erschlagen
 (ugs.)  Verb

σκοτώνω Verb
(5)
DeutschGriechisch
Also alles mit diesem Zeichen erschlagen, und die Ernte fällt aus.Οπότε σκοτώνω όποιον έχει το σύμβολο και αντίο Συγκομιδή.

Übersetzung nicht bestätigt

Ja, ich musste noch jemanden erschlagen. Er sagt:Γενικά σκοτώνω, ξέρεις, οποιονδήποτε,

Übersetzung nicht bestätigt

Was, du hast ihn erschlagen?Όποιον μου βγάζει γλώσσα, τους σκοτώνω, δικέ μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich weiß noch nicht, worum es geht, aber, äh, wie ich ihn kenne, ist es ein virtuelles Schloss, ich werde Süßes von Kleinkindern stehlen oder junge Robben erschlagen.Δεν ξέρω τι θα είναι ακόμα, αλλά, ε, γνωρίζοντάς τον, έχει τον απόλυτο έλεγχο, θα κλέβω γλυκά από βρέφη ή θα σκοτώνω νεαρές φώκιες με ραβδί.

Übersetzung nicht bestätigt

Das ist kein Fliegen erschlagen mehr, das ist ein Verbrechen.Αυτό δεν είναι να σκοτώνω μύγες πλέον. Είναι έγκλημα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκοτώνωσκοτώνουμε, σκοτώνομεσκοτώνομαισκοτωνόμαστε
σκοτώνειςσκοτώνετεσκοτώνεσαισκοτώνεστε, σκοτωνόσαστε
σκοτώνεισκοτώνουν(ε)σκοτώνεταισκοτώνονται
Imper
fekt
σκότωνασκοτώναμεσκοτωνόμουν(α)σκοτωνόμαστε, σκοτωνόμασταν
σκότωνεςσκοτώνατεσκοτωνόσουν(α)σκοτωνόσαστε, σκοτωνόσασταν
σκότωνεσκότωναν, σκοτώναν(ε)σκοτωνόταν(ε)σκοτώνονταν, σκοτωνόντανε, σκοτωνόντουσαν
Aoristσκότωσασκοτώσαμεσκοτώθηκασκοτωθήκαμε
σκότωσεςσκοτώσατεσκοτώθηκεςσκοτωθήκατε
σκότωσεσκότωσαν, σκοτώσαν(ε)σκοτώθηκεσκοτώθηκαν, σκοτωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σκοτώσει
έχω σκοτωμένο
έχουμε σκοτώσει
έχουμε σκοτωμένο
έχω σκοτωθεί
είμαι σκοτωμένος, -η
έχουμε σκοτωθεί
είμαστε σκοτωμένοι, -ες
έχεις σκοτώσει
έχεις σκοτωμένο
έχετε σκοτώσει
έχετε σκοτωμένο
έχεις σκοτωθεί
είσαι σκοτωμένος, -η
έχετε σκοτωθεί
είστε σκοτωμένοι, -ες
έχει σκοτώσει
έχει σκοτωμένο
έχουν σκοτώσει
έχουν σκοτωμένο
έχει σκοτωθεί
είναι σκοτωμένος, -η, -ο
έχουν σκοτωθεί
είναι σκοτωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σκοτώσει
είχα σκοτωμένο
είχαμε σκοτώσει
είχαμε σκοτωμένο
είχα σκοτωθεί
ήμουν σκοτωμένος, -η
είχαμε σκοτωθεί
ήμαστε σκοτωμένοι, -ες
είχες σκοτώσει
είχες σκοτωμένο
είχατε σκοτώσει
είχατε σκοτωμένο
είχες σκοτωθεί
ήσουν σκοτωμένος, -η
είχατε σκοτωθεί
ήσαστε σκοτωμένοι, -ες
είχε σκοτώσει
είχε σκοτωμένο
είχαν σκοτώσει
είχαν σκοτωμένο
είχε σκοτωθεί
ήταν σκοτωμένος, -η, -ο
είχαν σκοτωθεί
ήταν σκοτωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκοτώνωθα σκοτώνουμε, θα σκοτώνομεθα σκοτώνομαιθα σκοτωνόμαστε
θα σκοτώνειςθα σκοτώνετεθα σκοτώνεσαιθα σκοτώνεστε
θα σκοτωνόσαστε
θα σκοτώνειθα σκοτώνουν(ε)θα σκοτώνεταιθα σκοτώνονται
Fut
ur
θα σκοτώσωθα σκοτώσουμε, θα σκοτώσομεθα σκοτωθώθα σκοτωθούμε
θα σκοτώσειςθα σκοτώσετεθα σκοτωθείςθα σκοτωθείτε
θα σκοτώσειθα σκοτώσουνθα σκοτωθείθα σκοτωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκοτώσει
θα έχω σκοτωμένο
θα έχουμε σκοτώσει
θα έχουμε σκοτωμένο
θα έχω σκοτωθεί
θα είμαι σκοτωμένος, -η
θα έχουμε σκοτωθεί
θα είμαστε σκοτωμένοι, -ες
θα έχεις σκοτώσει
θα έχεις σκοτωμένο
θα έχετε σκοτώσει
θα έχετε σκοτωμένο
θα έχεις σκοτωθεί
θα είσαι σκοτωμένος, -η
θα έχετε σκοτωθεί
θα είστε σκοτωμένοι, -ες
θα έχει σκοτώσει
θα έχει σκοτωμένο
θα έχουν σκοτώσει
θα έχουν σκοτωμένο
θα έχει σκοτωθεί
θα είναι σκοτωμένος, -η, -ο
θα έχουν σκοτωθεί
θα είναι σκοτωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκοτώνωνα σκοτώνουμε, να σκοτώνομενα σκοτώνομαινα σκοτωνόμαστε
να σκοτώνειςνα σκοτώνετενα σκοτώνεσαινα σκοτώνεστε, να σκοτωνόσαστε
να σκοτώνεινα σκοτώνουν(ε)να σκοτώνεταινα σκοτώνονται
Aoristνα σκοτώσωνα σκοτώσουμε, να σκοτώσομενα σκοτωθώνα σκοτωθούμε
να σκοτώσειςνα σκοτώσετενα σκοτωθείςνα σκοτωθείτε
να σκοτώσεινα σκοτώσουν(ε)να σκοτωθείνα σκοτωθούν(ε)
Perfνα έχω σκοτώσει
να έχω σκοτωμένο
να έχουμε σκοτώσει
να έχουμε σκοτωμένο
να έχω σκοτωθεί
να είμαι σκοτωμένος, -η
να έχουμε σκοτωθεί
να είμαστε σκοτωμένοι, -ες
να έχεις σκοτώσει
να έχεις σκοτωμένο
να έχετε σκοτώσει
να έχετε σκοτωμένο
να έχεις σκοτωθεί
να είσαι σκοτωμένος, -η
να έχετε σκοτωθεί
να είστε σκοτωμένοι, -ες
να έχει σκοτώσει
να έχει σκοτωμένο
να έχουν σκοτώσει
να έχουν σκοτωμένο
να έχει σκοτωθεί
να είναι σκοτωμένος, -η, -ο
να έχουν σκοτωθεί
να είναι σκοτωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσκότωνεσκοτώνετεσκοτώνεστε
Aoristσκότωσεσκοτώστε, σκοτώσετεσκοτώσουσκοτωθείτε
Part
izip
Presσκοτώνοντας
Perfέχοντας σκοτώσει, έχοντας σκοτωμένοσκοτωμένος, -η, -οσκοτωμένοι, -ες, -α
InfinAoristσκοτώσεισκοτωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback