berufen
 Verb

διορίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Fühlt sich einer der Anwesenden dazu berufen?Υπάρχει κάποιος;

Übersetzung nicht bestätigt

Was wird die ersle unternehmen? Sich auf das Privileg schöner Frauen berufen und die Meinung ändern, bevor sie ihren Verehrer ganz verliert.Διεκδικεί τα κεκτημένα της και αλλάζει γνώμη πριν τον χάσει για πάντα.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie können sich nicht verteidigen, indem Sie sich auf Volksmärchen berufen.Δεν μπορείτε να στηρίξετε τη υπεράσπισή σας σε παραδόσεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Er wurde nach Russland berufen und verhört.Τον κάλεσαν στη Ρωσία και τον ανέκριναν.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich bin nicht mehr berufen.Εχασα το χάρισμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
berufen
ernennen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διορίζωδιορίζουμε, διορίζομεδιορίζομαιδιοριζόμαστε
διορίζειςδιορίζετεδιορίζεσαιδιορίζεστε, διοριζόσαστε
διορίζειδιορίζουν(ε)διορίζεταιδιορίζονται
Imper
fekt
διόριζαδιορίζαμεδιοριζόμουν(α)διοριζόμαστε, διοριζόμασταν
διόριζεςδιορίζατεδιοριζόσουν(α)διοριζόσαστε, διοριζόσασταν
διόριζεδιόριζαν, διορίζαν(ε)διοριζόταν(ε)διορίζονταν, διοριζόντανε, διοριζόντουσαν
Aoristδιόρισαδιορίσαμεδιορίστηκαδιοριστήκαμε
διόρισεςδιορίσατεδιορίστηκεςδιοριστήκατε
διόρισεδιόρισαν, διορίσαν(ε)διορίστηκεδιορίστηκαν, διοριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διορίσει
έχω διορισμένο
έχουμε διορίσει
έχουμε διορισμένο
έχω διοριστεί
είμαι διορισμένος, -η
έχουμε διοριστεί
είμαστε διορισμένοι, -ες
έχεις διορίσει
έχεις διορισμένο
έχετε διορίσει
έχετε διορισμένο
έχεις διοριστεί
είσαι διορισμένος, -η
έχετε διοριστεί
είστε διορισμένοι, -ες
έχει διορίσει
έχει διορισμένο
έχουν διορίσει
έχουν διορισμένο
έχει διοριστεί
είναι διορισμένος, -η, -ο
έχουν διοριστεί
είναι διορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διορίσει
είχα διορισμένο
είχαμε διορίσει
είχαμε διορισμένο
είχα διοριστεί
ήμουν διορισμένος, -η
είχαμε διοριστεί
ήμαστε διορισμένοι, -ες
είχες διορίσει
είχες διορισμένο
είχατε διορίσει
είχατε διορισμένο
είχες διοριστεί
ήσουν διορισμένος, -η
είχατε διοριστεί
ήσαστε διορισμένοι, -ες
είχε διορίσει
είχε διορισμένο
είχαν διορίσει
είχαν διορισμένο
είχε διοριστεί
ήταν διορισμένος, -η, -ο
είχαν διοριστεί
ήταν διορισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διορίζωθα διορίζουμε, θα διορίζομεθα διορίζομαιθα διοριζόμαστε
θα διορίζειςθα διορίζετεθα διορίζεσαιθα διορίζεστε, θα διοριζόσαστε
θα διορίζειθα διορίζουν(ε)θα διορίζεταιθα διορίζονται
Fut
ur
θα διορίσωθα διορίσουμε, θα διορίζομεθα διοριστώθα διοριστούμε
θα διορίσειςθα διορίσετεθα διοριστείςθα διοριστείτε
θα διορίσειθα διορίσουν(ε)θα διοριστείθα διοριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διορίσει
θα έχω διορισμένο
θα έχουμε διορίσει
θα έχουμε διορισμένο
θα έχω διοριστεί
θα είμαι διορισμένος, -η
θα έχουμε διοριστεί
θα είμαστε διορισμένοι, -ες
θα έχεις διορίσει
θα έχεις διορισμένο
θα έχετε διορίσει
θα έχετε διορισμένο
θα έχεις διοριστεί
θα είσαι διορισμένος, -η
θα έχετε διοριστεί
θα είστε διορισμένοι, -ες
θα έχει διορίσει
θα έχει διορισμένο
θα έχουν διορίσει
θα έχουν διορισμένο
θα έχει διοριστεί
θα είναι διορισμένος, -η, -ο
θα έχουν διοριστεί
θα είναι διορισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διορίζωνα διορίζουμε, να διορίζομενα διορίζομαινα διοριζόμαστε
να διορίζειςνα διορίζετενα διορίζεσαινα διορίζεστε, να διοριζόσαστε
να διορίζεινα διορίζουν(ε)να διορίζεταινα διορίζονται
Aoristνα διορίσωνα διορίσουμε, να διορίσομενα διοριστώνα διοριστούμε
να διορίσειςνα διορίσετενα διοριστείςνα διοριστείτε
να διορίσεινα διορίσουν(ε)να διοριστείνα διοριστούν(ε)
Perfνα έχω διορίσει
να έχω διορισμένο
να έχουμε διορίσει
να έχουμε διορισμένο
να έχω διοριστεί
να είμαι διορισμένος, -η
να έχουμε διοριστεί
να είμαστε διορισμένοι, -ες
να έχεις διορίσει
να έχεις διορισμένο
να έχετε διορίσει
να έχετε διορισμένο
να έχεις διοριστεί
να είσαι διορισμένος, -η
να έχετε διοριστεί
να είστε διορισμένοι, -ες
να έχει διορίσει
να έχει διορισμένο
να έχουν διορίσει
να έχουν διορισμένο
να έχει διοριστεί
να είναι διορισμένος, -η, -ο
να έχουν διοριστεί
να είναι διορισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιόριζεδιορίζετεδιορίζεστε
Aoristδιόρισεδιορίστεδιορίσουδιοριστείτε
Part
izip
Presδιορίζονταςδιοριζόμενος
Perfέχοντας διορίσει, έχοντας διορισμένοδιορισμένος, -η, -οδιορισμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιορίσειδιοριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback