fortsetzen
 Verb

συνεχίζω Verb
(3)
εξακολουθώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich persönlich werde jedoch meinen Kampf gegen die extreme Rechte fortsetzen, Unterschriften für eine Petition sammeln, in der Maßnahmen bis zum Ausschluß Österreichs gefordert werden, eine große Bürgerdemonstration am heutigen Samstag um 15 Uhr in Lille organisieren.Ωστόσο, προσωπικά συνεχίζω να μάχομαι κατά της άκρας Δεξιάς, συγκεντρώνω υπογραφές για ένα αίτημα που απαιτεί μέτρα τα οποία να φθάνουν μέχρι και την αποπομπή της Αυστρίας και οργανώνω μια μεγάλη πολιτική διαδήλωση αυτό το Σάββατο στις 15.00 στη Λίλη.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συνεχίζωσυνεχίζουμε, συνεχίζομεσυνεχίζομαισυνεχιζόμαστε
συνεχίζειςσυνεχίζετεσυνεχίζεσαισυνεχίζεστε, συνεχιζόσαστε
συνεχίζεισυνεχίζουν(ε)συνεχίζεταισυνεχίζονται
Imper
fekt
συνέχιζασυνεχίζαμεσυνεχιζόμουν(α)συνεχιζόμαστε, συνεχιζόμασταν
συνέχιζεςσυνεχίζατεσυνεχιζόσουν(α)συνεχιζόσαστε, συνεχιζόσασταν
συνέχιζεσυνέχιζαν, συνεχίζαν(ε)συνεχιζόταν(ε)συνεχίζονταν, συνεχιζόντανε, συνεχιζόντουσαν
Aoristσυνέχισασυνεχίσαμεσυνεχίστηκασυνεχιστήκαμε
συνέχισεςσυνεχίσατεσυνεχίστηκεςσυνεχιστήκατε
συνέχισεσυνέχισαν, συνεχίσαν(ε)συνεχίστηκεσυνεχίστηκαν, συνεχιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συνεχίσειέχουμε συνεχίσειέχω συνεχιστείέχουμε συνεχιστεί
έχεις συνεχίσειέχετε συνεχίσειέχεις συνεχιστείέχετε συνεχιστεί
έχει συνεχίσειέχουν συνεχίσειέχει συνεχιστείέχουν συνεχιστεί
Plu
per
fekt
είχα συνεχίσειείχαμε συνεχίσειείχα συνεχιστείείχαμε συνεχιστεί
είχες συνεχίσειείχατε συνεχίσειείχες συνεχιστείείχατε συνεχιστεί
είχε συνεχίσειείχαν συνεχίσειείχε συνεχιστείείχαν συνεχιστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συνεχίζωθα συνεχίζουμε, θα συνεχίζομεθα συνεχίζομαιθα συνεχιζόμαστε
θα συνεχίζειςθα συνεχίζετεθα συνεχίζεσαιθα συνεχίζεστε, θα συνεχιζόσαστε
θα συνεχίζειθα συνεχίζουν(ε)θα συνεχίζεταιθα συνεχίζονται
Fut
ur
θα συνεχίσωθα συνεχίσουμε, θα συνεχίζομεθα συνεχιστώθα συνεχιστούμε
θα συνεχίσειςθα συνεχίσετεθα συνεχιστείςθα συνεχιστείτε
θα συνεχίσειθα συνεχίσουν(ε)θα συνεχιστείθα συνεχιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συνεχίσειθα έχουμε συνεχίσειθα έχω συνεχιστείθα έχουμε συνεχιστεί
θα έχεις συνεχίσειθα έχετε συνεχίσειθα έχεις συνεχιστείθα έχετε συνεχιστεί
θα έχει συνεχίσειθα έχουν συνεχίσειθα έχει συνεχιστείθα έχουν συνεχιστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συνεχίζωνα συνεχίζουμε, να συνεχίζομενα συνεχίζομαινα συνεχιζόμαστε
να συνεχίζειςνα συνεχίζετενα συνεχίζεσαινα συνεχίζεστε, να συνεχιζόσαστε
να συνεχίζεινα συνεχίζουν(ε)να συνεχίζεταινα συνεχίζονται
Aoristνα συνεχίσωνα συνεχίσουμε, να συνεχίσομενα συνεχιστώνα συνεχιστούμε
να συνεχίσειςνα συνεχίσετενα συνεχιστείςνα συνεχιστείτε
να συνεχίσεινα συνεχίσουν(ε)να συνεχιστείνα συνεχιστούν(ε)
Perfνα έχω συνεχίσεινα έχουμε συνεχίσεινα έχω συνεχιστείνα έχουμε συνεχιστεί
να έχεις συνεχίσεινα έχετε συνεχίσεινα έχεις συνεχιστείνα έχετε συνεχιστεί
να έχει συνεχίσεινα έχουν συνεχίσεινα έχει συνεχιστείνα έχουν συνεχιστεί
Imper
ativ
Presσυνέχιζεσυνεχίζετεσυνεχίζεστε
Aoristσυνέχισεσυνεχίστεσυνεχίσουσυνεχιστείτε
Part
izip
Presσυνεχίζονταςσυνεχιζόμενος
Perfέχοντας συνεχίσει
InfinAoristσυνεχίσεισυνεχιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback