laden
 Verb

γεμίζω Verb
(1)
φορτίζω Verb
(0)
οπλίζω Verb
(0)
φορτώνω Verb
(0)
γομώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Meine Feinde geben mir keine Zeit, sie zu laden.Οι εχθροί που έχω δεν μου δίνουν χρόνο για να το γεμίζω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γεμίζωγεμίζουμε, γεμίζομε
γεμίζειςγεμίζετε
γεμίζειγεμίζουν(ε)
Imper
fekt
γέμιζαγεμίζαμε
γέμιζεςγεμίζατε
γέμιζεγέμιζαν, γεμίζαν(ε)
Aoristγέμισαγεμίσαμε
γέμισεςγεμίσατε
γέμισεγέμισαν, γεμίσαν(ε)
Per
fekt
έχω γεμίσειέχουμε γεμίσει
έχεις γεμίσειέχετε γεμίσει
έχει γεμίσειέχουν γεμίσει
Plu
per
fekt
είχα γεμίσειείχαμε γεμίσει
είχες γεμίσειείχατε γεμίσει
είχε γεμίσειείχαν γεμίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γεμίζωθα γεμίζουμε, θα γεμίζομε
θα γεμίζειςθα γεμίζετε
θα γεμίζειθα γεμίζουν(ε)
Fut
ur
θα γεμίσωθα γεμίσουμε, θα γεμίζομε
θα γεμίσειςθα γεμίσετε
θα γεμίσειθα γεμίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γεμίσειθα έχουμε γεμίσει
θα έχεις γεμίσειθα έχετε γεμίσει
θα έχει γεμίσειθα έχουν γεμίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γεμίζωνα γεμίζουμε, να γεμίζομε
να γεμίζειςνα γεμίζετε
να γεμίζεινα γεμίζουν(ε)
Aoristνα γεμίσωνα γεμίσουμε, να γεμίσομε
να γεμίσειςνα γεμίσετε
να γεμίσεινα γεμίσουν(ε)
Perfνα έχω γεμίσεινα έχουμε γεμίσει
να έχεις γεμίσεινα έχετε γεμίσει
να έχει γεμίσεινα έχουν γεμίσει
Imper
ativ
Presγέμιζεγεμίζετε
Aoristγέμισεγεμίστε
Part
izip
Presγεμίζοντας
Perfέχοντας γεμίσει
InfinAoristγεμίσει




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φορτώνωφορτώνουμε, φορτώνομεφορτώνομαιφορτωνόμαστε
φορτώνειςφορτώνετεφορτώνεσαιφορτώνεστε, φορτωνόσαστε
φορτώνειφορτώνουν(ε)φορτώνεταιφορτώνονται
Imper
fekt
φόρτωναφορτώναμεφορτωνόμουν(α)φορτωνόμαστε, φορτωνόμασταν
φόρτωνεςφορτώνατεφορτωνόσουν(α)φορτωνόσαστε, φορτωνόσασταν
φόρτωνεφόρτωναν, φορτώναν(ε)φορτωνόταν(ε)φορτώνονταν, φορτωνόντανε, φορτωνόντουσαν
Aoristφόρτωσαφορτώσαμεφορτώθηκαφορτωθήκαμε
φόρτωσεςφορτώσατεφορτώθηκεςφορτωθήκατε
φόρτωσεφόρτωσαν, φορτώσαν(ε)φορτώθηκεφορτώθηκαν, φορτωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φορτώσει
έχω φορτωμένο
έχουμε φορτώσει
έχουμε φορτωμένο
έχω φορτωθεί
είμαι φορτωμένος, -η
έχουμε φορτωθεί
είμαστε φορτωμένοι, -ες
έχεις φορτώσει
έχεις φορτωμένο
έχετε φορτώσει
έχετε φορτωμένο
έχεις φορτωθεί
είσαι φορτωμένος, -η
έχετε φορτωθεί
είστε φορτωμένοι, -ες
έχει φορτώσει
έχει φορτωμένο
έχουν φορτώσει
έχουν φορτωμένο
έχει φορτωθεί
είναι φορτωμένος, -η, -ο
έχουν φορτωθεί
είναι φορτωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φορτώσει
