γεωργικά (20) |
γεωργικός -ή -ό Adj. (8) |
αγροτικός Adj. (1) |
αγροτικός -ή -ό Adj. (1) |
αγροτικά Adv. (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Bezüglich der Böden wird in der finnischen Risikobewertung festgehalten, dass die derzeitigen Cadmiumkonzentrationen in den landwirtschaftlich genutzten Böden in Finnland eine Gefahr für die Bodenumwelt darstellen. | όσον αφορά το έδαφος, η φινλανδική έκθεση αξιολόγησης κινδύνου αναφέρει ότι «βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, οι σημερινές συγκεντρώσεις καδμίου στα φινλανδικά γεωργικά εδάφη παρουσιάζουν κίνδυνο για το εδαφικό περιβάλλον. Übersetzung bestätigt |
der überwiegende Teil der landwirtschaftlich genutzten Fläche des Betriebs liegt — im Falle der Mitgliedstaaten, in denen die Abgrenzung gemäß Artikel 32 Absatz 3 der Verordnung (EU) Nr. 1305/2013 noch nicht abgeschlossen ist — in einem Gebiet, das gemäß Artikel 36 Buchstabe a Ziffer ii der Verordnung (EG) Nr. 1698/2005 im Programmplanungszeitraum 2007-2013 beihilfefähig war; | αναφέρεται αν η εκμετάλλευση παράγει γεωργικά προϊόντα και/ή είδη διατροφής με ενδείξεις προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ), προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ), εγγυημένου παραδοσιακού ιδιότυπου προϊόντος (ΕΠΙΠ) ή προϊόντος ορεινής παραγωγής ή αν παράγει γεωργικά προϊόντα που ως γνωστόν χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ειδών διατροφής που προστατεύονται από ενδείξεις ΠΟΠ/ΠΓΕ/ΕΠΙΠ/«προϊόν ορεινής παραγωγής», κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [3]. Übersetzung bestätigt |
der überwiegende Teil der landwirtschaftlich genutzten Fläche des Betriebs liegt in einem Berggebiet im Sinne von Artikel 32 Absatz 2 der Verordnung (EU) Nr. 1305/2013; | Χρησιμοποιούνται οι ακόλουθοι κωδικοί:1. η εκμετάλλευση δεν παράγει γεωργικά προϊόντα ή είδη διατροφής με ενδείξεις ΠΟΠ, ΠΓΕ, ΕΠΙΠ ή «προϊόν ορεινής παραγωγής», ούτε προϊόντα που ως γνωστόν χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ειδών διατροφής που προστατεύονται από ενδείξεις ΠΟΠ, ΠΓΕ, ΕΠΙΠ ή «προϊόν ορεινής παραγωγής»· Übersetzung bestätigt |
der überwiegende Teil der landwirtschaftlich genutzten Fläche des Betriebs liegt in einem Gebiet mit Übergangsregelung im Sinne von Artikel 31 Absatz 5 der Verordnung (EU) Nr. 1305/2013. | η εκμετάλλευση παράγει μόνο γεωργικά προϊόντα ή είδη διατροφής με ενδείξεις ΠΟΠ, ΠΓΕ, ΕΠΙΠ ή «προϊόν ορεινής παραγωγής», είτε προϊόντα που ως γνωστόν χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ειδών διατροφής που προστατεύονται από ενδείξεις ΠΟΠ, ΠΓΕ, ΕΠΙΠ ή «προϊόν ορεινής παραγωγής»· Übersetzung bestätigt |
3.1.4 Die Bioenergien bieten möglicherweise eine Chance zur Neubelebung wirtschaftlich schwacher und landwirtschaftlich unzureichend genutzter Gebiete, insbesondere durch den Ausbau der Ketten in den verschiedenen Phasen der Produktion, Ernte, Beförderung und Verarbeitung. | 3.1.4 Η βιοενέργεια παρουσιάζεται ως μια πιθανή λύση η οποία μπορεί να αναζωογονήσει περιθωριακές οικονομικά και αναξιοποίητες γεωργικά περιοχές, ιδίως σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη των κλάδων που συμμετέχουν στα διάφορα στάδια της παραγωγής, της συγκομιδής, τη μεταφοράς και της επεξεργασίας. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
agrarisch |
landwirtschaftlich |
ackerbautreibend |
bäuerlich |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.