Deutsch | Griechisch |
---|---|
Hey, schneidet ihr all die Fische auf, bevor wir losfahren? | Θα τα καθαρίσετε όλα αυτά τα ψάρια πριν φύγουμε; Übersetzung nicht bestätigt |
Ich habe jede Sekunde Angst, bis wir losfahren. | Όμως φοβάμαι,Τζέσσσι. Και θα φοβάμαι κάθε στιγμή από δω και πέρα. Übersetzung nicht bestätigt |
Gut. Können wir losfahren? | Έτοιμοι; Übersetzung nicht bestätigt |
Joe, denken Sie nicht, Sie sollten langsam losfahren? | Δε νομίζεις ότι πρέπει να φύγεις; Übersetzung nicht bestätigt |
Ich wèrde nicht ohne Feuerlöscher losfahren. | Είναι μεγάλη ασφάλεια να έχεις δίπλα σου ένα πυροσβεστήρα. Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | fahre los | ||
du | fährst los | |||
er, sie, es | fährt los | |||
Präteritum | ich | fuhr los | ||
Konjunktiv II | ich | führe los | ||
Imperativ | Singular | fahr los! fahre los! | ||
Plural | fahrt los! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
losgefahren | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:losfahren |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναχωρώ | αναχωρούμε |
αναχωρείς | αναχωρείτε | ||
αναχωρεί | αναχωρούν(ε) | ||
Imper fekt | αναχωρούσα | αναχωρούσαμε | |
αναχωρούσες | αναχωρούσατε | ||
αναχωρούσε | αναχωρούσαν(ε) | ||
Aorist | αναχώρησα | αναχωρήσαμε | |
αναχώρησες | αναχωρήσατε | ||
αναχώρησε | αναχώρησαν, αναχωρήσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω αναχωρήσει | έχουμε αναχωρήσει | |
έχεις αναχωρήσει | έχετε αναχωρήσει | ||
έχει αναχωρήσει | έχουν αναχωρήσει | ||
Plu perf ekt | είχα αναχωρήσει | είχαμε αναχωρήσει | |
είχες αναχωρήσει | είχατε αναχωρήσει | ||
είχε αναχωρήσει | είχαν αναχωρήσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναχωρώ | θα αναχωρούμε | |
θα αναχωρείς | θα αναχωρείτε | ||
θα αναχωρεί | θα αναχωρούν(ε) | ||
Fut ur | θα αναχωρήσω | θα αναχωρήσουμε | |
θα αναχωρήσεις | θα αναχωρήσετε | ||
θα αναχωρήσει | θα αναχωρήσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναχωρήσει | θα έχουμε αναχωρήσει | |
θα έχεις αναχωρήσει | θα έχετε αναχωρήσει | ||
θα έχει αναχωρήσει | θα έχουν αναχωρήσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναχωρώ | να αναχωρούμε |
να αναχωρείς | να αναχωρείτε | ||
να αναχωρεί | να αναχωρούν(ε) | ||
Aorist | να αναχωρήσω | να αναχωρήσουμε, να αναχωρήσομε | |
να αναχωρήσεις | να αναχωρήσετε | ||
να αναχωρήσει | να αναχωρήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω αναχωρήσει | να έχουμε αναχωρήσει | |
να έχεις αναχωρήσει | να έχετε αναχωρήσει | ||
να έχει αναχωρήσει | να έχουν αναχωρήσει | ||
Imper ativ | Pres | αναχωρείτε | |
Aorist | αναχώρησε | αναχωρήστε, αναχωρήσετε | |
Part izip | Pres | αναχωρώντας | |
Perf | έχοντας αναχωρήσει | ||
Infin | Aorist | αναχωρήσει |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ξεκινάω, ξεκινώ | ξεκινάμε, ξεκινούμε |
ξεκινάς | ξεκινάτε | ||
ξεκινάει, ξεκινά | ξεκινάν(ε), ξεκινούν(ε) | ||
Imper fekt | ξεκινούσα, ξεκίναγα | ξεκινούσαμε, ξεκινάγαμε | |
ξεκινούσες, ξεκίναγες | ξεκινούσατε, ξεκινάγατε | ||
ξεκινούσε, ξεκίναγε | ξεκινούσαν(ε), ξεκίναγαν, ξεκινάγανε | ||
Aorist | ξεκίνησα | ξεκινήσαμε | |
ξεκίνησες | ξεκινήσατε | ||
ξεκίνησε | ξεκίνησαν, ξεκινήσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω ξεκινήσει | έχουμε ξεκινήσει | |
έχεις ξεκινήσει | έχετε ξεκινήσει | ||
έχει ξεκινήσει | έχουν ξεκινήσει | ||
Plu perf ekt | είχα ξεκινήσει | είχαμε ξεκινήσει | |
είχες ξεκινήσει | είχατε ξεκινήσει | ||
είχε ξεκινήσει | είχαν ξεκινήσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ξεκινάω, θα ξεκινώ | θα ξεκινάμε, θα ξεκινούμε | |
θα ξεκινάς | θα ξεκινάτε | ||
θα ξεκινάει, θα ξεκινά | θα ξεκινάν(ε), θα ξεκινούν(ε) | ||
Fut ur | θα ξεκινήσω | θα ξεκινήσουμε, θα ξεκινήσομε | |
θα ξεκινήσεις | θα ξεκινήσετε | ||
θα ξεκινήσει | θα ξεκινήσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ξεκινήσει | θα έχουμε ξεκινήσει | |
θα έχεις ξεκινήσει | θα έχετε ξεκινήσει | ||
θα έχει ξεκινήσει | θα έχουν ξεκινήσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ξεκινάω, να ξεκινώ | να ξεκινάμε, να ξεκινούμε |
να ξεκινάς | να ξεκινάτε | ||
να ξεκινάει, να ξεκινά | να ξεκινάν(ε), να ξεκινούν(ε) | ||
Aorist | να ξεκινήσω | να ξεκινήσουμε, να ξεκινήσομε | |
να ξεκινήσεις | να ξεκινήσετε | ||
να ξεκινήσει | να ξεκινήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ξεκινήσει | να έχουμε ξεκινήσει | |
να έχεις ξεκινήσει | να έχετε ξεκινήσει | ||
να έχει ξεκινήσει | να έχουν ξεκινήσει | ||
Imper ativ | Pres | ξεκίνα, ξεκίναγε | ξεκινάτε |
Aorist | ξεκίνησε, ξεκίνα | ξεκινήστε | |
Part izip | Pres | ξεκινώντας | |
Perf | έχοντας ξεκινήσει | ||
Infin | Aorist | ξεκινήσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.