hungern
 Verb

λιμοκτονώ Verb
(3)
πεινώ Verb
(2)
διψώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.
Deutsche Synonyme
fasten
hungern
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πεινάω, πεινώπεινάμε, πεινούμε
πεινάςπεινάτε
πεινάει, πεινάπεινάν(ε), πεινούν(ε)
Imper
fekt
πεινούσα, πείναγαπεινούσαμε, πεινάγαμε
πεινούσες, πείναγεςπεινούσατε, πεινάγατε
πεινούσε, πείναγεπεινούσαν(ε), πείναγαν, πεινάγανε
Aoristπείνασαπεινάσαμε
πείνασεςπεινάσατε
πείνασεπείνασαν, πεινάσαν(ε)
Perf
ekt
έχω πεινάσειέχουμε πεινάσει
έχεις πεινάσειέχετε πεινάσει
έχει πεινάσειέχουν πεινάσει
Plu
perf
ekt
είχα πεινάσειείχαμε πεινάσει
είχες πεινάσειείχατε πεινάσει
είχε πεινάσειείχαν πεινάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πεινάω, θα πεινώθα πεινάμε, θα πεινούμε
θα πεινάςθα πεινάτε
θα πεινάει
θα πεινά
θα πεινάν(ε)
θα πεινούν(ε)
Fut
ur
θα πεινάσωθα πεινάσουμε, θα πεινάσομε
θα πεινάσειςθα πεινάσετε
θα πεινάσειθα πεινάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πεινάσειθα έχουμε πεινάσει
θα έχεις πεινάσειθα έχετε πεινάσει
θα έχει πεινάσειθα έχουν πεινάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πεινάω, να πεινώνα πεινάμε, να πεινούμε
να πεινάςνα πεινάτε
να πεινάει, να πεινάνα πεινάν(ε), να πεινούν(ε)
Aoristνα πεινάσωνα πεινάσουμε, να πεινάσομε
να πεινάσειςνα πεινάσετε
να πεινάσεινα πεινάσουν(ε)
Perfνα έχω πεινάσεινα έχουμε πεινάσει
να έχεις πεινάσεινα έχετε πεινάσει
να έχει πεινάσεινα έχουν πεινάσει
Imper
ativ
Presπείνα, πείναγεπεινάτε
Aoristπείνασε, πείναπεινάστε
Part
izip
Presπεινώντας
Perfπεινασμένος, -η, -οπεινασμένοι, -ες, -α
έχοντας πεινάσει
InfinAoristπεινάσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διψάω, διψώδιψάμε, διψούμε
διψάςδιψάτε
διψάει, διψάδιψάν(ε), διψούν(ε)
Imper
fekt
διψούσα, δίψαγαδιψούσαμε, διψάγαμε
διψούσες, δίψαγεςδιψούσατε, διψάγατε
διψούσε, δίψαγεδιψούσαν(ε), δίψαγαν, διψάγανε
Aoristδίψασαδιψάσαμε
δίψασεςδιψάσατε
δίψασεδίψασαν, διψάσαν(ε)
Perf
ekt
έχω διψάσειέχουμε διψάσει
έχεις διψάσειέχετε διψάσει
έχει διψάσειέχουν διψάσει
Plu
perf
ekt
είχα διψάσειείχαμε διψάσει
είχες διψάσειείχατε διψάσει
είχε διψάσειείχαν διψάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διψάω, θα διψώθα διψάμε, θα διψούμε
θα διψάςθα διψάτε
θα διψάει, θα διψάθα διψάν(ε), θα διψούν(ε)
Fut
ur
θα διψάσωθα διψάσουμε, θα διψάσομε
θα διψάσειςθα διψάσετε
θα διψάσειθα διψάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διψάσειθα έχουμε διψάσει
θα έχεις διψάσειθα έχετε διψάσει
θα έχει διψάσειθα έχουν διψάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διψάω, να διψώνα διψάμε, να διψούμε
να διψάςνα διψάτε
να διψάει, να διψάνα διψάν(ε), να διψούν(ε)
Aoristνα διψάσωνα διψάσουμε, να διψάσομε
να διψάσειςνα διψάσετε
να διψάσεινα διψάσουν(ε)
Perfνα έχω διψάσεινα έχουμε διψάσει
να έχεις διψάσεινα έχετε διψάσει
να έχει διψάσεινα έχουν διψάσει
Imper
ativ
Presδίψα, δίψαγεδιψάτε
Aoristδίψασε, δίψαδιψάστε
Part
izip
Presδιψώντας
Perfδιψασμένος, -η, -οδιψασμένοι, -ες, -α
έχοντας διψάσει
InfinAoristδιψάσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback