hervorrufen
 Verb

προκαλώ Verb
(0)
γεννώ Verb
(0)
προξενώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich kenne Fälle, in denen ein Schock Bilder hervorrufen kann.Μπορεί να έχει κάποιες συνέπειες.

Übersetzung nicht bestätigt

Vielleicht lassen sich Gefühle nicht mit Tabellen erfassen oder bloß mit Geld hervorrufen.Ίσως τα αισθήματα του κοινού να μην είναι μετρήσιμα... ούτε να μπορείς να τα κατανοήσεις με το χρήμα και μόνο.

Übersetzung nicht bestätigt

Da ist die Luftelektrizität immer so stark. Wind, Reibung und ein dicker Teppich sind nicht die einzigen Ursachen, die elektrische Spannung zwischen Menschen hervorrufen können.Μη μου πεις ότι δεν έμαθες πως ο ξερός άνεμος, η τριβή και το παχύ χαλί δεν είναι τα μόνα που προκαλούν ηλεκτρισμό ανάμεσα στους ανθρώπους!

Übersetzung nicht bestätigt

Ich dachte, wir sollten eine Panik unter ihren Pferden hervorrufen.Εγώ έλεγα να τρομάξουμε τ' άλογά τους να φύγουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Jedoch... Die unbeständige tropische Luftmasse, die sich vom Süden heraufbewegt, könnte in Verbindung mit der polaren Luft, die sich von Kanada hier herunterbewegt möglicherweise ein Gebiet voll extremer Zyklonenbildung hervorrufen.Ωστόσο, η ασταθής μάζα τροπικού αέρα, που κινείται προς το Νότο, σε συνδιασμό με την πολική εστία, που κινείται από τον Καναδά, θα μπορούσε να δημιουργήσει εξαιρετικά φαινόμενα, στην περιοχή,

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προκαλώπροκαλούμεπροκαλούμαιπροκαλούμαστε
προκαλείςπροκαλείτεπροκαλείσαιπροκαλείστε
προκαλείπροκαλούν(ε)προκαλείταιπροκαλούνται
Imper
fekt
προκαλούσαπροκαλούσαμε
προκαλούσεςπροκαλούσατε
προκαλούσεπροκαλούσαν(ε)προκαλούνταν, προκαλείτοπροκαλούνταν, προκαλούντο
Aoristπροκάλεσαπροκαλέσαμεπροκλήθηκαπροκληθήκαμε
προκάλεσεςπροκαλέσατεπροκλήθηκεςπροκληθήκατε
προκάλεσεπροκάλεσαν, προκαλέσαν(ε)προκλήθηκεπροκλήθηκαν, προκληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω προκαλέσειέχουμε προκαλέσειέχω προκληθείέχουμε προκληθεί
έχεις προκαλέσειέχετε προκαλέσειέχεις προκληθείέχετε προκληθεί
έχει προκαλέσειέχουν προκαλέσειέχει προκληθείέχουν προκληθεί
Plu
perf
ekt
είχα προκαλέσειείχαμε προκαλέσειείχα προκληθείείχαμε προκληθεί
είχες προκαλέσειείχατε προκαλέσειείχες προκληθείείχατε προκληθεί
είχε προκαλέσειείχαν προκαλέσειείχε προκληθείείχαν προκληθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προκαλώθα προκαλούμεθα προκαλούμαιθα προκαλούμαστε
θα προκαλείςθα προκαλείτεθα προκαλείσαιθα προκαλείστε
θα προκαλείθα προκαλούν(ε)θα προκαλείταιθα προκαλούνται
Fut
ur
θα προκαλέσωθα προκαλέσουμε, θα προκαλέσομεθα προκληθώθα προκληθούμε
θα προκαλέσειςθα προκαλέσετεθα προκληθείςθα προκληθείτε
θα προκαλέσειθα προκαλέσουν(ε)θα προκληθείθα προκληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προκαλέσειθα έχουμε προκαλέσειθα έχω προκληθείθα έχουμε προκληθεί
θα έχεις προκαλέσειθα έχετε προκαλέσειθα έχεις προκληθείθα έχετε προκληθεί
θα έχει προκαλέσειθα έχουν προκαλέσειθα έχει προκληθείθα έχουν προκληθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προκαλώνα προκαλούμενα προκαλούμαινα προκαλούμαστε
να προκαλείςνα προκαλείτενα προκαλείσαινα προκαλείστε
να προκαλείνα προκαλούν(ε)να προκαλείταινα προκαλούνται
Aoristνα προκαλέσωνα προκαλέσουμε, να προκαλέσομενα προκληθώνα προκληθούμε
να προκαλέσειςνα προκαλέσετενα προκληθείςνα προκληθείτε
να προκαλέσεινα προκαλέσουν(ε)να προκληθείνα προκληθούν(ε)
Perfνα έχω προκαλέσεινα έχουμε προκαλέσεινα έχω προκληθείνα έχουμε προκληθεί
να έχεις προκαλέσεινα έχετε προκαλέσεινα έχεις προκληθείνα έχετε προκληθεί
να έχει προκαλέσεινα έχουν προκαλέσεινα έχει προκληθείνα έχουν προκληθεί
Imper
ativ
Presπροκαλείτεπροκαλείστε
Aoristπροκάλεσεπροκαλέστε, προκαλέσετεπροκληθείτε
Part
izip
Presπροκαλώνταςπροκαλούμενος
Perfέχοντας προκαλέσει
InfinAoristπροκαλέσειπροκληθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γεννάω, γεννώγεννάμε, γεννούμεγεννιέμαιγεννιόμαστε
γεννάςγεννάτεγεννιέσαιγεννιέστε, γεννιόσαστε
γεννάει, γεννάγεννάν(ε), γεννούν(ε)γεννιέταιγεννιούνται, γεννιόνται
Imper
fekt
γεννούσα, γένναγαγεννούσαμε, γεννάγαμεγεννιόμουν(α)γεννιόμαστε, γεννιόμασταν
γεννούσες, γένναγεςγεννούσατε, γεννάγατεγεννιόσουν(α)γεννιόσαστε, γεννιόσασταν
γεννούσε, γένναγεγεννούσαν(ε), γένναγαν, γεννάγανεγεννιόταν(ε)γεννιόνταν(ε), γεννιούνταν, γεννιόντουσαν
Aoristγέννησαγεννήσαμεγεννήθηκαγεννηθήκαμε
γέννησεςγεννήσατεγεννήθηκεςγεννηθήκατε
γέννησεγέννησαν, γεννήσαν(ε)γεννήθηκεγεννήθηκαν, γεννηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω γεννήσει
έχω γεννημένο
έχουμε γεννήσει
έχουμε γεννημένο
έχω γεννηθεί
είμαι γεννημένος, -η
έχουμε γεννηθεί
είμαστε γεννημένοι, -ες
έχεις γεννήσει
έχεις γεννημένο
έχετε γεννήσει
έχετε γεννημένο
έχεις γεννηθεί
είσαι γεννημένος, -η
έχετε γεννηθεί
είστε γεννημένοι, -ες
έχει γεννήσει
έχει γεννημένο
έχουν γεννήσει
έχουν γεννημένο
έχει γεννηθεί
είναι γεννημένος, -η, -ο
έχουν γεννηθεί
είναι γεννημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα γεννήσει
είχα γεννημένο
είχαμε γεννήσει
είχαμε γεννημένο
είχα γεννηθεί
ήμουν γεννημένος, -η
είχαμε γεννηθεί
ήμαστε γεννημένοι, -ες
είχες γεννήσει
είχες γεννημένο
είχατε γεννήσει
είχατε γεννημένο
είχες γεννηθεί
ήσουν γεννημένος, -η
είχατε γεννηθεί
ήσαστε γεννημένοι, -ες
είχε γεννήσει
είχε γεννημένο
είχαν γεννήσει
είχαν γεννημένο
είχε γεννηθεί
ήταν γεννημένος, -η, -ο
είχαν γεννηθεί
ήταν γεννημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γεννάω, θα γεννώθα γεννάμε, θα γεννούμεθα γεννιέμαιθα γεννιόμαστε
θα γεννάςθα γεννάτεθα γεννιέσαιθα γεννιέστε, θα γεννιόσαστε
θα γεννάει, θα γεννάθα γεννάν(ε), θα γεννούν(ε)θα γεννιέταιθα γεννιούνται, θα γεννιόνται
Fut
ur
θα γεννήσωθα γεννήσουμε, θα γεννήσομεθα γεννηθώθα γεννηθούμε
θα γεννήσειςθα γεννήσετεθα γεννηθείςθα γεννηθείτε
θα γεννήσειθα γεννήσουν(ε)θα γεννηθείθα γεννηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γεννήσει
θα έχω γεννημένο
θα έχουμε γεννήσει
θα έχουμε γεννημένο
θα έχω γεννηθεί
θα είμαι γεννημένος, -η
θα έχουμε γεννηθεί
θα είμαστε γεννημένοι, -ες
θα έχεις γεννήσει
θα έχεις γεννημένο
θα έχετε γεννήσει
θα έχετε γεννημένο
θα έχεις γεννηθεί
θα είσαι γεννημένος, -η
θα έχετε γεννηθεί
θα είστε γεννημένοι, -ες
θα έχει γεννήσει
θα έχει γεννημένο
θα έχουν γεννήσει
θα έχουν γεννημένο
θα έχει γεννηθεί
θα είναι γεννημένος, -η, -ο
θα έχουν γεννηθεί
θα είναι γεννημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γεννάω, να γεννώνα γεννάμε, να γεννούμενα γεννιέμαινα γεννιόμαστε
να γεννάςνα γεννάτενα γεννιέσαινα γεννιέστε, να γεννιόσαστε
να γεννάει, να γεννάνα γεννάν(ε), να γεννούν(ε)να γεννιέταινα γεννιούνται, να γεννιόνται
Aoristνα γεννήσωνα γεννήσουμε, να γεννήσομενα γεννηθώνα γεννηθούμε
να γεννήσειςνα γεννήσετενα γεννηθείςνα γεννηθείτε
να γεννήσεινα γεννήσουν(ε)να γεννηθείνα γεννηθούν(ε)
Perfνα έχω γεννήσει
να έχω γεννημένο
να έχουμε γεννήσει
να έχουμε γεννημένο
να έχω γεννηθεί
να είμαι γεννημένος, -η
να έχουμε γεννηθεί
να είμαστε γεννημένοι, -ες
να έχεις γεννήσει
να έχεις γεννημένο
να έχετε γεννήσει
να έχετε γεννημένο
να έχεις γεννηθεί
να είσαι γεννημένος, -η
να έχετε γεννηθεί
να είστε γεννημένοι, -η
να έχει γεννήσει
να έχει γεννημένο
να έχουν γεννήσει
να έχουν γεννημένο
να έχει γεννηθεί
να είναι γεννημένος, -η, -ο
να έχουν γεννηθεί
να είναι γεννημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγέννα, γένναγεγεννάτεγεννιέστε
Aoristγέννησε, γένναγεννήστεγεννήσουγεννηθείτε
Part
izip
Presγεννώντας
Perfέχοντας γεννήσει, έχοντας γεννημένογεννημένος, -η, -ογεννημένοι, -ες, -α
InfinAoristγεννήσειγεννηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback