καταλήγω Verb (2) |
αράζω Verb (0) |
αποβιβάζω Verb (0) |
προσγειώνομαι (0) |
προσγειώνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Plötzlich muss das Delta Force eine große Show veranstalten... und bei mir landen Bundesbeamte in meinem Rosenbüschen. | Το Υπουργείο Εσωτερικών ξαφνικά πρέπει να δώσει παράσταση κι εγώ καταλήγω με ομοσπονδιακούς στις τριανταφυλλιές μου. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich ziehe es vor, auf der Straße zu landen. | Κάνω χρήση, καταλήγω στο δρόμο. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
herabfliegen |
landen |
einschweben |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | lande | ||
du | landest | |||
er, sie, es | landet | |||
Präteritum | ich | landete | ||
Konjunktiv II | ich | landete | ||
Imperativ | Singular | lande! | ||
Plural | landet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gelandet | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:landen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | καταλήγω | καταλήγουμε, καταλήγομε |
καταλήγεις | καταλήγετε | ||
καταλήγει | καταλήγουν(ε) | ||
Imper fekt | κατέληγα | καταλήγαμε | |
κατέληγες | καταλήγατε | ||
κατέληγε | κατέληγαν, καταλήγαν(ε) | ||
Aorist | κατέληξα | καταλήξαμε | |
κατέληξες | καταλήξατε | ||
κατέληξε | κατέληξαν, καταλήξαν(ε) | ||
Per fekt | έχω καταλήξει | έχουμε καταλήξει | |
έχεις καταλήξει | έχετε καταλήξει | ||
έχει καταλήξει | έχουν καταλήξει | ||
Plu per fekt | είχα καταλήξει | είχαμε καταλήξει | |
είχες καταλήξει | είχατε καταλήξει | ||
είχε καταλήξει | είχαν καταλήξει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα καταλήγω | θα καταλήγουμε, θα καταλήγομε | |
θα καταλήγεις | θα καταλήγετε | ||
θα καταλήγει | θα καταλήγουν(ε) | ||
Fut ur | θα καταλήξω | θα καταλήξουμε, θα καταλήξομε | |
θα καταλήξεις | θα καταλήξετε | ||
θα καταλήξει | θα καταλήξουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω καταλήξει | θα έχουμε καταλήξει | |
θα έχεις καταλήξει | θα έχετε καταλήξει | ||
θα έχει καταλήξει | θα έχουν καταλήξει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να καταλήγω | να καταλήγουμε, να καταλήγομε |
να καταλήγεις | να καταλήγετε | ||
να καταλήγει | να καταλήγουν(ε) | ||
Aorist | να καταλήξω | να καταλήξουμε, να καταλήξομε | |
να καταλήξεις | να καταλήξετε | ||
να καταλήξει | να καταλήξουν(ε) | ||
Perf | να έχω καταλήξει | να έχουμε καταλήξει | |
να έχεις καταλήξει | να έχετε καταλήξει | ||
να έχει καταλήξει | να έχουν καταλήξει | ||
Imper ativ | Pres | κατέληγε | καταλήγετε |
Aorist | κατέληξε | καταλήξτε, καταλήχτε | |
Part izip | Pres | καταλήγοντας | |
Perf | έχοντας καταλήξει | ||
Infin | Aorist | καταλήξει |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | προσγειώνω | προσγειώνουμε, προσγειώνομε | προσγειώνομαι | προσγειωνόμαστε |
προσγειώνεις | προσγειώνετε | προσγειώνεσαι | προσγειώνεστε, προσγειωνόσαστε | ||
προσγειώνει | προσγειώνουν(ε) | προσγειώνεται | προσγειώνονται | ||
Imper fekt | προσγείωνα | προσγειώναμε | προσγειωνόμουν(α) | προσγειωνόμαστε, προσγειωνόμασταν | |
προσγείωνες | προσγειώνατε | προσγειωνόσουν(α) | προσγειωνόσαστε, προσγειωνόσασταν | ||
προσγείωνε | προσγείωναν, προσγειώναν(ε) | προσγειωνόταν(ε) | προσγειώνονταν, προσγειωνόντανε, προσγειωνόντουσαν | ||
Aorist | προσγείωσα | προσγειώσαμε | προσγειώθηκα | προσγειωθήκαμε | |
προσγείωσες | προσγειώσατε | προσγειώθηκες | προσγειωθήκατε | ||
προσγείωσε | προσγείωσαν, προσγειώσαν(ε) | προσγειώθηκε | προσγειώθηκαν, προσγειωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα προσγειώνω | θα προσγειώνουμε, | θα προσγειώνομαι | θα προσγειωνόμαστε | |
θα προσγειώνεις | θα προσγειώνετε | θα προσγειώνεσαι | θα προσγειώνεστε, | ||
θα προσγειώνει | θα προσγειώνουν(ε) | θα προσγειώνεται | θα προσγειώνονται | ||
Fut ur | θα προσγειώσω | θα προσγειώσουμε, | θα προσγειωθώ | θα προσγειωθούμε | |
θα προσγειώσεις | θα προσγειώσετε | θα προσγειωθείς | θα προσγειωθείτε | ||
θα προσγειώσει | θα προσγειώσουν | θα προσγειωθεί | θα προσγειωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να προσγειώνω | να προσγειώνουμε, | να προσγειώνομαι | να προσγειωνόμαστε |
να προσγειώνεις | να προσγειώνετε | να προσγειώνεσαι | να προσγειώνεστε, | ||
να προσγειώνει | να προσγειώνουν(ε) | να προσγειώνεται | να προσγειώνονται | ||
Aorist | να προσγειώσω | να προσγειώσουμε, | να προσγειωθώ | να προσγειωθούμε | |
να προσγειώσεις | να προσγειώσετε | να προσγειωθείς | να προσγειωθείτε | ||
να προσγειώσει | να προσγειώσουν(ε) | να προσγειωθεί | να προσγειωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις προσγειώσει να έχεις προσγειωμένο | να έχετε προσγειώσει να έχετε προσγειωμένο | να έχεις προσγειωθεί να είσαι προσγειωμένος, -η | να έχετε προσγειωθεί να είστε προσγειωμένοι, -ες | ||
να έχει προσγειώσει να έχει προσγειωμένο | να έχουν προσγειώσει να έχουν προσγειωμένο | να έχει προσγειωθεί | να έχουν προσγειωθεί | ||
Imper ativ | Pres | προσγείωνε | προσγειώνετε | προσγειώνεστε | |
Aorist | προσγείωσε | προσγειώστε, προσγειώσετε | προσγειώσου | προσγειωθείτε | |
Part izip | Pres | προσγειώνοντας | |||
Perf | έχοντας προσγειώσει, | προσγειωμένος, -η, -ο | προσγειωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | προσγειώσει | προσγειωθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.