entzünden
 Verb

ανάβω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wie eine Hexe, vom Teufel getrieben, gab diese Frau wenn sie schlief oder wach war dem mysteriösem Verlangen nach Streichhölzer zu entzünden.Σαν μάγισσα σπρωγμένη από τον διάβολο, αυτή η γυναίκα και κοιμισμένη και ξύπνια υποχωρεί σε μία μυστηριώδη ανάγκη να ανάψει σπίρτα.

Übersetzung nicht bestätigt

Angst um meine Mandeln? ~ Meine Mandeln entzünden sich nicht ~"Δεν καίγονται οι αμυγδαλές μου"

Übersetzung nicht bestätigt

Dr. Medford, da die Zeit drängt, schlage ich vor, Benzin in die Tunnel zu leiten und zu entzünden.Δρ Μέντφορντ, για να μη χάνουμε χρόνο... προτείνω να ρίξουμε βενζίνη στα φρεάτια και να την ανάψουμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Setzt euer Feuer nachts neben die Fahnen, damit alle ihre Fackeln entzünden!Οι φωτιές σας την νύχτα, δίπλα στα λάβαρα, για να ανάβουν όλοι τους πυρσούς. Θα είναι αναμμένοι, Ιησού.

Übersetzung nicht bestätigt

Hast du noch nie davon gehört? Die Yamana feiern das Feuerfest. Die Dorfbewohner entzünden Holz und tanzen um das Feuer.Δεν έχεις ακούσει για το πανηγύρι φωτιάς της Γιάμανα... που οι χωρικοί χορεύουν γύρω από μια φωτιά;

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανάβωανάβουμε, ανάβομεανάβομαιαναβόμαστε
ανάβειςανάβετεανάβεσαιανάβεστε, αναβόσαστε
ανάβειανάβουν(ε)ανάβεταιανάβονται
Imper
fekt
άναβαανάβαμεαναβόμουν(α)αναβόμαστε, αναβόμασταν
άναβεςανάβατεαναβόσουν(α)αναβόσαστε, αναβόσασταν
άναβεάναβαν, ανάβαν(ε)αναβόταν(ε)ανάβονταν, αναβόντανε, αναβόντουσαν
Aoristάναψαανάψαμεανάφτηκααναφτήκαμε
άναψεςανάψατεανάφτηκεςαναφτήκατε
άναψεάναψαν, ανάψαν(ε)ανάφτηκεανάφτηκαν, αναφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανάψει
έχω αναμμένο
έχουμε ανάψει
έχουμε αναμμένο
έχω αναφτεί
είμαι αναμμένος, -η
έχουμε αναφτεί
είμαστε αναμμένοι, -ες
έχεις ανάψει
έχεις αναμμένο
έχετε ανάψει
έχετε αναμμένο
έχεις αναφτεί
είσαι αναμμένος, -η
έχετε αναφτεί
είστε αναμμένοι, -ες
έχει ανάψει
έχει αναμμένο
έχουν ανάψει
έχουν αναμμένο
έχει αναφτεί
είναι αναμμένος, -η, -ο
έχουν αναφτεί
είναι αναμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανάψει
είχα αναμμένο
είχαμε ανάψει
είχαμε αναμμένο
είχα αναφτεί
ήμουν αναμμένος, -η
είχαμε αναφτεί
ήμαστε αναμμένοι, -ες
είχες ανάψει
είχες αναμμένο
είχατε ανάψει
είχατε αναμμένο
είχες αναφτεί
ήσουν αναμμένος, -η
είχατε αναφτεί
ήσαστε αναμμένοι, -ες
είχε ανάψει
είχε αναμμένο
είχαν ανάψει
είχαν αναμμένο
είχε αναφτεί
ήταν αναμμένος, -η, -ο
είχαν αναφτεί
ήταν αναμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανάβωθα ανάβουμε, θα ανάβομεθα ανάβομαιθα αναβόμαστε
θα ανάβειςθα ανάβετεθα ανάβεσαιθα ανάβεστε, θα αναβόσαστε
θα ανάβειθα ανάβουν(ε)θα ανάβεταιθα ανάβονται
Fut
ur
θα ανάψωθα ανάψουμε, θα ανάψομεθα αναφτώθα αναφτούμε
θα ανάψειςθα ανάψετεθα αναφτείςθα αναφτείτε
θα ανάψειθα ανάψουν(ε)θα αναφτείθα αναφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανάψει
θα έχω αναμμένο
θα έχουμε ανάψει
θα έχουμε αναμμένο
θα έχω αναφτεί
θα είμαι αναμμένος, -η
θα έχουμε αναφτεί
θα είμαστε αναμμένοι, -ες
θα έχεις ανάψει
θα έχεις αναμμένο
θα έχετε ανάψει
θα έχετε αναμμένο
θα έχεις αναφτεί
θα είσαι αναμμένος, -η
θα έχετε αναφτεί
θα είστε αναμμένοι, -ες
θα έχει ανάψει
θα έχει αναμμένο
θα έχουν ανάψει
θα έχουν αναμμένο
θα έχει αναφτεί
θα είναι αναμμένος, -η, -ο
θα έχουν αναφτεί
θα είναι αναμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανάβωνα ανάβουμε, να ανάβομενα ανάβομαινα αναβόμαστε
να ανάβειςνα ανάβετενα ανάβεσαινα ανάβεστε, να αναβόσαστε
να ανάβεινα ανάβουν(ε)να ανάβεταινα ανάβονται
Aoristνα ανάψωνα ανάψουμε, να ανάψομενα αναφτώνα αναφτούμε
να ανάψειςνα ανάψετενα αναφτείςνα αναφτείτε
να ανάψεινα ανάψουν(ε)να αναφτείνα αναφτούν(ε)
Perfνα έχω ανάψει
να έχω αναμμένο
να έχουμε ανάψει
να έχουμε αναμμένο
να έχω αναφτεί
να είμαι αναμμένος, -η
να έχουμε αναφτεί
να είμαστε αναμμένοι, -ες
να έχεις ανάψει
να έχεις αναμμένο
να έχετε ανάψει
να έχετε αναμμένο
να έχεις αναφτεί
να είσαι αναμμένος, -η
να έχετε αναφτεί
να είστε αναμμένοι, -ες
να έχει ανάψει
να έχει αναμμένο
να έχουν ανάψει
να έχουν αναμμένο
να έχει αναφτεί
να είναι αναμμένος, -η, -ο
να έχουν αναφτεί
να είναι αναμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανάβεανάβετεανάβεστε
Aoristάναψεανάψτε, ανάφτεανάψουαναφτείτε
Part
izip
Presανάβοντας
Perfέχοντας ανάψει, έχοντας αναμμένοαναμμένος, -η, -οαναμμένοι, -ες, -α
InfinAoristανάψειαναφτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback