αιχμαλωτίζω Verb (0) |
απογράφω Verb (0) |
αποδελτιώνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wir erfassen jeden, der in diesem Block lebt. | Κάνουμε έρευνα για τους ενοίκους. Übersetzung nicht bestätigt |
Man muss sie über Details erfassen... wie die Sonnenstrahlen früh morgens, die auf das graue Blech... der Regenrinne vor ihrem Haus treffen. | Πρέπει να την πιάσεις μέσα απ' τις λεπτομέρειες... Όπως το πρόωρο φως του ήλιου που χτυπά τον γκρίζο τενεκέ μπροστά στο σπίτι της. Übersetzung nicht bestätigt |
Aber bevor ich es wirklich erfassen und zu Papier bringen konnte... ließ die Wirkung der Drinks nach und alles war wieder weg... wie eine Fata Morgana. | Αλλά προτού μπορέσω πραγματικά να το αρπάξω και να το γράψω σε χαρτί... Τα ποτά που ήπια όλο και με τραβούσαν μακρυά σαν αντικατοπτρισμός. Übersetzung nicht bestätigt |
Wollen Sie, dass wir die Spieldose auseinanderbrechen, um zu sehen, ob da etwas ist, was die Röntgenstrahlen nicht erfassen können? | Θέλετε να το διαλύσουμε μήπως υπάρχει κάτι άλλο; Übersetzung nicht bestätigt |
Vielleicht lassen sich Gefühle nicht mit Tabellen erfassen oder bloß mit Geld hervorrufen. | Ίσως τα αισθήματα του κοινού να μην είναι μετρήσιμα... ούτε να μπορείς να τα κατανοήσεις με το χρήμα και μόνο. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
feststellen |
erfassen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erfasse | ||
du | erfasst | |||
er, sie, es | erfasst | |||
Präteritum | ich | erfasste | ||
Konjunktiv II | ich | erfasste | ||
Imperativ | Singular | erfasse! erfass! | ||
Plural | erfasst! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erfasst | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erfassen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αιχμαλωτίζω | αιχμαλωτίζουμε, αιχμαλωτίζομε | αιχμαλωτίζομαι | αιχμαλωτιζόμαστε |
αιχμαλωτίζεις | αιχμαλωτίζετε | αιχμαλωτίζεσαι | αιχμαλωτίζεστε, αιχμαλωτιζόσαστε | ||
αιχμαλωτίζει | αιχμαλωτίζουν(ε) | αιχμαλωτίζεται | αιχμαλωτίζονται | ||
Imper fekt | αιχμαλώτιζα | αιχμαλωτίζαμε | αιχμαλωτιζόμουν(α) | αιχμαλωτιζόμαστε, αιχμαλωτιζόμασταν | |
αιχμαλώτιζες | αιχμαλωτίζατε | αιχμαλωτιζόσουν(α) | αιχμαλωτιζόσαστε, αιχμαλωτιζόσασταν | ||
αιχμαλώτιζε | αιχμαλώτιζαν, αιχμαλωτίζαν(ε) | αιχμαλωτιζόταν(ε) | αιχμαλωτίζονταν, αιχμαλωτιζόντανε, αιχμαλωτιζόντουσαν | ||
Aorist | αιχμαλώτισα | αιχμαλωτίσαμε | αιχμαλωτίστηκα | αιχμαλωτιστήκαμε | |
αιχμαλώτισες | αιχμαλωτίσατε | αιχμαλωτίστηκες | αιχμαλωτιστήκατε | ||
αιχμαλώτισε | αιχμαλώτισαν, αιχμαλωτίσαν(ε) | αιχμαλωτίστηκε | αιχμαλωτίστηκαν, αιχμαλωτιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αιχμαλωτίσει έχω αιχμαλωτισμένο | έχουμε αιχμαλωτίσει έχουμε αιχμαλωτισμένο | έχω αιχμαλωτιστεί είμαι αιχμαλωτισμένος, -η | έχουμε αιχμαλωτιστεί είμαστε αιχμαλωτισμένοι, -ες | |
έχεις αιχμαλωτίσει έχεις αιχμαλωτισμένο | έχετε αιχμαλωτίσει έχετε αιχμαλωτισμένο | έχεις αιχμαλωτιστεί είσαι αιχμαλωτισμένος, -η | έχετε αιχμαλωτιστεί είστε αιχμαλωτισμένοι, -ες | ||
έχει αιχμαλωτίσει έχει αιχμαλωτισμένο | έχουν αιχμαλωτίσει έχουν αιχμαλωτισμένο | έχει αιχμαλωτιστεί είναι αιχμαλωτισμένος, -η, -ο | έχουν αιχμαλωτιστεί είναι αιχμαλωτισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αιχμαλωτίσει είχα αιχμαλωτισμένο | είχαμε αιχμαλωτίσει είχαμε αιχμαλωτισμένο | είχα αιχμαλωτιστεί ήμουν αιχμαλωτισμένος, -η | είχαμε αιχμαλωτιστεί ήμαστε αιχμαλωτισμένοι, -ες | |
είχες αιχμαλωτίσει είχες αιχμαλωτισμένο | είχατε αιχμαλωτίσει είχατε αιχμαλωτισμένο | είχες αιχμαλωτιστεί ήσουν αιχμαλωτισμένος, -η | είχατε αιχμαλωτιστεί ήσαστε αιχμαλωτισμένοι, -ες | ||
είχε αιχμαλωτίσει είχε αιχμαλωτισμένο | είχαν αιχμαλωτίσει είχαν αιχμαλωτισμένο | είχε αιχμαλωτιστεί ήταν αιχμαλωτισμένος, -η, -ο | είχαν αιχμαλωτιστεί ήταν αιχμαλωτισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αιχμαλωτίζω | θα αιχμαλωτίζουμε, θα αιχμαλωτίζομε | θα αιχμαλωτίζομαι | θα αιχμαλωτιζόμαστε | |
θα αιχμαλωτίζεις | θα αιχμαλωτίζετε | θα αιχμαλωτίζεσαι | θα αιχμαλωτίζεστε, θα αιχμαλωτιζόσαστε | ||
θα αιχμαλωτίζει | θα αιχμαλωτίζουν(ε) | θα αιχμαλωτίζεται | θα αιχμαλωτίζονται | ||
Fut ur | θα αιχμαλωτίσω | θα αιχμαλωτίσουμε, θα αιχμαλωτίζομε | θα αιχμαλωτιστώ | θα αιχμαλωτιστούμε | |
θα αιχμαλωτίσεις | θα αιχμαλωτίσετε | θα αιχμαλωτιστείς | θα αιχμαλωτιστείτε | ||
θα αιχμαλωτίσει | θα αιχμαλωτίσουν(ε) | θα αιχμαλωτιστεί | θα αιχμαλωτιστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αιχμαλωτίσει θα έχω αιχμαλωτισμένο | θα έχουμε αιχμαλωτίσει θα έχουμε αιχμαλωτισμένο | θα έχω αιχμαλωτιστεί θα είμαι αιχμαλωτισμένος, -η | θα έχουμε αιχμαλωτιστεί θα είμαστε αιχμαλωτισμένοι, -ες | |
θα έχεις αιχμαλωτίσει θα έχεις αιχμαλωτισμένο | θα έχετε αιχμαλωτίσει θα έχετε αιχμαλωτισμένο | θα έχεις αιχμαλωτιστεί θα είσαι αιχμαλωτισμένος, -η | θα έχετε αιχμαλωτιστεί θα είστε αιχμαλωτισμένοι, -ες | ||
θα έχει αιχμαλωτίσει θα έχει αιχμαλωτισμένο | θα έχουν αιχμαλωτίσει θα έχουν αιχμαλωτισμένο | θα έχει αιχμαλωτιστεί θα είναι αιχμαλωτισμένος, -η, -ο | θα έχουν αιχμαλωτιστεί θα είναι αιχμαλωτισμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αιχμαλωτίζω | να αιχμαλωτίζουμε, να αιχμαλωτίζομε | να αιχμαλωτίζομαι | να αιχμαλωτιζόμαστε |
να αιχμαλωτίζεις | να αιχμαλωτίζετε | να αιχμαλωτίζεσαι | να αιχμαλωτίζεστε, να αιχμαλωτιζόσαστε | ||
να αιχμαλωτίζει | να αιχμαλωτίζουν(ε) | να αιχμαλωτίζεται | να αιχμαλωτίζονται | ||
Aorist | να αιχμαλωτίσω | να αιχμαλωτίσουμε, να αιχμαλωτίσομε | να αιχμαλωτιστώ | να αιχμαλωτιστούμε | |
να αιχμαλωτίσεις | να αιχμαλωτίσετε | να αιχμαλωτιστείς | να αιχμαλωτιστείτε | ||
να αιχμαλωτίσει | να αιχμαλωτίσουν(ε) | να αιχμαλωτιστεί | να αιχμαλωτιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αιχμαλωτίσει να έχω αιχμαλωτισμένο | να έχουμε αιχμαλωτίσει να έχουμε αιχμαλωτισμένο | να έχω αιχμαλωτιστεί να είμαι αιχμαλωτισμένος, -η | να έχουμε αιχμαλωτιστεί να είμαστε αιχμαλωτισμένοι, -ες | |
να έχεις αιχμαλωτίσει να έχεις αιχμαλωτισμένο | να έχετε αιχμαλωτίσει να έχετε αιχμαλωτισμένο | να έχεις αιχμαλωτιστεί να είσαι αιχμαλωτισμένος, -η | να έχετε αιχμαλωτιστεί να είστε αιχμαλωτισμένοι, -ες | ||
να έχει αιχμαλωτίσει να έχει αιχμαλωτισμένο | να έχουν αιχμαλωτίσει να έχουν αιχμαλωτισμένο | να έχει αιχμαλωτιστεί να είναι αιχμαλωτισμένος, -η, -ο | να έχουν αιχμαλωτιστεί να είναι αιχμαλωτισμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αιχμαλώτιζε | αιχμαλωτίζετε | αιχμαλωτίζεστε | |
Aorist | αιχμαλώτισε | αιχμαλωτίστε | αιχμαλωτίσου | αιχμαλωτιστείτε | |
Part izip | Pres | αιχμαλωτίζοντας | αιχμαλωτιζόμενος | ||
Perf | έχοντας αιχμαλωτίσει, έχοντας αιχμαλωτισμένο | αιχμαλωτισμένος, -η, -ο | αιχμαλωτισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αιχμαλωτίσει | αιχμαλωτιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.