είχα φορτωμένο
είχαμε φορτώσει
είχαμε φορτωμένο
είχα φορτωθεί
ήμουν φορτωμένος, -η
είχαμε φορτωθεί
ήμαστε φορτωμένοι, -ες
είχες φορτώσει
είχες φορτωμένο
είχατε φορτώσει
είχατε φορτωμένο
είχες φορτωθεί
ήσουν φορτωμένος, -η
είχατε φορτωθεί
ήσαστε φορτωμένοι, -ες
είχε φορτώσει
είχε φορτωμένο
είχαν φορτώσει
είχαν φορτωμένο
είχε φορτωθεί
ήταν φορτωμένος, -η, -ο
είχαν φορτωθεί
ήταν φορτωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φορτώνωθα φορτώνουμε, θα φορτώνομεθα φορτώνομαιθα φορτωνόμαστε
θα φορτώνειςθα φορτώνετεθα φορτώνεσαιθα φορτώνεστε, θα φορτωνόσαστε
θα φορτώνειθα φορτώνουν(ε)θα φορτώνεταιθα φορτώνονται
Fut
ur
θα φορτώσωθα φορτώσουμε, θα φορτώσομεθα φορτωθώθα φορτωθούμε
θα φορτώσειςθα φορτώσετεθα φορτωθείςθα φορτωθείτε
θα φορτώσειθα φορτώσουνθα φορτωθείθα φορτωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φορτώσει
θα έχω φορτωμένο
θα έχουμε φορτώσει
θα έχουμε φορτωμένο
θα έχω φορτωθεί
θα είμαι φορτωμένος, -η
θα έχουμε φορτωθεί
θα είμαστε φορτωμένοι, -ες
θα έχεις φορτώσει
θα έχεις φορτωμένο
θα έχετε φορτώσει
θα έχετε φορτωμένο
θα έχεις φορτωθεί
θα είσαι φορτωμένος, -η
θα έχετε φορτωθεί
θα είστε φορτωμένοι, -ες
θα έχει φορτώσει
θα έχει φορτωμένο
θα έχουν φορτώσει
θα έχουν φορτωμένο
θα έχει φορτωθεί
θα είναι φορτωμένος, -η, -ο
θα έχουν φορτωθεί
θα είναι φορτωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φορτώνωνα φορτώνουμε, να φορτώνομενα φορτώνομαινα φορτωνόμαστε
να φορτώνειςνα φορτώνετενα φορτώνεσαινα φορτώνεστε, να φορτωνόσαστε
να φορτώνεινα φορτώνουν(ε)να φορτώνεταινα φορτώνονται
Aoristνα φορτώσωνα φορτώσουμε, να φορτώσομενα φορτωθώνα φορτωθούμε
να φορτώσειςνα φορτώσετενα φορτωθείςνα φορτωθείτε
να φορτώσεινα φορτώσουν(ε)να φορτωθείνα φορτωθούν(ε)
Perfνα έχω φορτώσει
να έχω φορτωμένο
να έχουμε φορτώσει
να έχουμε φορτωμένο
να έχω φορτωθεί
να είμαι φορτωμένος, -η
να έχουμε φορτωθεί
να είμαστε φορτωμένοι, -ες
να έχεις φορτώσει
να έχεις φορτωμένο
να έχετε φορτώσει
να έχετε φορτωμένο
να έχεις φορτωθεί
να είσαι φορτωμένος, -η
να έχετε φορτωθεί
να είστε φορτωμένοι, -ες
να έχει φορτώσει
να έχει φορτωμένο
να έχουν φορτώσει
να έχουν φορτωμένο
να έχει φορτωθεί
να είναι φορτωμένος, -η, -ο
να έχουν φορτωθεί
να είναι φορτωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφόρτωνεφορτώνετεφορτώνεστε
Aoristφόρτωσεφορτώστε, φορτώσετεφορτώσουφορτωθείτε
Part
izip
Presφορτώνοντας
Perfέχοντας φορτώσει, έχοντας φορτωμένοφορτωμένος, -η, -οφορτωμένοι, -ες, -α
InfinAoristφορτώσειφορτωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback