νοικιάζω Verb (3) |
προσλαμβάνω Verb (0) |
ενοικιάζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Aber in dieser Situation bin ich brennend, jedes Jahr $ 41.500, wo ich nur mieten gleichen Haus für 26.000 $ aus Tasche, wenn ich einfach für alles. | Στην περίπτωση αγοράς του σπιτιού που εξετάσαμε, κάθε χρόνο ξοδεύω $41,500, όπου θα μπορούσα να νοικιάζω το ίδιο σπίτι για $26,000 με λεφτά από την τσέπη μου. Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | miete | ||
du | mietest | |||
er, sie, es | mietet | |||
Präteritum | ich | mietete | ||
Konjunktiv II | ich | mietete | ||
Imperativ | Singular | miete! | ||
Plural | mietet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gemietet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:mieten |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | νοικιάζω | νοικιάζουμε, νοικιάζομε | νοικιάζομαι | νοικιαζόμαστε |
νοικιάζεις | νοικιάζετε | νοικιάζεσαι | νοικιάζεστε, νοικιαζόσαστε | ||
νοικιάζει | νοικιάζουν(ε) | νοικιάζεται | νοικιάζονται | ||
Imper fekt | νοίκιαζα | νοικιάζαμε | νοικιαζόμουν(α) | νοικιαζόμαστε, νοικιαζόμασταν | |
νοίκιαζες | νοικιάζατε | νοικιαζόσουν(α) | νοικιαζόσαστε, νοικιαζόσασταν | ||
νοίκιαζε | νοίκιαζαν, νοικιάζαν(ε) | νοικιαζόταν(ε) | νοικιάζονταν, νοικιαζόντανε, νοικιαζόντουσαν | ||
Aorist | νοίκιασα | νοικιάσαμε | νοικιάστηκα | νοικιαστήκαμε | |
νοίκιασες | νοικιάσατε | νοικιάστηκες | νοικιαστήκατε | ||
νοίκιασε | νοίκιασαν, νοικιάσαν(ε) | νοικιάστηκε | νοικιάστηκαν, νοικιαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω νοικιάσει | έχουμε νοικιάσει | έχω νοικιαστεί | έχουμε νοικιαστεί | |
έχεις νοικιάσει | έχετε νοικιάσει | έχεις νοικιαστεί | έχετε νοικιαστεί | ||
έχει νοικιάσει | έχουν νοικιάσει | έχει νοικιαστεί | έχουν νοικιαστεί | ||
Plu per fekt | είχα νοικιάσει είχα νοικιασμένο | είχαμε νοικιάσει είχαμε νοικισμένο | είχα νοικιαστεί ήμουν νοικιασμένος, -η | είχαμε νοικιαστεί ήμαστε νοικιασμένοι, -ες | |
είχες νοικιάσει είχες νοικιασμένο | είχατε νοικιάσει είχατε νοικιασμένο | είχες νοικιαστεί ήσουν νοικιασμένος, -η | είχατε νοικιαστεί ήσαστε νοικιασμένοι, -ες | ||
είχε νοικιάσει είχε νοικιασμένο | είχαν νοικιάσει είχαν νοικιασμένο | είχε νοικιαστεί ήταν νοικιασμένος, -η, -ο | είχαν νοικιαστεί ήταν νοικιασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα νοικιάζω | θα νοικιάζουμε, | θα νοικιάζομαι | θα νοικιαζόμαστε | |
θα νοικιάζεις | θα νοικιάζετε | θα νοικιάζεσαι | θα νοικιάζεστε, | ||
θα νοικιάζει | θα νοικιάζουν(ε) | θα νοικιάζεται | θα νοικιάζονται | ||
Fut ur | θα νοικιάσω | θα νοικιάσουμε, | θα νοικιαστώ | θα νοικιαστούμε | |
θα νοικιάσεις | θα νοικιάσετε | θα νοικιαστείς | θα νοικιαστείτε | ||
θα νοικιάσει | θα νοικιάσουν(ε) | θα νοικιαστεί | θα νοικιαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω νοικιάσει θα έχω νοικιασμένο | θα έχουμε νοικιάσει θα έχουμε νοικιασμένο | θα έχω νοικιαστεί θα είμαι νοικιασμένος, -η | θα έχουμε νοικιαστεί | |
θα έχεις νοικιάσει θα έχεις νοικιασμένο | θα έχετε νοικιάσει θα έχετε νοικιασμένο | θα έχεις νοικιαστεί θα είσαι νοικιασμένος, -η | θα έχετε νοικιαστεί θα είστε νοικιασμένοι, -ες | ||
θα έχει νοικιάσει θα έχει νοικιασμένο | θα έχουν νοικιάσει θα έχουν νοικιασμένο | θα έχει νοικιαστεί θα είναι νοικιασμένος, -η, -ο | θα έχουν νοικιαστεί θα είναι νοικιασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να νοικιάζω | να νοικιάζουμε, | να νοικιάζομαι | να νοικιαζόμαστε |
να νοικιάζεις | να νοικιάζετε | να νοικιάζεσαι | να νοικιάζεστε, | ||
να νοικιάζει | να νοικιάζουν(ε) | να νοικιάζεται | να νοικιάζονται | ||
Aorist | να νοικιάσω | να νοικιάσουμε, | να νοικιαστώ | να νοικιαστούμε | |
να νοικιάσεις | να νοικιάσετε | να νοικιαστείς | να νοικιαστείτε | ||
να νοικιάσει | να νοικιάσουν(ε) | να νοικιαστεί | να νοικιαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω νοικιάσει να έχω νοικιασμένο | να έχουμε νοικιάσει | να έχω νοικιαστεί | να έχουμε νοικιαστεί | |
να έχεις νοικιάσει | να έχετε νοικιάσει να έχετε νοικιασμένο | να έχεις νοικιαστεί να είσαι νοικιασμένος, -η | να έχετε νοικιαστεί να είστε νοικιασμένοι, -ες | ||
να έχει νοικιάσει να έχει νοικιασμένο | να έχουν νοικιάσει να έχουν νοικιασμένο | να έχει νοικιαστεί | να έχουν νοικιαστεί | ||
Imper ativ | Pres | νοίκιαζε | νοικιάζετε | νοικιάζεστε | |
Aorist | νοίκιασε | νοικιάστε | νοικιάσου | νοικιαστείτε | |
Part izip | Pres | νοικιάζοντας | νοικιαζόμενος | ||
Perf | έχοντας νοικιάσει, | νοικιασμένος, -η, -ο | νοικιασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | νοικιάσει | νοικιαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.