entflammen
 Verb

ανάβω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich bin unglücklich, denn deine Augen entflammen mein Herz."Η καρδιά μου φωτιά έχει πάρει από τότε που σε είδα"...

Übersetzung nicht bestätigt

Darauf gefußt möcht' es wohl auch zur Krone Euch entflammen, jenseits dem "Than von Cawdor".Αv κάτι τέτοια τα πιστεύεις, θα σου αvάψουv και τη φλόγα για το στέμμα, εκτός από Θάvης του Κάουvτορ.

Übersetzung nicht bestätigt

Den Verhafteten wird vorgeworfen, gegen das Sittengesetz von 1790 verstoßen zu haben, indem sie vorsätzlich einen unzüchtigen und lüsternen Tanz dargeboten haben, der darauf abzielt, den Verstand, die Seele und die Moral der Zuschauer zu entflammen.Οι κρατούμενοι χρεώνονται με παραβίαση του Νόμου περί δημόσιας ηθικής τάξης του 1790, υπό την έννοια ότι προέβησαν εσκεμμένα σε χορό με άσεμνες και λάγνες παραστάσεις επιδιώκοντας την διέγερση του μυαλού, της ψυχής και του ηθικού υπόβαθρου των θεατών.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn unsere beiden Seelen aufrecht stehen von Angesicht zu Angesicht, sich einander nähernd bis die Spitzen der sich ausstreckenden Flügel entflammen welch bitteres Leid kann die Welt uns zufügen das wir nicht durch unser Glück abfangen können?"Όταν οι δυο μας ψυχές ανασηκώνονται δυνατές, "Αντικρινές, σιωπηλές, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο, "Μέχρι που χύνονται στη φωτιά τα επιμήκη φτερά τους,

Übersetzung nicht bestätigt

So merkwürdig es auch erscheint, eines ist mir noch nie passiert: eine Liebe in mir und einem anderen zu entflammen, auf den ersten Blick und auf Gegenseitigkeit beruhend.Αλλά, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, ένα πράγμα δεν συνέβη ποτέ, να ανάψω τη σπίθα της αγάπης ανάμεσα σε μένα και κάποιον άλλο,

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανάβωανάβουμε, ανάβομεανάβομαιαναβόμαστε
ανάβειςανάβετεανάβεσαιανάβεστε, αναβόσαστε
ανάβειανάβουν(ε)ανάβεταιανάβονται
Imper
fekt
άναβαανάβαμεαναβόμουν(α)αναβόμαστε, αναβόμασταν
άναβεςανάβατεαναβόσουν(α)αναβόσαστε, αναβόσασταν
άναβεάναβαν, ανάβαν(ε)αναβόταν(ε)ανάβονταν, αναβόντανε, αναβόντουσαν
Aoristάναψαανάψαμεανάφτηκααναφτήκαμε
άναψεςανάψατεανάφτηκεςαναφτήκατε
άναψεάναψαν, ανάψαν(ε)ανάφτηκεανάφτηκαν, αναφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανάψει
έχω αναμμένο
έχουμε ανάψει
έχουμε αναμμένο
έχω αναφτεί
είμαι αναμμένος, -η
έχουμε αναφτεί
είμαστε αναμμένοι, -ες
έχεις ανάψει
έχεις αναμμένο
έχετε ανάψει
έχετε αναμμένο
έχεις αναφτεί
είσαι αναμμένος, -η
έχετε αναφτεί
είστε αναμμένοι, -ες
έχει ανάψει
έχει αναμμένο
έχουν ανάψει
έχουν αναμμένο
έχει αναφτεί
είναι αναμμένος, -η, -ο
έχουν αναφτεί
είναι αναμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανάψει
είχα αναμμένο
είχαμε ανάψει
είχαμε αναμμένο
είχα αναφτεί
ήμουν αναμμένος, -η
είχαμε αναφτεί
ήμαστε αναμμένοι, -ες
είχες ανάψει
είχες αναμμένο
είχατε ανάψει
είχατε αναμμένο
είχες αναφτεί
ήσουν αναμμένος, -η
είχατε αναφτεί
ήσαστε αναμμένοι, -ες
είχε ανάψει
είχε αναμμένο
είχαν ανάψει
είχαν αναμμένο
είχε αναφτεί
ήταν αναμμένος, -η, -ο
είχαν αναφτεί
ήταν αναμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανάβωθα ανάβουμε, θα ανάβομεθα ανάβομαιθα αναβόμαστε
θα ανάβειςθα ανάβετεθα ανάβεσαιθα ανάβεστε, θα αναβόσαστε
θα ανάβειθα ανάβουν(ε)θα ανάβεταιθα ανάβονται
Fut
ur
θα ανάψωθα ανάψουμε, θα ανάψομεθα αναφτώθα αναφτούμε
θα ανάψειςθα ανάψετεθα αναφτείςθα αναφτείτε
θα ανάψειθα ανάψουν(ε)θα αναφτείθα αναφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανάψει
θα έχω αναμμένο
θα έχουμε ανάψει
θα έχουμε αναμμένο
θα έχω αναφτεί
θα είμαι αναμμένος, -η
θα έχουμε αναφτεί
θα είμαστε αναμμένοι, -ες
θα έχεις ανάψει
θα έχεις αναμμένο
θα έχετε ανάψει
θα έχετε αναμμένο
θα έχεις αναφτεί
θα είσαι αναμμένος, -η
θα έχετε αναφτεί
θα είστε αναμμένοι, -ες
θα έχει ανάψει
θα έχει αναμμένο
θα έχουν ανάψει
θα έχουν αναμμένο
θα έχει αναφτεί
θα είναι αναμμένος, -η, -ο
θα έχουν αναφτεί
θα είναι αναμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανάβωνα ανάβουμε, να ανάβομενα ανάβομαινα αναβόμαστε
να ανάβειςνα ανάβετενα ανάβεσαινα ανάβεστε, να αναβόσαστε
να ανάβεινα ανάβουν(ε)να ανάβεταινα ανάβονται
Aoristνα ανάψωνα ανάψουμε, να ανάψομενα αναφτώνα αναφτούμε
να ανάψειςνα ανάψετενα αναφτείςνα αναφτείτε
να ανάψεινα ανάψουν(ε)να αναφτείνα αναφτούν(ε)
Perfνα έχω ανάψει
να έχω αναμμένο
να έχουμε ανάψει
να έχουμε αναμμένο
να έχω αναφτεί
να είμαι αναμμένος, -η
να έχουμε αναφτεί
να είμαστε αναμμένοι, -ες
να έχεις ανάψει
να έχεις αναμμένο
να έχετε ανάψει
να έχετε αναμμένο
να έχεις αναφτεί
να είσαι αναμμένος, -η
να έχετε αναφτεί
να είστε αναμμένοι, -ες
να έχει ανάψει
να έχει αναμμένο
να έχουν ανάψει
να έχουν αναμμένο
να έχει αναφτεί
να είναι αναμμένος, -η, -ο
να έχουν αναφτεί
να είναι αναμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανάβεανάβετεανάβεστε
Aoristάναψεανάψτε, ανάφτεανάψουαναφτείτε
Part
izip
Presανάβοντας
Perfέχοντας ανάψει, έχοντας αναμμένοαναμμένος, -η, -οαναμμένοι, -ες, -α
InfinAoristανάψειαναφτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback