγράψουμε, θα αντιγράψομεθα αντιγραφτώ, θα αντιγραφώθα αντιγραφτούμε, θα αντιγραφούμε
θα αντιγράψειςθα αντιγράψετεθα αντιγραφτείς, θα αντιγραφείςθα αντιγραφτείτε, θα αντιγραφείτε
θα αντιγράψειθα αντιγράψουν(ε)θα αντιγραφτεί, θα αντιγραφείθα αντιγραφτούν(ε), θα αντιγραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αντιγράψει
θα έχω αντιγραμμένο
θα έχουμε αντιγράψει
θα έχουμε αντιγραμμένο
θα έχω αντιγραφτεί
θα έχω αντιγραφεί
θα είμαι αντιγραμμένος, -η
θα έχουμε αντιγραφτεί
θα έχουμε αντιγραφεί
θα είμαστε αντιγραμμένοι, -ες
θα έχεις αντιγράψει
θα έχεις αντιγραμμένο
θα έχετε αντιγράψει
θα έχετε αντιγραμμένο
θα έχεις αντιγραφτεί
θα έχεις αντιγραφεί
θα είσαι αντιγραμμένος, -η
θα έχετε αντιγραφτεί
θα έχετε αντιγραφεί
θα είστε αντιγραμμένοι, -ες
θα έχει αντιγράψει
θα έχει αντιγραμμένο
θα έχουν αντιγράψει
θα έχουν αντιγραμμένο
θα έχει αντιγραφτεί
θα έχει αντιγραφεί
θα είναι αντιγραμμένος, -η, -ο
θα έχουν αντιγραφτεί
θα έχουν αντιγραφεί
θα είναι αντιγραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αντιγράφωνα αντιγράφουμε, να αντιγράφομενα αντιγράφομαινα αντιγραφόμαστε
να αντιγράφειςνα αντιγράφετενα αντιγράφεσαινα αντιγράφεστε, να αντιγραφόσαστε
να αντιγράφεινα αντιγράφουν(ε)να αντιγράφεταινα αντιγράφονται
Aoristνα αντιγράψωνα αντιγράψουμε, να αντιγράψομενα αντιγραφτώ, να αντιγραφώνα αντιγραφτούμε, να αντιγραφούμε
να αντιγράψειςνα αντιγράψετενα αντιγραφτείς, να αντιγραφείςνα αντιγραφτείτε, να αντιγραφείτε
να αντιγράψεινα αντιγράψουν(ε)να αντιγραφτεί, να αντιγραφείνα αντιγραφτούν(ε), να αντιγραφούν(ε)
Perfνα έχω αντιγράψει
να έχω αντιγραμμένο
να έχουμε αντιγράψει
να έχουμε αντιγραμμένο
να έχω αντιγραφτεί
να έχω αντιγραφεί
να είμαι αντιγραμμένος, -η
να έχουμε αντιγραφτεί
να έχουμε αντιγραφεί
να είμαστε αντιγραμμένοι, -ες
να έχεις αντιγράψει
να έχεις αντιγραμμένο
να έχετε αντιγράψει
να έχετε αντιγραμμένο
να έχεις αντιγραφτεί
να έχεις αντιγραφεί
να είσαι αντιγραμμένος, -η
να έχετε αντιγραφτεί
να έχετε αντιγραφεί
να είστε αντιγραμμένοι, -ες
να έχει αντιγράψει
να έχει αντιγραμμένο
να έχουν αντιγράψει
να έχουν αντιγραμμένο
να έχει αντιγραφτεί
να έχει αντιγραφεί
να είναι αντιγραμμένος, -η, -ο
να έχουν αντιγραφτεί
να έχουν αντιγραφεί
να είναι αντιγραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαντέγραφεαντιγράφετεαντιγράφεστε
Aoristαντέγραψεαντιγράψτε, αντιγράφτεαντιγράψουαντιγραφτείτε, αντιγραφείτε
Part
izip
Presαντιγράφονταςαντιγραφόμενος
Perfέχοντας αντιγράψει, έχοντας αντιγραμμένοαντιγραμμένος, -η, -οαντιγραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristαντιγράψειαντιγραφτεί, αντιγραφεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μιμούμαιμιμούμαστε
μιμείσαιμιμείστε
μιμείταιμιμούνται
Imper
fekt
μιμούμουνμιμούμαστε
μιμούνταν, μιμείτομιμούνταν, μιμούντο
Aoristμιμήθηκαμιμηθήκαμε
μιμήθηκεςμιμηθήκατε
μιμήθηκεμιμήθηκαν, μιμηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω μιμηθείέχουμε μιμηθεί
έχεις μιμηθείέχετε μιμηθεί
έχει μιμηθείέχουν μιμηθεί
Plu
perf
ekt
είχα μιμηθείείχαμε μιμηθεί
είχες μιμηθείείχατε μιμηθεί
είχε μιμηθείείχαν μιμηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μιμούμαιθα μιμούμαστε
θα μιμείσαιθα μιμείστε
θα μιμείταιθα μιμούνται
Fut
ur
θα μιμηθώθα μιμηθούμε
θα μιμηθείςθα μιμηθείτε
θα μιμηθείθα μιμηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μιμηθείθα έχουμε μιμηθεί
θα έχεις μιμηθείθα έχετε μιμηθεί
θα έχει μιμηθείθα έχουν μιμηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μιμούμαινα μιμούμαστε
να μιμείσαινα μιμείστε
να μιμείταινα μιμούνται
Aoristνα μιμηθώνα μιμηθούμε
να μιμηθείςνα μιμηθείτε
να μιμηθείνα μιμηθούν(ε)
Perfνα έχω μιμηθείνα έχουμε μιμηθεί
να έχεις μιμηθείνα έχετε μιμηθεί
να έχει μιμηθείνα έχουν μιμηθεί
Imper
ativ
Presμιμείστε
Aoristμιμήσουμιμηθείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristμιμηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback