missachten
 Verb

περιφρονώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Warum sollte sie wegen einer flüchtigen Affäre ihrem Dienst Schande machen und ihre Pflicht missachten?Γιατί να ατιμάσει την υπηρεσία, να καταπατήσει το καθήκον λόγω αφοσιώσεως γι' αυτόν τον άνδρα.

Übersetzung nicht bestätigt

3. Kein Eingeborener lässt sich dazu bewegen, das Juju zu missachten.Τρίτον, κανένας ιθαγενής σε σαφάρι δεν πείθεται να αγνοήσει "τζούτζου".

Übersetzung nicht bestätigt

Phillips Warnung zu missachten, wäre eine Aufforderung zum Krieg.Το να παραβλεψεις του Φιλιππου την προειδοποιηση.... Ειναι σαν να καλεις εναν αμεσο πολεμο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich erhebe Einspruch gegen die Methoden der Verteidigung, die zumindest die Würde des Gerichts missachten.Κε Πρόεδρε, ενίσταμαι εντόνως... για τις μεθόδους που εφαρμόζει η Υπεράσπιση... οι οποίες το λιγότερο προσβάλλουν την αξιοπρέπεια του δικαστηρίου.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie missachten Anweisungen.Παραβιάζεις διαταγές.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περιφρονώπεριφρονούμεπεριφρονούμαιπεριφρονούμαστε
περιφρονείςπεριφρονείτεπεριφρονείσαιπεριφρονείστε
περιφρονείπεριφρονούν(ε)περιφρονείταιπεριφρονούνται
Imper
fekt
περιφρονούσαπεριφρονούσαμεπεριφρονούμουνπεριφρονούμαστε
περιφρονούσεςπεριφρονούσατε
περιφρονούσεπεριφρονούσαν(ε)περιφρονούνταν, περιφρονείτοπεριφρονούνταν, περιφρονούντο
Aoristπεριφρόνησαπεριφρονήσαμεπεριφρονήθηκαπεριφρονηθήκαμε
περιφρόνησεςπεριφρονήσατεπεριφρονήθηκεςπεριφρονηθήκατε
περιφρόνησεπεριφρόνησαν, περιφρονήσαν(ε)περιφρονήθηκεπεριφρονήθηκαν, περιφρονηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω περιφρονήσει
έχω περιφρονημένο
έχουμε περιφρονήσει
έχουμε περιφρονημένο
έχω περιφρονηθεί
είμαι περιφρονημένος, -η
έχουμε περιφρονηθεί
είμαστε περιφρονημένοι, -ες
έχεις περιφρονήσει
έχεις περιφρονημένο
έχετε περιφρονήσει
έχετε περιφρονημένο
έχεις περιφρονηθεί
είσαι περιφρονημένος, -η
έχετε περιφρονηθεί
είστε περιφρονημένοι, -ες
έχει περιφρονήσει
έχει περιφρονημένο
έχουν περιφρονήσει
έχουν περιφρονημένο
έχει περιφρονηθεί
είναι περιφρονημένος, -η, -ο
έχουν περιφρονηθεί
είναι περιφρονημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα περιφρονήσει
είχα περιφρονημένο
είχαμε περιφρονήσει
είχαμε περιφρονημένο
είχα περιφρονηθεί
ήμουν περιφρονημένος, -η
είχαμε περιφρονηθεί
ήμαστε περιφρονημένοι, -ες
είχες περιφρονήσει
είχες περιφρονημένο
είχατε περιφρονήσει
είχατε περιφρονημένο
είχες περιφρονηθεί
ήσουν περιφρονημένος, -η
είχατε περιφρονηθεί
ήσαστε περιφρονημένοι, -ες
είχε περιφρονήσει
είχε περιφρονημένο
είχαν περιφρονήσει
είχαν περιφρονημένο
είχε περιφρονηθεί
ήταν περιφρονημένος, -η, -ο
είχαν περιφρονηθεί
ήταν περιφρονημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περιφρονώθα περιφρονούμεθα περιφρονούμαιθα περιφρονούμαστε
θα περιφρονείςθα περιφρονείτεθα περιφρονείσαιθα περιφρονείστε
θα περιφρονείθα περιφρονούν(ε)θα περιφρονείταιθα περιφρονούνται
Fut
ur
θα περιφρονήσωθα περιφρονήσουμεθα περιφρονηθώθα περιφρονηθούμε
θα περιφρονήσειςθα περιφρονήσετεθα περιφρονηθείςθα περιφρονηθείτε
θα περιφρονήσειθα περιφρονήσουν(ε)θα περιφρονηθείθα περιφρονηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περιφρονήσει
θα έχω περιφρονημένο
θα έχουμε περιφρονήσει
θα έχουμε περιφρονημένο
θα έχω περιφρονηθεί
θα είμαι περιφρονημένος, -η
θα έχουμε περιφρονηθεί
θα είμαστε περιφρονημένοι, -ες
θα έχεις περιφρονήσει
θα έχεις περιφρονημένο
θα έχετε περιφρονήσει
θα έχετε περιφρονημένο
θα έχεις περιφρονηθεί
θα είσαι περιφρονημένος, -η
θα έχετε περιφρονηθεί
θα είστε περιφρονημένοι, -η
θα έχει περιφρονήσει
θα έχει περιφρονημένο
θα έχουν περιφρονήσει
θα έχουν περιφρονημένο
θα έχει περιφρονηθεί
θα είναι περιφρονημένος, -η, -ο
θα έχουν περιφρονηθεί
θα είναι περιφρονημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περιφρονώνα περιφρονούμενα περιφρονούμαινα περιφρονούμαστε
να περιφρονείςνα περιφρονείτενα περιφρονείσαινα περιφρονείστε
να περιφρονείνα περιφρονούν(ε)να περιφρονείταινα περιφρονούνται
Aoristνα περιφρονήσωνα περιφρονήσουμε, να περιφρονήσομενα περιφρονηθώνα περιφρονηθούμε
να περιφρονήσειςνα περιφρονήσετενα περιφρονηθείςνα περιφρονηθείτε
να περιφρονήσεινα περιφρονήσουν(ε)να περιφρονηθείνα περιφρονηθούν(ε)
Perfνα έχω περιφρονήσει
να έχω περιφρονημένο
να έχουμε περιφρονήσει
να έχουμε περιφρονημένο
να έχω περιφρονηθεί
να είμαι περιφρονημένος, -η
να έχουμε περιφρονηθεί
να είμαστε περιφρονημένοι, -ες
να έχεις περιφρονήσει
να έχεις περιφρονημένο
να έχετε περιφρονήσει
να έχετε περιφρονημένο
να έχεις περιφρονηθεί
να είσαι περιφρονημένος, -η
να έχετε περιφρονηθεί
να είστε περιφρονημένοι, -ες
να έχει περιφρονήσει
να έχει περιφρονημένο
να έχουν περιφρονήσει
να έχουν περιφρονημένο
να έχει περιφρονηθεί
να είναι περιφρονημένος, -η, -ο
να έχουν περιφρονηθεί
να είναι περιφρονημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπεριφρονείτεπεριφρονείστε
Aoristπεριφρόνησεπεριφρονήστε, περιφρονήσετεπεριφρονήσουπεριφρονηθείτε
Part
izip
Presπεριφρονώντας
Perfέχοντας περιφρονήσει, έχοντας περιφρονημένοπεριφρονημένος, -η, -οπεριφρονημένοι, -ες, -α
InfinAoristπεριφρονήσειπεριφρονηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback