θερίζω Verb  [therizo, therizw]

  Verb
(3)
  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu θερίζω

θερίζω altgriechisch θερίζω θέρος proto-griechisch *tʰéros proto-indogermanisch *gʷʰéros (ζέστη, ζεστός καιρός) *gʷʰer- (ζεστός)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu θερίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
θερίζωθερίζουμε, θερίζομεθερίζομαιθεριζόμαστε
θερίζειςθερίζετεθερίζεσαιθερίζεστε, θεριζόσαστε
θερίζειθερίζουν(ε)θερίζεταιθερίζονται
Imper
fekt
θέριζαθερίζαμεθεριζόμουν(α)θεριζόμαστε, θεριζόμασταν
θέριζεςθερίζατεθεριζόσουν(α)θεριζόσαστε, θεριζόσασταν
θέριζεθέριζαν, θερίζαν(ε)θεριζόταν(ε)θερίζονταν, θεριζόντανε, θεριζόντουσαν
Aoristθέρισαθερίσαμεθερίστηκαθεριστήκαμε
θέρισεςθερίσατεθερίστηκεςθεριστήκατε
θέρισεθέρισαν, θερίσαν(ε)θερίστηκεθερίστηκαν, θεριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω θερίσει
έχω θερισμένο
έχουμε θερίσει
έχουμε θερισμένο
έχω θεριστεί
είμαι θερισμένος, -η
έχουμε θεριστεί
είμαστε θερισμένοι, -ες
έχεις θερίσει
έχεις θερισμένο
έχετε θερίσει
έχετε θερισμένο
έχεις θεριστεί
είσαι θερισμένος, -η
έχετε θεριστεί
είστε θερισμένοι, -ες
έχει θερίσει
έχει θερισμένο
έχουν θερίσει
έχουν θερισμένο
έχει θεριστεί
είναι θερισμένος, -η, -ο
έχουν θεριστεί
είναι θερισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα θερίσει
είχα θερισμένο
είχαμε θερίσει
είχαμε θερισμένο
είχα θεριστεί
ήμουν θερισμένος, -η
είχαμε θεριστεί
ήμαστε θερισμένοι, -ες
είχες θερίσει
είχες θερισμένο
είχατε θερίσει
είχατε θερισμένο
είχες θεριστεί
ήσουν θερισμένος, -η
είχατε θεριστεί
ήσαστε θερισμένοι, -ες
είχε θερίσει
είχε θερισμένο
είχαν θερίσει
είχαν θερισμένο
είχε θεριστεί
ήταν θερισμένος, -η, -ο
είχαν θεριστεί
ήταν θερισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα θερίζωθα θερίζουμε, θα θερίζομεθα θερίζομαιθα θεριζόμαστε
θα θερίζειςθα θερίζετεθα θερίζεσαιθα θερίζεστε, θα θεριζόσαστε
θα θερίζειθα θερίζουν(ε)θα θερίζεταιθα θερίζονται
Fut
ur
θα θερίσωθα θερίσουμε, θα θερίζομεθα θεριστώθα θεριστούμε
θα θερίσειςθα θερίσετεθα θεριστείςθα θεριστείτε
θα θερίσειθα θερίσουν(ε)θα θεριστείθα θεριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω θερίσει
θα έχω θερισμένο
θα έχουμε θερίσει
θα έχουμε θερισμένο
θα έχω θεριστεί
θα είμαι θερισμένος, -η
θα έχουμε θεριστεί
θα είμαστε θερισμένοι, -ες
θα έχεις θερίσει
θα έχεις θερισμένο
θα έχετε θερίσει
θα έχετε θερισμένο
θα έχεις θεριστεί
θα είσαι θερισμένος, -η
θα έχετε θεριστεί
θα είστε θερισμένοι, -ες
θα έχει θερίσει
θα έχει θερισμένο
θα έχουν θερίσει
θα έχουν θερισμένο
θα έχει θεριστεί
θα είναι θερισμένος, -η, -ο
θα έχουν θεριστεί
θα είναι θερισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να θερίζωνα θερίζουμε, να θερίζομενα θερίζομαινα θεριζόμαστε
να θερίζειςνα θερίζετενα θερίζεσαινα θερίζεστε, να θεριζόσαστε
να θερίζεινα θερίζουν(ε)να θερίζεταινα θερίζονται
Aoristνα θερίσωνα θερίσουμε, να θερίσομενα θεριστώνα θεριστούμε
να θερίσειςνα θερίσετενα θεριστείςνα θεριστείτε
να θερίσεινα θερίσουν(ε)να θεριστείνα θεριστούν(ε)
Perfνα έχω θερίσει
να έχω θερισμένο
να έχουμε θερίσει
να έχουμε θερισμένο
να έχω θεριστεί
να είμαι θερισμένος, -η
να έχουμε θεριστεί
να είμαστε θερισμένοι, -ες
να έχεις θερίσει
να έχεις θερισμένο
να έχετε θερίσει
να έχετε θερισμένο
να έχεις θεριστεί
να είσαι θερισμένος, -η
να έχετε θεριστεί
να είστε θερισμένοι, -ες
να έχει θερίσει
να έχει θερισμένο
να έχουν θερίσει
να έχουν θερισμένο
να έχει θεριστεί
να είναι θερισμένος, -η, -ο
να έχουν θεριστεί
να είναι θερισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presθέριζεθερίζετεθερίζεστε
Aoristθέρισεθερίστεθερίσουθεριστείτε
Part
izip
Presθερίζονταςθεριζόμενος
Perfέχοντας θερίσει, έχοντας θερισμένοθερισμένος, -η, -οθερισμένοι, -ες, -α
InfinAoristθερίσειθεριστεί









Griechische Definition zu θερίζω

θερίζω [θerízo] -ομαι : I1. κόβω ώριμα σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με ειδική μηχανή: θερίζω το σιτάρι / κριθάρι / τριφύλλι. Ήρθε ο Iούνιος· καιρός να θερίσουμε. θερίζω το χωράφι, τα σιτηρά ή τα άλλα φυτά που βρίσκονται σ΄ αυτό. || (μτφ.): Θερίζει ο Xάρος τις ζωές με το δρεπάνι του. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback