ernten
 Verb

μαζεύω Verb
(2)
θερίζω Verb
(1)
τρυγώ Verb
(0)
δρέπω Verb
(0)
σοδιάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Was? Die Früchte unseres Triumphes ernten?Τι; Να μαζεύω αυτά που κερδίσαμε;

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
ernten
(die) Ernte einfahren
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαζεύωμαζεύουμε, μαζεύομεμαζεύομαιμαζευόμαστε
μαζεύειςμαζεύετεμαζεύεσαιμαζεύεστε, μαζευόσαστε
μαζεύειμαζεύουν(ε)μαζεύεταιμαζεύονται
Imper
fekt
μάζευαμαζεύαμεμαζευόμουν(α)μαζευόμαστε, μαζευόμασταν
μάζευεςμαζεύατεμαζευόσουν(α)μαζευόσαστε, μαζευόσασταν
μάζευεμάζευαν, μαζεύαν(ε)μαζευόταν(ε)μαζεύονταν, μαζευόντανε, μαζευόντουσαν
Aoristμάζεψαμαζέψαμεμαζεύτηκαμαζευτήκαμε
μάζεψεςμαζέψατεμαζεύτηκεςμαζευτήκατε
μάζεψεμάζεψαν, μαζέψαν(ε)μαζεύτηκεμαζεύτηκαν, μαζευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μαζέψει
έχω μαζεμένο
έχουμε μαζέψει
έχουμε μαζεμένο
έχω μαζευτεί
είμαι μαζεμένος, -η
έχουμε μαζευτεί
είμαστε μαζεμένοι, -ες
έχεις μαζέψει
έχεις μαζεμένο
έχετε μαζέψει
έχετε μαζεμένο
έχεις μαζευτεί
είσαι μαζεμένος, -η
έχετε μαζευτεί
είστε μαζεμένοι, -ες
έχει μαζέψει
έχει μαζεμένο
έχουν μαζέψει
έχουν μαζεμένο
έχει μαζευτεί
είναι μαζεμένος, -η, -ο
έχουν μαζευτεί
είναι μαζεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μαζέψει
είχα μαζεμένο
είχαμε μαζέψει
είχαμε μαζεμένο
είχα μαζευτεί
ήμουν μαζεμένος, -η
είχαμε μαζευτεί
ήμαστε μαζεμένοι, -ες
είχες μαζέψει
είχες μαζεμένο
είχατε μαζέψει
είχατε μαζεμένο
είχες μαζευτεί
ήσουν μαζεμένος, -η
είχατε μαζευτεί
ήσαστε μαζεμένοι, -ες
είχε μαζέψει
είχε μαζεμένο
είχαν μαζέψει
είχαν μαζεμένο
είχε μαζευτεί
ήταν μαζεμένος, -η, -ο
είχαν μαζευτεί
ήταν μαζεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαζεύωθα μαζεύουμε, θα μαζεύομεθα μαζεύομαιθα μαζευόμαστε
θα μαζεύειςθα μαζεύετεθα μαζεύεσαιθα μαζεύεστε, θα μαζευόσαστε
θα μαζεύειθα μαζεύουν(ε)θα μαζεύεταιθα μαζεύονται
Fut
ur
θα μαζέψωθα μαζέψουμε, θα μαζέψομεθα μαζευτώθα μαζευτούμε
θα μαζέψειςθα μαζέψετεθα μαζευτείςθα μαζευτείτε
θα μαζέψειθα μαζέψουν(ε)θα μαζευτείθα μαζευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μαζέψει
θα έχω μαζεμένο
θα έχουμε μαζέψει
θα έχουμε μαζεμένο
θα έχω μαζευτεί
θα είμαι μαζεμένος, -η
θα έχουμε μαζευτεί
θα είμαστε μαζεμένοι, -ες
θα έχεις μαζέψει
θα έχεις μαζεμένο
θα έχετε μαζέψει
θα έχετε μαζεμένο
θα έχεις μαζευτεί
θα είσαι μαζεμένος, -η
θα έχετε μαζευτεί
θα είστε μαζεμένοι, -ες
θα έχει μαζέψει
θα έχει μαζεμένο
θα έχουν μαζέψει
θα έχουν μαζεμένο
θα έχει μαζευτεί
θα είναι μαζεμένος, -η, -ο
θα έχουν μαζευτεί
θα είναι μαζεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαζεύωνα μαζεύουμε, να μαζεύομενα μαζεύομαινα μαζευόμαστε
να μαζεύειςνα μαζεύετενα μαζεύεσαινα μαζεύεστε, να μαζευόσαστε
να μαζεύεινα μαζεύουν(ε)να μαζεύεταινα μαζεύονται
Aoristνα μαζέψωνα μαζέψουμε, να μαζέψομενα μαζευτώνα μαζευτούμε
να μαζέψειςνα μαζέψετενα μαζευτείςνα μαζευτείτε
να μαζέψεινα μαζέψουν(ε)να μαζευτείνα μαζευτούν(ε)
Perfνα έχω μαζέψει
να έχω μαζεμένο
να έχουμε μαζέψει
να έχουμε μαζεμένο
να έχω μαζευτεί
να είμαι μαζεμένος, -η
να έχουμε μαζευτεί
να είμαστε μαζεμένοι, -ες
να έχεις μαζέψει
να έχεις μαζεμένο
να έχετε μαζέψει
να έχετε μαζεμένο
να έχεις μαζευτεί
να είσαι μαζεμένος, -η
να έχετε μαζευτεί
να είστε μαζεμένοι, -ες
να έχει μαζέψει
να έχει μαζεμένο
να έχουν μαζέψει
να έχουν μαζεμένο
να έχει μαζευτεί
να είναι μαζεμένος, -η, -ο
να έχουν μαζευτεί
να είναι μαζεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμάζευεμαζεύετεμαζεύεστε
Aoristμάζεψεμαζέψτε, μαζεύτεμαζέψουμαζευτείτε
Part
izip
Presμαζεύοντας
Perfέχοντας μαζέψει, έχοντας μαζεμένομαζεμένος, -η, -ομαζεμένοι, -ες, -α
InfinAoristμαζέψειμαζευτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
θερίζωθερίζουμε, θερίζομεθερίζομαιθεριζόμαστε
θερίζειςθερίζετεθερίζεσαιθερίζεστε, θεριζόσαστε
θερίζειθερίζουν(ε)θερίζεταιθερίζονται
Imper
fekt
θέριζαθερίζαμεθεριζόμουν(α)θεριζόμαστε, θεριζόμασταν
θέριζεςθερίζατεθεριζόσουν(α)θεριζόσαστε, θεριζόσασταν
θέριζεθέριζαν, θερίζαν(ε)θεριζόταν(ε)θερίζονταν, θεριζόντανε, θεριζόντουσαν
Aoristθέρισαθερίσαμεθερίστηκαθεριστήκαμε
θέρισεςθερίσατεθερίστηκεςθεριστήκατε
θέρισεθέρισαν, θερίσαν(ε)θερίστηκεθερίστηκαν, θεριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω θερίσει
έχω θερισμένο
έχουμε θερίσει
έχουμε θερισμένο
έχω θεριστεί
είμαι θερισμένος, -η
έχουμε θεριστεί
είμαστε θερισμένοι, -ες
έχεις θερίσει
έχεις θερισμένο
έχετε θερίσει
έχετε θερισμένο
έχεις θεριστεί
είσαι θερισμένος, -η
έχετε θεριστεί
είστε θερισμένοι, -ες
έχει θερίσει
έχει θερισμένο
έχουν θερίσει
έχουν θερισμένο
έχει θεριστεί
είναι θερισμένος, -η, -ο
έχουν θεριστεί
είναι θερισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα θερίσει
είχα θερισμένο
είχαμε θερίσει
είχαμε θερισμένο
είχα θεριστεί
ήμουν θερισμένος, -η
είχαμε θεριστεί
ήμαστε θερισμένοι, -ες
είχες θερίσει
είχες θερισμένο
είχατε θερίσει
είχατε θερισμένο
είχες θεριστεί
ήσουν θερισμένος, -η
είχατε θεριστεί
ήσαστε θερισμένοι, -ες
είχε θερίσει
είχε θερισμένο
είχαν θερίσει
είχαν θερισμένο
είχε θεριστεί
ήταν θερισμένος, -η, -ο
είχαν θεριστεί
ήταν θερισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα θερίζωθα θερίζουμε, θα θερίζομεθα θερίζομαιθα θεριζόμαστε
θα θερίζειςθα θερίζετεθα θερίζεσαιθα θερίζεστε, θα θεριζόσαστε
θα θερίζειθα θερίζουν(ε)θα θερίζεταιθα θερίζονται
Fut
ur
θα θερίσωθα θερίσουμε, θα θερίζομεθα θεριστώθα θεριστούμε
θα θερίσειςθα θερίσετεθα θεριστείςθα θεριστείτε
θα θερίσειθα θερίσουν(ε)θα θεριστείθα θεριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω θερίσει
θα έχω θερισμένο
θα έχουμε θερίσει
θα έχουμε θερισμένο
θα έχω θεριστεί
θα είμαι θερισμένος, -η
θα έχουμε θεριστεί
θα είμαστε θερισμένοι, -ες
θα έχεις θερίσει
θα έχεις θερισμένο
θα έχετε θερίσει
θα έχετε θερισμένο
θα έχεις θεριστεί
θα είσαι θερισμένος, -η
θα έχετε θεριστεί
θα είστε θερισμένοι, -ες
θα έχει θερίσει
θα έχει θερισμένο
θα έχουν θερίσει
θα έχουν θερισμένο
θα έχει θεριστεί
θα είναι θερισμένος, -η, -ο
θα έχουν θεριστεί
θα είναι θερισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να θερίζωνα θερίζουμε, να θερίζομενα θερίζομαινα θεριζόμαστε
να θερίζειςνα θερίζετενα θερίζεσαινα θερίζεστε, να θεριζόσαστε
να θερίζεινα θερίζουν(ε)να θερίζεταινα θερίζονται
Aoristνα θερίσωνα θερίσουμε, να θερίσομενα θεριστώνα θεριστούμε
να θερίσειςνα θερίσετενα θεριστείςνα θεριστείτε
να θερίσεινα θερίσουν(ε)να θεριστείνα θεριστούν(ε)
Perfνα έχω θερίσει
να έχω θερισμένο
να έχουμε θερίσει
να έχουμε θερισμένο
να έχω θεριστεί
να είμαι θερισμένος, -η
να έχουμε θεριστεί
να είμαστε θερισμένοι, -ες
να έχεις θερίσει
να έχεις θερισμένο
να έχετε θερίσει
να έχετε θερισμένο
να έχεις θεριστεί
να είσαι θερισμένος, -η
να έχετε θεριστεί
να είστε θερισμένοι, -ες
να έχει θερίσει
να έχει θερισμένο
να έχουν θερίσει
να έχουν θερισμένο
να έχει θεριστεί
να είναι θερισμένος, -η, -ο
να έχουν θεριστεί
να είναι θερισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presθέριζεθερίζετεθερίζεστε
Aoristθέρισεθερίστεθερίσουθεριστείτε
Part
izip
Presθερίζονταςθεριζόμενος
Perfέχοντας θερίσει, έχοντας θερισμένοθερισμένος, -η, -οθερισμένοι, -ες, -α
InfinAoristθερίσειθεριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback