jammern
 Verb

θρηνώ Verb
(0)
οδύρομαι Verb
(0)
κλαίγομαι 
(0)
DeutschGriechisch
Hör auf zu jammern.Ω, σταμάτα τις φλυαρίες.

Übersetzung nicht bestätigt

~ Es gibt keinen Grund ~ ~ Für mich zu jammern ~Όταν μπορώ να υπερηφανευθώ για ένα τέτοιο σώμα.

Übersetzung nicht bestätigt

~ Es gibt keinen Grund ~ ~ Für mich zu jammern ~Δεν υπάρχει λόγος να μην ερωτευθώ.

Übersetzung nicht bestätigt

-Hören Sie schon auf zu jammern?Θα σταματησεις την γκρινια;

Übersetzung nicht bestätigt

Hör auf zu jammern!Κόψε την κλάψα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




απρόσωπες εγκλίσεις
απαρέμφατο (αόριστος)
θρηνήσει
μετοχή (ενεστώτας)
θρηνώντας
προσωπικές εγκλίσεις
th>ενεστώταςθρήνειθρηνείτε
αόριστοςθρήνησεθρηνήστε



Medio-Passiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
οδύρομαιοδυρόμαστε
οδύρεσαιοδύρεστε, οδυρόσαστε
οδύρεταιοδύρονται
Imper
fekt
οδυρόμουν(α)οδυρόμαστε
οδυρόσουν(α)οδυρόσαστε
οδυρόταν(ε)οδύρονταν
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα οδύρομαιθα οδυρόμαστε
θα οδύρεσαιθα οδύρεστε, θα οδυρόσαστε
θα οδύρεταιθα οδύρονται
SUB
JUNC
TIVE
Präs
enz
να οδύρομαινα οδυρόμαστε
να οδύρεσαινα οδύρεστε, να οδυρόσαστε
να οδύρεταινα οδύρονται
Imper
ativ
Presοδύρεστε
Part
izip
Presοδυρόμενος



ΚΛΑΙΓΟΜΑΙ
I grumble
AktivMiddle
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλαίωκλαίμεκλαίγομαικλαιγόμαστε
κλαιςκλαίτεκλαίγεσαικλαίγεστε, κλαιγόσαστε
κλαίεικλαίνε, κλαινκλαίγεταικλαίγονται
Imper
fekt
έκλαιγακλαίγαμεκλαιγόμουν(α)κλαιγόμαστε, κλαιγόμασταν
έκλαιγεςκλαίγατεκλαιγόσουν(α)κλαιγόσαστε, κλαιγόσασταν
έκλαιγεέκλαιγαν, κλαίγαν(ε)κλαιγόταν(ε)κλαίγονταν, κλαιγόντανε, κλαιγόντουσαν
Aoristέκλαψακλάψαμεκλαύτηκακλαυτήκλαμε
έκλαψεςκλάψατεκλαύτηκεςκλαυτήκατε
έκλαψεέκλαψαν, κλάψαν(ε)κλαύτηκεκλαύτηκαν, κλαυτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλάψει
έχω κλαμένο
έχουμε κλάψει
έχουμε κλαμένο
έχω κλαυτεί
είμαι κλαμένος, -η
έχουμε κλαυτεί
είμαστε κλαμένοι, -ες
έχεις κλάψει
έχεις κλαμένο
έχετε κλάψει
έχετε κλαμένο
έχεις κλαυτεί
είσαι κλαμένος, -η
έχετε κλαυτεί
είστε κλαμένοι, -ες
έχει κλάψει
έχει κλαμένο
έχουν κλάψει
έχουν κλαμένο
έχει κλαυτεί
είναι κλαμένος, -η, -ο
έχουν κλαυτεί
είναι κλαμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κλάψει
είχα κλαμένο
είχαμε κλάψει
είχαμε κλαμένο
είχα κλαυτεί
ήμουν κλαμένος, -η
είχαμε κλαυτεί
ήμαστε κλαμένοι, -ες
είχες κλάψει
είχες κλαμένο
είχατε κλάψει
είχατε κλαμένο
είχες κλαυτεί
ήσουν κλαμένος, -η
είχατε κλαυτεί
ήσαστε κλαμένοι, -ες
είχε κλάψει
είχε κλαμένο
είχαν κλάψει
είχαν κλαμένο
είχε κλαυτεί
ήταν κλαμένος, -η, -ο
είχαν κλαυτεί
ήταν κλαμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλαίωθα κλαίμεθα κλαίγομαιθα κλαιγόμαστε
θα κλαιςθα κλαίτεθα κλαίγεσαιθα κλαίγεστε, θα κλαιγόσαστε
θα κλαίειθα κλαίνεθα κλαίγεταιθα κλαίγονται
Fut
ur
θα κλάψωθα κλάψουμε, θα κλάψομεθα κλαυτώθα κλαυτούμε
θα κλάψειςθα κλάψετεθα κλαυτείςθα κλαυτείτε
θα κλάψειθα κλάψουν(ε)θα κλαυτείθα κλαυτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλάψει
θα έχω κλαμένο
θα έχουμε κλάψει
θα έχουμε κλαμένο
θα έχω κλαυτεί
θα είμαι κλαμένος, -η
θα έχουμε κλαυτεί
θα είμαστε κλαμένοι, -ες
θα έχεις κλάψει
θα έχεις κλαμένο
θα έχετε κλάψει
θα έχετε κλαμένο
θα έχεις κλαυτεί
θα είσαι κλαμένος, -η
θα έχετε κλαυτεί
θα είστε κλαμένοι, -ες
θα έχει κλάψει
θα έχει κλαμένο
θα έχουν κλάψει
θα έχουν κλαμένο
θα έχει κλαυτεί
θα είναι κλαμένος, -η, -ο
θα έχουν κλαυτεί
θα είναι κλαμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλαίωνα κλαίμενα κλαίγομαινα κλαιγόμαστε
να κλαιςνα κλαίτενα κλαίγεσαινα κλαίγεστε, να κλαιγόσαστε
να κλαίεινα κλαίνε, να κλαιννα κλαίγεταινα κλαίγονται
Aoristνα κλάψωνα κλάψουμε, να κλάψομενα κλαυτώνα κλαυτούμε
να κλάψειςνα κλάψετενα κλαυτείςνα κλαυτείτε
να κλάψεινα κλάψουν(ε)να κλαυτείνα κλαυτούν(ε)
Perfνα έχω κλάψει
να έχω κλαμένο
να έχουμε κλάψει
να έχουμε κλαμένο
να έχω κλαυτεί
να είμαι κλαμένος, -η
να έχουμε κλαυτεί
να είμαστε κλαμένοι, -ες
να έχεις κλάψει
να έχεις κλαμένο
να έχετε κλάψει
να έχετε κλαμένο
να έχεις κλαυτεί
να είσαι κλαμένος, -η
να έχετε κλαυτεί
να είστε κλαμένοι, -ες
να έχει κλάψει
να έχει κλαμένο
να έχουν κλάψει
να έχουν κλαμένο
να έχει κλαυτεί
να είναι κλαμένος, -η, -ο
να έχουν κλαυτεί
να είναι κλαμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκλαίγεκλαίτεκλαίγεστε
Aoristκλάψεκλάψτε, καύτεκλάψουκλαυτείτε
Part
izip
Presκλαίγοντας
Perfέχοντας κλάψει, έχοντας κλαμένοκλαμένος, -η, -οκλαμένοι, -ες, -α
InfinAoristκλάψεικλαυτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback