glänzen
 Verb

λάμπω Verb
(4)
λαμποκοπώ Verb
(0)
γυαλίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.
Deutsche Synonyme
glänzen
blenden
Ähnliche Wörter
glänzend

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λάμπωλάμπουμε, λάμπομε
λάμπειςλάμπετε
λάμπειλάμπουν(ε)
Imper
fekt
έλαμπαλάμπαμε
έλαμπεςλάμπατε
έλαμπεέλαμπαν, λάμπαν(ε)
Aoristέλαμψαλάμψαμε
έλαμψεςλάμψατε
έλαμψεέλαμψαν, λάμψαν(ε)
Per
fekt
έχω λάμψειέχουμε λάμψει
έχεις λάμψειέχετε λάμψει
έχει λάμψειέχουν λάμψει
Plu
per
fekt
είχα λάμψειείχαμε λάμψει
είχες λάμψειείχατε λάμψει
είχε λάμψειείχαν λάμψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λάμπωθα λάμπουμε, θα λάμπομε
θα λάμπειςθα λάμπετε
θα λάμπειθα λάμπουν(ε)
Fut
ur
θα λάμψωθα λάμψουμε, θα λάμψομε
θα λάμψειςθα λάμψετε
θα λάμψειθα λάμψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λάμψειθα έχουμε λάμψει
θα έχεις λάμψειθα έχετε λάμψει
θα έχει λάμψειθα έχουν λάμψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λάμπωνα λάμπουμε, να λάμπομε
να λάμπειςνα λάμπετε
να λάμπεινα λάμπουν(ε)
Aoristνα λάμψωνα λάμψουμε, να λάμψομε
να λάμψειςνα λάμψετε
να λάμψεινα λάμψουν(ε)
Perfνα έχω λάμψεινα έχουμε λάμψει
να έχεις λάμψεινα έχετε λάμψει
να έχει λάμψεινα έχουν λάμψει
Imper
ativ
Presλάμπελάμπετε
Aoristλάμψελάμψτε, λάμψετε
Part
izip
Presλάμποντας
Perfέχοντας λάμψει
InfinAoristλάμψει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γυαλίζωγυαλίζουμε, γυαλίζομεγυαλίζομαιγυαλιζόμαστε
γυαλίζειςγυαλίζετεγυαλίζεσαιγυαλίζεστε, γυαλιζόσαστε
γυαλίζειγυαλίζουν(ε)γυαλίζεταιγυαλίζονται
Imper
fekt
γυάλιζαγυαλίζαμεγυαλιζόμουν(α)γυαλιζόμαστε, γυαλιζόμασταν
γυάλιζεςγυαλίζατεγυαλιζόσουν(α)γυαλιζόσαστε, γυαλιζόσασταν
γυάλιζεγυάλιζαν, γυαλίζαν(ε)γυαλιζόταν(ε)γυαλίζονταν, γυαλιζόντανε, γυαλιζόντουσαν
Aoristγυάλισαγυαλίσαμεγυαλίστηκαγυαλιστήκαμε
γυάλισεςγυαλίσατεγυαλίστηκεςγυαλιστήκατε
γυάλισεγυάλισαν, γυαλίσαν(ε)γυαλίστηκεγυαλίστηκαν, γυαλιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γυαλίσει
έχω γυαλισμένο
έχουμε γυαλίσει
έχουμε γυαλισμένο
έχω γυαλιστεί
είμαι γυαλισμένος, -η
έχουμε γυαλιστεί
είμαστε γυαλισμένοι, -ες
έχεις γυαλίσει
έχεις γυαλισμένο
έχετε γυαλίσει
έχετε γυαλισμένο
έχεις γυαλιστεί
είσαι γυαλισμένος, -η
έχετε γυαλιστεί
είστε γυαλισμένοι, -ες
έχει γυαλίσει
έχει γυαλισμένο
έχουν γυαλίσει
έχουν γυαλισμένο
έχει γυαλιστεί
είναι γυαλισμένος, -η, -ο
έχουν γυαλιστεί
είναι γυαλισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γυαλίσει
είχα γυαλισμένο
είχαμε γυαλίσει
είχαμε γυαλισμένο
είχα γυαλιστεί
ήμουν γυαλισμένος, -η
είχαμε γυαλιστεί
ήμαστε γυαλισμένοι, -ες
είχες γυαλίσει
είχες γυαλισμένο
είχατε γυαλίσει
είχατε γυαλισμένο
είχες γυαλιστεί
ήσουν γυαλισμένος, -η
είχατε γυαλιστεί
ήσαστε γυαλισμένοι, -ες
είχε γυαλίσει
είχε γυαλισμένο
είχαν γυαλίσει
είχαν γυαλισμένο
είχε γυαλιστεί
ήταν γυαλισμένος, -η, -ο
είχαν γυαλιστεί
ήταν γυαλισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γυαλίζωθα γυαλίζουμε, θα γυαλίζομεθα γυαλίζομαιθα γυαλιζόμαστε
θα γυαλίζειςθα γυαλίζετεθα γυαλίζεσαιθα γυαλίζεστε, θα γυαλιζόσαστε
θα γυαλίζειθα γυαλίζουν(ε)θα γυαλίζεταιθα γυαλίζονται
Fut
ur
θα γυαλίσωθα γυαλίσουμε, θα γυαλίζομεθα γυαλιστώθα γυαλιστούμε
θα γυαλίσειςθα γυαλίσετεθα γυαλιστείςθα γυαλιστείτε
θα γυαλίσειθα γυαλίσουν(ε)θα γυαλιστείθα γυαλιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γυαλίσει
θα έχω γυαλισμένο
θα έχουμε γυαλίσει
θα έχουμε γυαλισμένο
θα έχω γυαλιστεί
θα είμαι γυαλισμένος, -η
θα έχουμε γυαλιστεί
θα είμαστε γυαλισμένοι, -ες
θα έχεις γυαλίσει
θα έχεις γυαλισμένο
θα έχετε γυαλίσει
θα έχετε γυαλισμένο
θα έχεις γυαλιστεί
θα είσαι γυαλισμένος, -η
θα έχετε γυαλιστεί
θα είστε γυαλισμένοι, -ες
θα έχει γυαλίσει
θα έχει γυαλισμένο
θα έχουν γυαλίσει
θα έχουν γυαλισμένο
θα έχει γυαλιστεί
θα είναι γυαλισμένος, -η, -ο
θα έχουν γυαλιστεί
θα είναι γυαλισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γυαλίζωνα γυαλίζουμε, να γυαλίζομενα γυαλίζομαινα γυαλιζόμαστε
να γυαλίζειςνα γυαλίζετενα γυαλίζεσαινα γυαλίζεστε, να γυαλιζόσαστε
να γυαλίζεινα γυαλίζουν(ε)να γυαλίζεταινα γυαλίζονται
Aoristνα γυαλίσωνα γυαλίσουμε, να γυαλίσομενα γυαλιστώνα γυαλιστούμε
να γυαλίσειςνα γυαλίσετενα γυαλιστείςνα γυαλιστείτε
να γυαλίσεινα γυαλίσουν(ε)να γυαλιστείνα γυαλιστούν(ε)
Perfνα έχω γυαλίσει
να έχω γυαλισμένο
να έχουμε γυαλίσει
να έχουμε γυαλισμένο
να έχω γυαλιστεί
να είμαι γυαλισμένος, -η
να έχουμε γυαλιστεί
να είμαστε γυαλισμένοι, -ες
να έχεις γυαλίσει
να έχεις γυαλισμένο
να έχετε γυαλίσει
να έχετε γυαλισμένο
να έχεις γυαλιστεί
να είσαι γυαλισμένος, -η
να έχετε γυαλιστεί
να είστε γυαλισμένοι, -ες
να έχει γυαλίσει
να έχει γυαλισμένο
να έχουν γυαλίσει
να έχουν γυαλισμένο
να έχει γυαλιστεί
να είναι γυαλισμένος, -η, -ο
να έχουν γυαλιστεί
να είναι γυαλισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγυάλιζεγυαλίζετεγυαλίζεστε
Aoristγυάλισεγυαλίστεγυαλίσουγυαλιστείτε
Part
izip
Presγυαλίζονταςγυαλιζόμενος
Perfέχοντας γυαλίσει, έχοντας γυαλισμένογυαλισμένος, -η, -ογυαλισμένοι, -ες, -α
InfinAoristγυαλίσειγυαλιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback