διορίζω Verb (0) |
ανακηρύσσω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Da Gouverneur Steed unfähig ist, sollten Sie einen besseren Mann ernennen. | Αφου ο κυβερνητης Στιντ ειναι ανικανος. Θα επρεπε να διορισεις ενα πιο δυνατο αντρα. Übersetzung nicht bestätigt |
Daher muss ich jemanden als Nachfolger ernennen... der seine Amtszeit zu Ende bringt. | Καθίσταται αναγκαίο, να διορίσω κάποιον ώστε να καλύψω το κενό της θέσης. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich muss einen neuen Senator ernennen. | Πρέπει vα διορίσω vέο γερουσιαστή. Übersetzung nicht bestätigt |
Unser Gedanke war, Raleigh als Schutzherrn zu ernennen. | Σκεφτήκαμε να ονομάσουμε ηγεμόνα τον Ράλεη. Übersetzung nicht bestätigt |
Sie werden ihn zu lhrem Nachfolger ernennen. | Οταν παραιτηθεις, θα ονομασεις τον δον Αλεχαντρο, αντικαταστατη σου. Οπως θελεις. Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | ernenne | ||
du | ernennst | |||
er, sie, es | ernennt | |||
Präteritum | ich | ernannte | ||
Konjunktiv II | ich | ernennte | ||
Imperativ | Singular | ernenn! ernenne! | ||
Plural | ernennt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ernannt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ernennen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διορίζω | διορίζουμε, διορίζομε | διορίζομαι | διοριζόμαστε |
διορίζεις | διορίζετε | διορίζεσαι | διορίζεστε, διοριζόσαστε | ||
διορίζει | διορίζουν(ε) | διορίζεται | διορίζονται | ||
Imper fekt | διόριζα | διορίζαμε | διοριζόμουν(α) | διοριζόμαστε, διοριζόμασταν | |
διόριζες | διορίζατε | διοριζόσουν(α) | διοριζόσαστε, διοριζόσασταν | ||
διόριζε | διόριζαν, διορίζαν(ε) | διοριζόταν(ε) | διορίζονταν, διοριζόντανε, διοριζόντουσαν | ||
Aorist | διόρισα | διορίσαμε | διορίστηκα | διοριστήκαμε | |
διόρισες | διορίσατε | διορίστηκες | διοριστήκατε | ||
διόρισε | διόρισαν, διορίσαν(ε) | διορίστηκε | διορίστηκαν, διοριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διορίσει έχω διορισμένο | έχουμε διορίσει έχουμε διορισμένο | έχω διοριστεί είμαι διορισμένος, -η | έχουμε διοριστεί είμαστε διορισμένοι, -ες | |
έχεις διορίσει έχεις διορισμένο | έχετε διορίσει έχετε διορισμένο | έχεις διοριστεί είσαι διορισμένος, -η | έχετε διοριστεί είστε διορισμένοι, -ες | ||
έχει διορίσει έχει διορισμένο | έχουν διορίσει έχουν διορισμένο | έχει διοριστεί είναι διορισμένος, -η, -ο | έχουν διοριστεί είναι διορισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα διορίσει είχα διορισμένο | είχαμε διορίσει είχαμε διορισμένο | είχα διοριστεί ήμουν διορισμένος, -η | είχαμε διοριστεί ήμαστε διορισμένοι, -ες | |
είχες διορίσει είχες διορισμένο | είχατε διορίσει είχατε διορισμένο | είχες διοριστεί ήσουν διορισμένος, -η | είχατε διοριστεί ήσαστε διορισμένοι, -ες | ||
είχε διορίσει είχε διορισμένο | είχαν διορίσει είχαν διορισμένο | είχε διοριστεί ήταν διορισμένος, -η, -ο | είχαν διοριστεί ήταν διορισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διορίζω | θα διορίζουμε, | θα διορίζομαι | θα διοριζόμαστε | |
θα διορίζεις | θα διορίζετε | θα διορίζεσαι | θα διορίζεστε, | ||
θα διορίζει | θα διορίζουν(ε) | θα διορίζεται | θα διορίζονται | ||
Fut ur | θα διορίσω | θα διορίσουμε, | θα διοριστώ | θα διοριστούμε | |
θα διορίσεις | θα διορίσετε | θα διοριστείς | θα διοριστείτε | ||
θα διορίσει | θα διορίσουν(ε) | θα διοριστεί | θα διοριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διορίζω | να διορίζουμε, | να διορίζομαι | να διοριζόμαστε |
να διορίζεις | να διορίζετε | να διορίζεσαι | να διορίζεστε, | ||
να διορίζει | να διορίζουν(ε) | να διορίζεται | να διορίζονται | ||
Aorist | να διορίσω | να διορίσουμε, | να διοριστώ | να διοριστούμε | |
να διορίσεις | να διορίσετε | να διοριστείς | να διοριστείτε | ||
να διορίσει | να διορίσουν(ε) | να διοριστεί | να διοριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω διορίσει | να έχουμε διορίσει | να έχω διοριστεί | να έχουμε διοριστεί | |
να έχεις διορίσει | να έχετε διορίσει | να έχεις διοριστεί | να έχετε διοριστεί | ||
να έχει διορίσει | να έχουν διορίσει | να έχει διοριστεί | να έχουν διοριστεί | ||
Imper ativ | Pres | διόριζε | διορίζετε | διορίζεστε | |
Aorist | διόρισε | διορίστε | διορίσου | διοριστείτε | |
Part izip | Pres | διορίζοντας | διοριζόμενος | ||
Perf | έχοντας διορίσει, έχοντας διορισμένο | διορισμένος, -η, -ο | διορισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διορίσει | διοριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.