προσγειώνω Verb  [prosgiono, prosjiono, prosgeiwnw]

(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu προσγειώνω

προσγειώνω Koine-Griechisch πρόσγειος + -ώνω ((Lehnübersetzung) französisch atterrir)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu προσγειώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προσγειώνωπροσγειώνουμε, προσγειώνομεπροσγειώνομαιπροσγειωνόμαστε
προσγειώνειςπροσγειώνετεπροσγειώνεσαιπροσγειώνεστε, προσγειωνόσαστε
προσγειώνειπροσγειώνουν(ε)προσγειώνεταιπροσγειώνονται
Imper
fekt
προσγείωναπροσγειώναμεπροσγειωνόμουν(α)προσγειωνόμαστε, προσγειωνόμασταν
προσγείωνεςπροσγειώνατεπροσγειωνόσουν(α)προσγειωνόσαστε, προσγειωνόσασταν
προσγείωνεπροσγείωναν, προσγειώναν(ε)προσγειωνόταν(ε)προσγειώνονταν, προσγειωνόντανε, προσγειωνόντουσαν
Aoristπροσγείωσαπροσγειώσαμεπροσγειώθηκαπροσγειωθήκαμε
προσγείωσεςπροσγειώσατεπροσγειώθηκεςπροσγειωθήκατε
προσγείωσεπροσγείωσαν, προσγειώσαν(ε)προσγειώθηκεπροσγειώθηκαν, προσγειωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω προσγειώσει
έχω προσγειωμένο
έχουμε προσγειώσει
έχουμε προσγειωμένο
έχω προσγειωθεί
είμαι προσγειωμένος, -η
έχουμε προσγειωθεί
είμαστε προσγειωμένοι, -ες
έχεις προσγειώσει
έχεις προσγειωμένο
έχετε προσγειώσει
έχετε προσγειωμένο
έχεις προσγειωθεί
είσαι προσγειωμένος, -η
έχετε προσγειωθεί
είστε προσγειωμένοι, -ες
έχει προσγειώσει
έχει προσγειωμένο
έχουν προσγειώσει
έχουν προσγειωμένο
έχει προσγειωθεί
είναι προσγειωμένος, -η, -ο
έχουν προσγειωθεί
είναι προσγειωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα προσγειώσει
είχα προσγειωμένο
είχαμε προσγειώσει
είχαμε προσγειωμένο
είχα προσγειωθεί
ήμουν προσγειωμένος, -η
είχαμε προσγειωθεί
ήμαστε προσγειωμένοι, -ες
είχες προσγειώσει
είχες προσγειωμένο
είχατε προσγειώσει
είχατε προσγειωμένο
είχες προσγειωθεί
ήσουν προσγειωμένος, -η
είχατε προσγειωθεί
ήσαστε προσγειωμένοι, -ες
είχε προσγειώσει
είχε προσγειωμένο
είχαν προσγειώσει
είχαν προσγειωμένο
είχε προσγειωθεί
ήταν προσγειωμένος, -η, -ο
είχαν προσγειωθεί
ήταν προσγειωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προσγειώνωθα προσγειώνουμε, θα προσγειώνομεθα προσγειώνομαιθα προσγειωνόμαστε
θα προσγειώνειςθα προσγειώνετεθα προσγειώνεσαιθα προσγειώνεστε, θα προσγειωνόσαστε
θα προσγειώνειθα προσγειώνουν(ε)θα προσγειώνεταιθα προσγειώνονται
Fut
ur
θα προσγειώσωθα προσγειώσουμε, θα προσγειώσομεθα προσγειωθώθα προσγειωθούμε
θα προσγειώσειςθα προσγειώσετεθα προσγειωθείςθα προσγειωθείτε
θα προσγειώσειθα προσγειώσουνθα προσγειωθείθα προσγειωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προσγειώσει
θα έχω προσγειωμένο
θα έχουμε προσγειώσει
θα έχουμε προσγειωμένο
θα έχω προσγειωθεί
θα είμαι προσγειωμένος, -η
θα έχουμε προσγειωθεί
θα είμαστε προσγειωμένοι, -ες
θα έχεις προσγειώσει
θα έχεις προσγειωμένο
θα έχετε προσγειώσει
θα έχετε προσγειωμένο
θα έχεις προσγειωθεί
θα είσαι προσγειωμένος, -η
θα έχετε προσγειωθεί
θα είστε προσγειωμένοι, -ες
θα έχει προσγειώσει
θα έχει προσγειωμένο
θα έχουν προσγειώσει
θα έχουν προσγειωμένο
θα έχει προσγειωθεί
θα είναι προσγειωμένος, -η, -ο
θα έχουν προσγειωθεί
θα είναι προσγειωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προσγειώνωνα προσγειώνουμε, να προσγειώνομενα προσγειώνομαινα προσγειωνόμαστε
να προσγειώνειςνα προσγειώνετενα προσγειώνεσαινα προσγειώνεστε, να προσγειωνόσαστε
να προσγειώνεινα προσγειώνουν(ε)να προσγειώνεταινα προσγειώνονται
Aoristνα προσγειώσωνα προσγειώσουμε, να προσγειώσομενα προσγειωθώνα προσγειωθούμε
να προσγειώσειςνα προσγειώσετενα προσγειωθείςνα προσγειωθείτε
να προσγειώσεινα προσγειώσουν(ε)να προσγειωθείνα προσγειωθούν(ε)
Perfνα έχω προσγειώσει
να έχω προσγειωμένο
να έχουμε προσγειώσει
να έχουμε προσγειωμένο
να έχω προσγειωθεί
να είμαι προσγειωμένος, -η
να έχουμε προσγειωθεί
να είμαστε προσγειωμένοι, -ες
να έχεις προσγειώσει
να έχεις προσγειωμένο
να έχετε προσγειώσει
να έχετε προσγειωμένο
να έχεις προσγειωθεί
να είσαι προσγειωμένος, -η
να έχετε προσγειωθεί
να είστε προσγειωμένοι, -ες
να έχει προσγειώσει
να έχει προσγειωμένο
να έχουν προσγειώσει
να έχουν προσγειωμένο
να έχει προσγειωθεί
να είναι προσγειωμένος, -η, -ο
να έχουν προσγειωθεί
να είναι προσγειωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπροσγείωνεπροσγειώνετεπροσγειώνεστε
Aoristπροσγείωσεπροσγειώστε, προσγειώσετεπροσγειώσουπροσγειωθείτε
Part
izip
Presπροσγειώνοντας
Perfέχοντας προσγειώσει, έχοντας προσγειωμένοπροσγειωμένος, -η, -οπροσγειωμένοι, -ες, -α
InfinAoristπροσγειώσειπροσγειωθεί





Griechische Definition zu προσγειώνω

προσγειώνω [prozjióno] -ομαι μππ. προσγειωμένος* : 1. επαναφέρω μια πτητική μηχανή (αεροσκάφος, διαστημικό όχημα, αερόστατο κτλ.) στο έδαφος, στη γη· (πρβ. προσεδαφίζω). ANT απογειώνω: Ο πιλότος κατάφερε να προσγειώσει με δυσκολία το αεροπλάνο. Tο ελικόπτερο προσγειώθηκε στη στέγη του κτιρίου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback