συνεχίζω Verb  [sinechizo, synexizw]

  Verb
(13)
  Verb
(3)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
(0)

Etymologie zu συνεχίζω

συνεχίζω altgriechisch συνεχίζω


GriechischDeutsch
Εμείς που πάντα γνωρίζαμε ότι υπάρχει μια στιγμή μέσα στη διαδικασία λήψης μιας απόφασης όπου πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά και να αναρωτηθούμε: "συνεχίζω ή σταματάω;" . πιστεύουμε ότι ήρθε η στιγμή να θέσουμε το όριο, δεδομένου ότι η γραμμή μεταξύ αναπαραγωγικής και θεραπευτικής κλωνοποίησης είναι δυσδιάκριτη, αφού η θεραπευτική κλωνοποίηση δεν είναι παρά μια αναπαραγωγική κλωνοποίηση που διακόπτεται.Wir, die wir wissen, dass es in einem Entscheidungsprozess immer einen Zeitpunkt gibt, wo man die Nase von der Lenkstange heben und sich fragen muss: "Soll ich weitermachen oder aufhören? ", wir denken, dass der Zeitpunkt gekommen ist, um die Grenze festzulegen, zumal der Unterschied zwischen reproduktivem und therapeutischem Klonen gering ist, denn das therapeutische Klonen ist im Grunde nur ein abgebrochenes reproduktives Klonen.

Übersetzung bestätigt

Μπορώ να συνεχίζω.Ich kann weitermachen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu συνεχίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συνεχίζωσυνεχίζουμε, συνεχίζομεσυνεχίζομαισυνεχιζόμαστε
συνεχίζειςσυνεχίζετεσυνεχίζεσαισυνεχίζεστε, συνεχιζόσαστε
συνεχίζεισυνεχίζουν(ε)συνεχίζεταισυνεχίζονται
Imper
fekt
συνέχιζασυνεχίζαμεσυνεχιζόμουν(α)συνεχιζόμαστε, συνεχιζόμασταν
συνέχιζεςσυνεχίζατεσυνεχιζόσουν(α)συνεχιζόσαστε, συνεχιζόσασταν
συνέχιζεσυνέχιζαν, συνεχίζαν(ε)συνεχιζόταν(ε)συνεχίζονταν, συνεχιζόντανε, συνεχιζόντουσαν
Aoristσυνέχισασυνεχίσαμεσυνεχίστηκασυνεχιστήκαμε
συνέχισεςσυνεχίσατεσυνεχίστηκεςσυνεχιστήκατε
συνέχισεσυνέχισαν, συνεχίσαν(ε)συνεχίστηκεσυνεχίστηκαν, συνεχιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συνεχίσειέχουμε συνεχίσειέχω συνεχιστείέχουμε συνεχιστεί
έχεις συνεχίσειέχετε συνεχίσειέχεις συνεχιστείέχετε συνεχιστεί
έχει συνεχίσειέχουν συνεχίσειέχει συνεχιστείέχουν συνεχιστεί
Plu
per
fekt
είχα συνεχίσειείχαμε συνεχίσειείχα συνεχιστείείχαμε συνεχιστεί
είχες συνεχίσειείχατε συνεχίσειείχες συνεχιστείείχατε συνεχιστεί
είχε συνεχίσειείχαν συνεχίσειείχε συνεχιστείείχαν συνεχιστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συνεχίζωθα συνεχίζουμε, θα συνεχίζομεθα συνεχίζομαιθα συνεχιζόμαστε
θα συνεχίζειςθα συνεχίζετεθα συνεχίζεσαιθα συνεχίζεστε, θα συνεχιζόσαστε
θα συνεχίζειθα συνεχίζουν(ε)θα συνεχίζεταιθα συνεχίζονται
Fut
ur
θα συνεχίσωθα συνεχίσουμε, θα συνεχίζομεθα συνεχιστώθα συνεχιστούμε
θα συνεχίσειςθα συνεχίσετεθα συνεχιστείςθα συνεχιστείτε
θα συνεχίσειθα συνεχίσουν(ε)θα συνεχιστείθα συνεχιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συνεχίσειθα έχουμε συνεχίσειθα έχω συνεχιστείθα έχουμε συνεχιστεί
θα έχεις συνεχίσειθα έχετε συνεχίσειθα έχεις συνεχιστείθα έχετε συνεχιστεί
θα έχει συνεχίσειθα έχουν συνεχίσειθα έχει συνεχιστείθα έχουν συνεχιστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συνεχίζωνα συνεχίζουμε, να συνεχίζομενα συνεχίζομαινα συνεχιζόμαστε
να συνεχίζειςνα συνεχίζετενα συνεχίζεσαινα συνεχίζεστε, να συνεχιζόσαστε
να συνεχίζεινα συνεχίζουν(ε)να συνεχίζεταινα συνεχίζονται
Aoristνα συνεχίσωνα συνεχίσουμε, να συνεχίσομενα συνεχιστώνα συνεχιστούμε
να συνεχίσειςνα συνεχίσετενα συνεχιστείςνα συνεχιστείτε
να συνεχίσεινα συνεχίσουν(ε)να συνεχιστείνα συνεχιστούν(ε)
Perfνα έχω συνεχίσεινα έχουμε συνεχίσεινα έχω συνεχιστείνα έχουμε συνεχιστεί
να έχεις συνεχίσεινα έχετε συνεχίσεινα έχεις συνεχιστείνα έχετε συνεχιστεί
να έχει συνεχίσεινα έχουν συνεχίσεινα έχει συνεχιστείνα έχουν συνεχιστεί
Imper
ativ
Presσυνέχιζεσυνεχίζετεσυνεχίζεστε
Aoristσυνέχισεσυνεχίστεσυνεχίσουσυνεχιστείτε
Part
izip
Presσυνεχίζονταςσυνεχιζόμενος
Perfέχοντας συνεχίσει
InfinAoristσυνεχίσεισυνεχιστεί













Griechische Definition zu συνεχίζω

συνεχίζω [sinexízo] -ομαι : ANT διακόπτω. 1α. εξακολουθώ να κάνω κτ. ή να βρίσκομαι σε μια κατάσταση χωρίς διακοπή ή επαναλαμβάνω κτ. ύστερα από κάποια διακοπή: Συνεχίζει να εργάζεται / να πονάει. Συνεχίζονται οι αντιδράσεις. Διέκοψε τις σπουδές του αλλά σκέπτεται να τις συνεχίσει. Άφησέ με να συνεχίσω και μη με διακόπτεις. || επιμένω σε μια συνήθεια, σε μια τακτική: Aν συνεχίσει έτσι, δε θα έχει καλό τέλος. Παρ΄ όλες τις συμβουλές μου αυτός συνεχίζει. β. για φυσικό φαινόμενο ή για σωματική αντίδραση που δεν παρουσιάζει κάποια μεταβολή: Συνεχίζεται / συνεχίζει το κρύο / ο πόνος / ο πυρετός. H συνεχιζόμενη κακοκαιρία δημιουργεί πολλά προβλήματα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback