kaputtgehen
 Verb

διαλύομαι 
(0)
σπάζω Verb
(0)
χαλώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Schön mit Stroh, damit die Flaschen nicht kaputtgehen.Σκεφτείτε τι θα έχει!

Übersetzung nicht bestätigt

Die Truhe wird kaputtgehen.Η κασέλα θα σπάσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Nimmst du mir die irre Puppe ab? Sie soll nicht kaputtgehen.Πάρε την κούκλα μου, για να μην σπάσει όταν πέσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Es wäre besser, wenn ihr draußen spielt. Hier drin sind zu viele Sachen, die kaputtgehen könnten.Το στραμπούληξες όταν έπεσες.

Übersetzung nicht bestätigt

Wie kann es denn kaputtgehen?Πώς έσπασε;

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σπάζωσπάζουμε, σπάζομεσπάζομαισπαζόμαστε
σπάζειςσπάζετεσπάζεσαισπάζεστε, σπαζόσαστε
σπάζεισπάζουν(ε)σπάζεταισπάζονται
Imper
fekt
έσπαζασπάζαμεσπαζόμουν(α)σπαζόμαστε, σπαζόμασταν
έσπαζεςσπάζατεσπαζόσουν(α)σπαζόσαστε, σπαζόσασταν
έσπαζεέσπαζαν, σπάζαν(ε)σπαζόταν(ε)σπάζονταν, σπαζόντανε, σπαζόντουσαν
Aoristέσπασασπάσαμεσπάστηκασπαστήκαμε
έσπασεςσπάσατεσπάστηκεςσπαστήκατε
έσπασεέσπασαν, σπάσαν(ε)σπάστηκεσπάστηκαν, σπαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σπάσει
έχω σπασμένο
έχουμε σπάσει
έχουμε σπασμένο
έχω σπαστεί
είμαι σπασμένος, -η
έχουμε σπαστεί
είμαστε σπασμένοι, -ες
έχεις σπάσει
έχεις σπασμένο
έχετε σπάσει
έχετε σπασμένο
έχεις σπαστεί
είσαι σπασμένος, -η
έχετε σπαστεί
είστε σπασμένοι, -ες
έχει σπάσει
έχει σπασμένο
έχουν σπάσει
έχουν σπασμένο
έχει σπαστεί
είναι σπασμένος, -η, -ο
έχουν σπαστεί
είναι σπασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σπάσει
είχα σπασμένο
είχαμε σπάσει
είχαμε αγορσμένο
είχα σπαστεί
ήμουν σπασμένος, -η
είχαμε σπαστεί
ήμαστε σπασμένοι, -ες
είχες σπάσει
είχες σπασμένο
είχατε σπάσει
είχατε σπασμένο
είχες σπαστεί
ήσουν σπασμένος, -η
είχατε σπαστεί
ήσαστε σπασμένοι, -ες
είχε σπάσει
είχε σπασμένο
είχαν σπάσει
είχαν σπασμένο
είχε σπαστεί
ήταν σπασμένος, -η, -ο
είχαν σπαστεί
ήταν σπασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σπάζωθα σπάζουμε, θα σπάζομεθα σπάζομαιθα σπαζόμαστε
θα σπάζειςθα σπάζετεθα σπάζεσαιθα σπάζεστε, θα σπαζόσαστε
θα σπάζειθα σπάζουν(ε)θα σπάζεταιθα σπάζονται
Fut
ur
θα σπάσωθα σπάσουμε, θα σπάζομεθα σπαστώθα σπαστούμε
θα σπάσειςθα σπάσετεθα σπαστείςθα σπαστείτε
θα σπάσειθα σπάσουν(ε)θα σπαστείθα σπαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σπάσει
θα έχω σπασμένο
θα έχουμε σπάσει
θα έχουμε σπασμένο
θα έχω σπαστεί
θα είμαι σπασμένος, -η
θα έχουμε σπαστεί
θα είμαστε σπασμένοι, -ες
θα έχεις σπάσει
θα έχεις σπασμένο
θα έχετε σπάσει
θα έχετε σπασμένο
θα έχεις σπαστεί
θα είσαι σπασμένος, -η
θα έχετε σπαστεί
θα είστε σπασμένοι, -ες
θα έχει σπάσει
θα έχει σπασμένο
θα έχουν σπάσει
θα έχουν σπασμένο
θα έχει σπαστεί
θα είναι σπασμένος, -η, -ο
θα έχουν σπαστεί
θα είναι σπασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σπάζωνα σπάζουμε, να σπάζομενα σπάζομαινα σπαζόμαστε
να σπάζειςνα σπάζετενα σπάζεσαινα σπάζεστε, να σπαζόσαστε
να σπάζεινα σπάζουν(ε)να σπάζεταινα σπάζονται
Aoristνα σπάσωνα σπάσουμε, να σπάσομενα σπαστώνα σπαστούμε
να σπάσειςνα σπάσετενα σπαστείςνα σπαστείτε
να σπάσεινα σπάσουν(ε)να σπαστείνα σπαστούν(ε)
Perfνα έχω σπάσει
να έχω σπασμένο
να έχουμε σπάσει
να έχουμε σπασμένο
να έχω σπαστεί
να είμαι σπασμένος, -η
να έχουμε σπαστεί
να είμαστε σπασμένοι, -ες
να έχεις σπάσει
να έχεις σπασμένο
να έχετε σπάσει
να έχετε σπασμένο
να έχεις σπαστεί
να είσαι σπασμένος, -η
να έχετε σπαστεί
να είστε σπασμένοι, -ες
να έχει σπάσει
να έχει σπασμένο
να έχουν σπάσει
να έχουν σπασμένο
να έχει σπαστεί
να είναι σπασμένος, -η, -ο
να έχουν σπαστεί
να είναι σπασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσπάζεσπάζετεσπάζεστε
Aoristσπάσεσπάστεσπάσουσπαστείτε
Part
izip
Presσπάζονταςσπαζόμενος
Perfέχοντας σπάσει, έχοντας σπασμένοσπασμένος, -η, -οσπασμένοι, -ες, -α
InfinAoristσπάσεισπαστεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χαλάω, χαλώχαλάμε, χαλούμε
χαλάςχαλάτε
χαλάει, χαλάχαλάν(ε), χαλούν(ε)
Imper
fekt
χαλούσα, χάλαγαχαλούσαμε, χαλάγαμε
χαλούσες, χάλαγεςχαλούσατε, χαλάγατε
χαλούσε, χάλαγεχαλούσαν(ε), χάλαγαν, χαλάγανε
Aoristχάλασαχαλάσαμε
χάλασεςχαλάσατε
χάλασεχάλασαν, χαλάσαν(ε)
Perf
ekt
έχω χαλάσειέχουμε χαλάσει
έχεις χαλάσειέχετε χαλάσει
έχει χαλάσειέχουν χαλάσει
Plu
perf
ekt
είχα χαλάσειείχαμε χαλάσει
είχες χαλάσειείχατε χαλάσει
είχε χαλάσειείχαν χαλάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χαλάω, θα χαλώθα χαλάμε, θα χαλούμε
θα χαλάςθα χαλάτε
θα χαλάει, θα χαλάθα χαλάν(ε), θα χαλούν(ε)
Fut
ur
θα χαλάσωθα χαλάσουμε, θα χαλάσομε
θα χαλάσειςθα χαλάσετε
θα χαλάσειθα χαλάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χαλάσειθα έχουμε χαλάσει
θα έχεις χαλάσειθα έχετε χαλάσει
θα έχει χαλάσειθα έχουν χαλάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χαλάω, να χαλώνα χαλάμε, να χαλούμε
να χαλάςνα χαλάτε
να χαλάει, να χαλάνα χαλάν(ε), να χαλούν(ε)
Aoristνα χαλάσωνα χαλάσουμε, να χαλάσομε
να χαλάσειςνα χαλάσετε
να χαλάσεινα χαλάσουν(ε)
Perfνα έχω χαλάσεινα έχουμε χαλάσει
να έχεις χαλάσεινα έχετε χαλάσει
να έχει χαλάσεινα έχουν χαλάσει
Imper
ativ
Presχάλα, χάλαγεχαλάτε
Aoristχάλασε, χάλαχαλάστε
Part
izip
Presχαλώντας
Perfέχοντας χαλάσει
InfinAoristχαλάσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback