inszenieren
 Verb

σκηνοθετώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Es wäre ratsam morgen eine Offensive für ihn zu inszenieren!θα ήταν ωφέλιμο να διοργανώσετε μια επίθεση για 'κεινον το πρωί...

Übersetzung nicht bestätigt

Ich versuche auch nicht, sie zu inszenieren.Δεν τους έβαλα να προσποιηθούν.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie versucht immer, Situationen zu inszenieren.Πάντα προσπαθεί να δημιουργήσει καταστάσεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Du und Dutchy werden einen maskierten Raubüberfall inszenieren.Εσύ και ο Ντάτση, φορώντας μάσκες θα τρυπώσετε στο δωμάτιο και θα κάνετε μια ψεύτικη ληστεία.

Übersetzung nicht bestätigt

Anstatt mit Schritte an der Decke bis nächstes Jahr zu warten, und es ist ja fast fertig, und wenn Margo mit In Holz gereift auf Tournee ginge, könnten wir Schritte sofort inszenieren.Αντί να περιμένω την επόμενη σεζόν ν' ανεβάσω το Πατημασιές στην Οροφή το οποίο προχωράει καλά, κι αν πείσουμε τη Μάργκο να περιοδεύσει με το ψηλά σαν τα Δένδρα, θα μπορούσαμε ν' ανεβάσουμε τις Πατημασιές αμέσως.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκηνοθετώσκηνοθετούμεσκηνοθετούμαισκηνοθετούμαστε
σκηνοθετείςσκηνοθετείτεσκηνοθετείσαισκηνοθετείστε
σκηνοθετείσκηνοθετούν(ε)σκηνοθετείταισκηνοθετούνται
Imper
fekt
σκηνοθετούσασκηνοθετούσαμεσκηνοθετούμουνσκηνοθετούμαστε
σκηνοθετούσεςσκηνοθετούσατε
σκηνοθετούσεσκηνοθετούσαν(ε)σκηνοθετούνταν, σκηνοθετείτοσκηνοθετούνταν, σκηνοθετούντο
Aoristσκηνοθέτησασκηνοθετήσαμεσκηνοθετήθηκασκηνοθετηθήκαμε
σκηνοθέτησεςσκηνοθετήσατεσκηνοθετήθηκεςσκηνοθετηθήκατε
σκηνοθέτησεσκηνοθέτησαν, σκηνοθετήσαν(ε)σκηνοθετήθηκεσκηνοθετήθηκαν, σκηνοθετηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω σκηνοθετήσει
έχω σκηνοθετημένο
έχουμε σκηνοθετήσει
έχουμε σκηνοθετημένο
έχω σκηνοθετηθεί
είμαι σκηνοθετημένος, -η
έχουμε σκηνοθετηθεί
είμαστε σκηνοθετημένοι, -ες
έχεις σκηνοθετήσει
έχεις σκηνοθετημένο
έχετε σκηνοθετήσει
έχετε σκηνοθετημένο
έχεις σκηνοθετηθεί
είσαι σκηνοθετημένος, -η
έχετε σκηνοθετηθεί
είστε σκηνοθετημένοι, -ες
έχει σκηνοθετήσει
έχει σκηνοθετημένο
έχουν σκηνοθετήσει
έχουν σκηνοθετημένο
έχει σκηνοθετηθεί
είναι σκηνοθετημένος, -η, -ο
έχουν σκηνοθετηθεί
είναι σκηνοθετημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα σκηνοθετήσει
είχα σκηνοθετημένο
είχαμε σκηνοθετήσει
είχαμε σκηνοθετημένο
είχα σκηνοθετηθεί
ήμουν σκηνοθετημένος, -η
είχαμε σκηνοθετηθεί
ήμαστε σκηνοθετημένοι, -ες
είχες σκηνοθετήσει
είχες σκηνοθετημένο
είχατε σκηνοθετήσει
είχατε σκηνοθετημένο
είχες σκηνοθετηθεί
ήσουν σκηνοθετημένος, -η
είχατε σκηνοθετηθεί
ήσαστε σκηνοθετημένοι, -ες
είχε σκηνοθετήσει
είχε σκηνοθετημένο
είχαν σκηνοθετήσει
είχαν σκηνοθετημένο
είχε σκηνοθετηθεί
ήταν σκηνοθετημένος, -η, -ο
είχαν σκηνοθετηθεί
ήταν σκηνοθετημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκηνοθετώθα σκηνοθετούμεθα σκηνοθετούμαιθα σκηνοθετούμαστε
θα σκηνοθετείςθα σκηνοθετείτεθα σκηνοθετείσαιθα σκηνοθετείστε
θα σκηνοθετείθα σκηνοθετούν(ε)θα σκηνοθετείταιθα σκηνοθετούνται
Fut
ur
θα σκηνοθετήσωθα σκηνοθετήσουμεθα σκηνοθετηθώθα σκηνοθετηθούμε
θα σκηνοθετήσειςθα σκηνοθετήσετεθα σκηνοθετηθείςθα σκηνοθετηθείτε
θα σκηνοθετήσειθα σκηνοθετήσουν(ε)θα σκηνοθετηθείθα σκηνοθετηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκηνοθετήσει
θα έχω σκηνοθετημένο
θα έχουμε σκηνοθετήσει
θα έχουμε σκηνοθετημένο
θα έχω σκηνοθετηθεί
θα είμαι σκηνοθετημένος, -η
θα έχουμε σκηνοθετηθεί
θα είμαστε σκηνοθετημένοι, -ες
θα έχεις σκηνοθετήσει
θα έχεις σκηνοθετημένο
θα έχετε σκηνοθετήσει
θα έχετε σκηνοθετημένο
θα έχεις σκηνοθετηθεί
θα είσαι σκηνοθετημένος, -η
θα έχετε σκηνοθετηθεί
θα είστε σκηνοθετημένοι, -η
θα έχει σκηνοθετήσει
θα έχει σκηνοθετημένο
θα έχουν σκηνοθετήσει
θα έχουν σκηνοθετημένο
θα έχει σκηνοθετηθεί
θα είναι σκηνοθετημένος, -η, -ο
θα έχουν σκηνοθετηθεί
θα είναι σκηνοθετημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκηνοθετώνα σκηνοθετούμενα σκηνοθετούμαινα σκηνοθετούμαστε
να σκηνοθετείςνα σκηνοθετείτενα σκηνοθετείσαινα σκηνοθετείστε
να σκηνοθετείνα σκηνοθετούν(ε)να σκηνοθετείταινα σκηνοθετούνται
Aoristνα σκηνοθετήσωνα σκηνοθετήσουμε, να σκηνοθετήσομενα σκηνοθετηθώνα σκηνοθετηθούμε
να σκηνοθετήσειςνα σκηνοθετήσετενα σκηνοθετηθείςνα σκηνοθετηθείτε
να σκηνοθετήσεινα σκηνοθετήσουν(ε)να σκηνοθετηθείνα σκηνοθετηθούν(ε)
Perfνα έχω σκηνοθετήσει
να έχω σκηνοθετημένο
να έχουμε σκηνοθετήσει
να έχουμε σκηνοθετημένο
να έχω σκηνοθετηθεί
να είμαι σκηνοθετημένος, -η
να έχουμε σκηνοθετηθεί
να είμαστε σκηνοθετημένοι, -ες
να έχεις σκηνοθετήσει
να έχεις σκηνοθετημένο
να έχετε σκηνοθετήσει
να έχετε σκηνοθετημένο
να έχεις σκηνοθετηθεί
να είσαι σκηνοθετημένος, -η
να έχετε σκηνοθετηθεί
να είστε σκηνοθετημένοι, -ες
να έχει σκηνοθετήσει
να έχει σκηνοθετημένο
να έχουν σκηνοθετήσει
να έχουν σκηνοθετημένο
να έχει σκηνοθετηθεί
να είναι σκηνοθετημένος, -η, -ο
να έχουν σκηνοθετηθεί
να είναι σκηνοθετημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσκηνοθετείτεσκηνοθετείστε
Aoristσκηνοθέτησεσκηνοθετήστε, σκηνοθετήσετεσκηνοθετήσουσκηνοθετηθείτε
Part
izip
Presσκηνοθετώντας
Perfέχοντας σκηνοθετήσει, έχοντας σκηνοθετημένοσκηνοθετημένος, -η, -οσκηνοθετημένοι, -ες, -α
InfinAoristσκηνοθετήσεισκηνοθετηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback